Το Σύνταγμα τη διακρίνει από τη Βουλή ως άλλη κρατική λειτουργία. Ομως η κυβέρνηση, το κατ' εξοχήν, πράγματι, όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας, δεν έχει ως κύρια αρμοδιότητά της την εκτέλεση των νόμων. Χαράσσει μια πολιτική

Οι σελίδες της Ιθάκης του Αλέξη Τσίπρα μάς θύμισαν μια μεγάλη αλήθεια για το πολιτικό μας σύστημα. Με πάνω από 36% των ψήφων στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, το κόμμα του διατήρησε το ίδιο σχεδόν ποσοστό στις εκλογές του επόμενου Σεπτεμβρίου. Ομως, στο μεταξύ, το ένα τρίτο σχεδό ν των βουλευτών του τον είχαν εγκαταλείψει, ενώ ο ίδιος, αντίθετα με την προεκλογική του ρητορική, είχε συμβιβαστεί με τους δανειστές.

Τι σημαίνει αυτό για το πολιτικό μας σύστημα; Ηταν απλώς ένα μεμονωμένο, συγκυριακό φαινόμενο, το αποτέλεσμα της συναισθηματικής έξαρσης ενός λαού υπό ασφυκτική πίεση; Ή μήπως στοιχειοθετεί τη θεαματική εκδήλωση της μεγάλης αλήθειας, που δεν θέλουμε να δούμε: ότι το πολίτευμά μας, η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, είναι στην πρακτική του διαμόρφωση προσωποκεντρικό και, για να μη φοβόμαστε τις λέξεις, πρωθυπουργοκεντρικό.

Γιατί αυτό φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του λαού, που θέλει η δημοκρατία του να είναι κυβερνήσιμη. Το διαπιστώνουμε με γυμνό οφθαλμό, αρκεί να δούμε, χωρίς ρομαντισμούς, πώς οι θεσμοί μας από το γράμμα του Συντάγματος παίρνουν σάρκα και οστά στην πράξη.

Η Βουλή

Η βασική της αποστολή δεν είναι, όπως θα έλεγε ένας φοιτητής νομικής, να νομοθετεί. Ούτε είναι το κύριο έργο της να ψηφίζει τον προϋπολογισμό ή να ασκεί τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Το κύριο έργο της είναι να παράγει κυβερνητική σταθερότητα, δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και διατηρώντας την εμπιστοσύνη της εφόσον η κυβέρνηση αποδεικνύεται άξια για αυτό.

Αν δεν μπορεί να παράγει κυβερνητική σταθερότητα, διαλύεται.

Ψηφίζει πράγματι τους νόμους η Βουλή. Ομως, ποια είναι η αλήθεια εδώ; Η Βουλή, με την κυβερνητική πλειοψηφία, εγκρίνει τα νομοσχέδια των υπουργών, και κατά τη συζήτησή τους παίζει τον ρόλο ενός συμβούλου της κυβέρνησης, διορθώνοντας, συμπληρώνοντας ή βελτιώνοντας το προτεινόμενο κείμενο.

Υπάρχει βέβαια και η αντιπολίτευση. Ο ρόλος της ως άγρυπνου φρουρού του δημόσιου συμφέροντος είναι αναντίρρητος. Αλλά αυτή λειτουργεί ουσιαστικώς, γιατί δεν της αφήνεται άλλο περιθώριο, για να υπενθυμίζει, με νέα στοιχεία και επιχειρήματα κάθε φορά, πόσο λάθος κάνει η συμπολίτευση να στηρίζει την κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση

Το Σύνταγμα τη διακρίνει από τη Βουλή ως άλλη κρατική λειτουργία. Ομως η κυβέρνηση, το κατ’ εξοχήν, πράγματι, όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας, δεν έχει ως κύρια αρμοδιότητά της την εκτέλεση των νόμων. Χαράσσει μια πολιτική. Και για να πραγματωθεί η πολιτική χρειάζεται και η νομοθέτηση μέτρων.

Η κυβέρνηση ταυτίζεται έτσι με την πλειοψηφία της στη Βουλή σε ένα εξουσιαστικό μπλοκ. Η κυβερνητική πλειοψηφία, ψηφίζοντας τους νόμους με τους οποίους θεσμοθετείται η κυβερνητική πολιτική, συγκυβερνά.

Στο συνταγματικό δίκαιο μπορεί να λέγεται αυτό διασταύρωση των λειτουργιών. Στην πράξη είναι ταύτιση. Κυβέρνηση χωρίς κυβερνητική πλειοψηφία δεν νοείται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Ο πρωθυπουργός

Ο λαός αυτόν βλέπει ως κυβέρνηση και αυτόν ψηφίζει ως κυβερνήτη. Στις μονοκομματικές κυβερνήσεις είναι ο πρωθυπουργός που φέρει την έσχατη πολιτική ευθύνη. Αλλά, και η εμπειρία μας από τις μη μονοκομματικές, μας έδειξε καθαρά ότι και στις κυβερνήσεις αυτές ο πρωθυπουργός είναι εκείνος που αναδεικνύεται ως η κεντρική φυσιογνωμία, αυτός τελικά που πείθει ή απωθεί τον ψηφοφόρο.

Η πρόσφατη πολιτική μας ιστορία μάς δείχνει τον κεντρικό του ρόλο στην πολιτική σκηνή. Δεν είναι μόνο η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα. Είναι όλες, ή όλες σχεδόν, ξεκινώντας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου, και φθάνοντας μέχρι τον σημερινό Πρωθυπουργό.

Αυτή την αλήθεια αποτύπωσε και ο νόμος για το επιτελικό κράτος. Συγκεντρωτισμός στα χέρια αυτού που φέρει την τελική πολιτική ευθύνη.

Οπως και να ερμηνεύουν κάποιοι το Σύνταγμα, ο λαός που στηρίζει την κυβέρνηση θέλει τους υπουργούς της να σέβονται τον Πρωθυπουργό. Δεν αντιλαμβάνεται πώς μπορεί να υπάρξει πολυφωνία στο Υπουργικό Συμβούλιο αν αυτό σημαίνει όρθωση αναστήματος έναντι του Πρωθυπουργού. Από αυτόν αναμένει ο λαός αποτελέσματα σε όλα τα επίπεδα, κράτος δικαίου, οικονομία, εξωτερική πολιτική. Και αυτός είναι ο τελικός υπόλογος.

Τα αντίβαρα

Αντίβαρο στην κυβερνητική εξουσία είναι, θα έλεγε κανείς, η θεσμική αντιπολίτευση, οι ανεξάρτητες συνταγματικές αρχές, ίσως και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μπορεί πράγματι από τους θεσμούς αυτούς η κυβέρνηση να γνωρίσει πολιτικές δυσκολίες. Η θεσμική αντιπολίτευση θα της δημιουργήσει δημοσκοπική συρρίκνωση ή τριγμούς. Οι ανεξάρτητες αρχές θα την εκθέσουν κάποιες φορές πολιτικά. Και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, περιστασιακά και οριακά, θα τολμήσει να υπερβεί τον περιχαρακωμένο ρόλο του, του ρυθμιστή του πολιτεύματος.

Δεν μπορούν όμως οι τρεις αυτοί θεσμοί, ακόμη και αν τους δεχθούμε ως θεσμικά αντίβαρα, να εμποδίσουν νομικά την κυβέρνηση ανατρέποντας τις πράξεις της. Μόνο η δικαστική εξουσία το μπορεί.

Με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, οι δικαστές έχουν τη συνταγματική εξουσία να καθιστούν ανενεργούς τους κανόνες δικαίου που ψηφίζει η Βουλή. Με τον προληπτικό έλεγχο των δημόσιων συμβάσεων, το Ελεγκτικό Συνέδριο μπορεί να διακωλύει για λόγους νομιμότητας την εκτέλεση έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Και, με την αίτηση ακυρώσεως, το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην κορυφή της διοικητικής δικαιοσύνης, μπορεί να ακυρώνει κάθε μη νόμιμη πράξη κυβερνητικού οργάνου. Σε ζητήματα, δε, προστασίας του περιβάλλοντος, χωροταξίας και πολεοδομίας, ας μην κρυβόμαστε, το Συμβούλιο της Επικρατείας συγκυβερνά με την κυβέρνηση. Και πενήντα χρόνια εμπειρίας, μάλλον το δικαιώνουν.

Στον δρόμο για τους Εμμαούς, οι μαθητές του Ιησού είχαν δίπλα τους την αλήθεια, αλλά δεν την έβλεπαν. Εμείς τη βλέπουμε, αλλά αρνούμαστε να τη δεχτούμε. Θεωρούμε ότι οι θεσμοί μας αλλοιώνονται ή εκφυλίζονται. Οτι το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα προδίδει τη δημοκρατία.

Ομως ο δημοκρατικός μας λαός έτσι αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία. Παίρνει το ρίσκο. Θέλει ελευθερία με κοινωνικά δικαιώματα, θέλει κράτος δικαίου και εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας. Αλλά αισθάνεται ότι για όλα αυτά χρειάζεται κυβερνητική σταθερότητα.

Είναι το αίσθημα της αυτοσυντήρησης που τον καθοδηγεί, όταν βλέπει, πέρα από τον μικρόκοσμο της πολιτικής, τη μεγάλη εικόνα της Ελλάδας στη γειτονιά μας, στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο.

*Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

(από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ»)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr

Διαβάστε ακόμα