Η Άστοχη Στρατηγική της Ουάσιγκτον Όσον Αφορά στην Κίνα

Η Άστοχη Στρατηγική της Ουάσιγκτον Όσον Αφορά στην Κίνα
Του Richard Fontaine*
Τετ, 26 Ιανουαρίου 2022 - 12:06

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επανειλημμένα ονοματίσει την Κίνα ως την κύρια πρόκληση της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο υπουργός Άμυνας, Lloyd Austin, έχει αναφέρει την Κίνα ως την κορυφαία προτεραιότητα του Πενταγώνου. Ο υπουργός Εξωτερικών, Antony Blinken, έχει περιγράψει την Κίνα ως «την μεγαλύτερη γεωπολιτική δοκιμασία» του εικοστού πρώτου αιώνα. Και ο ίδιος ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν

έχει δηλώσει ότι διαβλέπει «ακραίο ανταγωνισμό» μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Καθώς η κυβέρνηση του προετοιμάζεται να εκδώσει μια σειρά εγγράφων στρατηγικής –συμπεριλαμβανομένων για την εθνική ασφάλεια, την εθνική άμυνα, και τον Ινδο-Ειρηνικό- είναι ευρέως αναμενόμενο ότι θα ξεχωρίσει την Κίνα για [να της αφιερωθεί] ιδιαίτερη προσοχή.

Η επίκληση της σινοαμερικανικής αντιπαλότητας ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του σημερινού κόσμου είναι πλέον κοινός τόπος, και οι αναλυτές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε όλο το πολιτικό φάσμα υποστηρίζουν την μετατόπιση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη δέσμευση προς τον ανταγωνισμό. Η απόρριψη της προηγούμενης στρατηγικής της Ουάσιγκτον για συνεργασία και εναρμόνιση, όπως ήταν στηριγμένη στον τελικό μετασχηματισμό της κινεζικής συμπεριφοράς, είναι ένα σπάνιο σημείο συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων Τραμπ και Μπάιντεν. Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη μετατόπιση, δεδομένης της έλλειψης θετικών αποτελεσμάτων που να παρήχθησαν από την προηγούμενη προσέγγιση. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια εν πολλοίς ανταγωνιστική σχέση, και η πολιτική των ΗΠΑ στοχεύει περισσότερο στο να απαντήσει στις κινεζικές ενέργειες παρά στο να τις διαμορφώσει. Μια στρατηγική που βασίζεται σε αυτή την πραγματικότητα -μια [στρατηγική] που συνδυάζει έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών με στοχευμένες προσπάθειες για συγκεκριμένα ζητήματα ώστε να αμφισβητήσει την κινεζική επιθετικότητα- αναδύεται τώρα για να προστατεύσει τα συμφέροντα και τις αξίες των ΗΠΑ.

Υπάρχει, ωστόσο, μια εξόφθαλμη παράλειψη στη νέα πολιτική: ένας στόχος. Ο ανταγωνισμός είναι απλώς μια περιγραφή των σινοαμερικανικών σχέσεων, όχι αυτοσκοπός. Από τον καταιγισμό των πρόσφατων ανακοινώσεων απουσιάζει εμφανώς το τέλος του παιχνιδιού που επιδιώκει τελικά η Ουάσιγκτον με την Κίνα. Χωρίς έναν σαφώς καθορισμένο στόχο, οποιαδήποτε πρωταρχική στρατηγική πιθανώς θα σπαταλήσει πόρους, θα εμποδίσει τις προσπάθειες παρακολουθήσεως της προόδου, και δεν θα αποκτήσει την ευρεία υποστήριξη στο εσωτερικό που είναι απαραίτητη για την διατήρησή της. Οι σύμμαχοι και οι εταίροι των ΗΠΑ επιθυμούν -και τους αξίζει- να γνωρίζουν τον στόχο των συνασπισμών στους οποίους η Ουάσιγκτον επιδιώκει ολοένα και περισσότερο να τους στρατολογήσει. Η απουσία ενός σαφούς στόχου για την αυτοαποκαλούμενη κορυφαία προτεραιότητά της αποτελεί εμπόδιο για την κυβέρνηση Μπάιντεν [1] —και ένα [εμπόδιο] το οποίο πρέπει να εργαστεί επειγόντως για να αντιμετωπίσει.

Οι καλές στρατηγικές διατυπώνουν μια επιθυμητή τελική κατάσταση και σκιαγραφούν το πώς θα επιτευχθεί. Για παράδειγμα, στο διάσημο άρθρο του, το 1947, στο Foreign Affairs [2], ο διπλωμάτης και ιστορικός George Kennan υπεστήριξε ότι «είτε η διάλυσις είτε η σταδιακή χαλάρωση της σοβιετικής ισχύος» πρέπει να επιδιωχθεί μέσω μιας πολιτικής περιορισμού και μιας προσπάθειας να αυξηθούν οι πιέσεις υπό τις οποίες λειτουργούσαν οι Σοβιετικοί. Η θέσπισις ενός τέτοιου στόχου, όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, απέκλεισε ρητώς άλλους πιθανούς στόχους, όπως την συνεργασία και πολιτική οικειότητα μεταξύ της Ουάσιγκτων και της Μόσχας, από την μια πλευρά, ή την ενεργή ανατροπή του κομμουνισμού, από την άλλη. Έχοντας αναγνωρίσει την κατάρρευση ή την συγκράτηση του καθεστώτος της Μόσχας ως στόχο τους, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επιδίωξαν τον περιορισμό ως την στρατηγική που ήταν πιο πιθανό να αποφέρει αυτά τα θετικά αποτελέσματα.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες καθιέρωσαν ένα σύνολο στόχων για την Κίνα και διατύπωσαν θεωρίες για το πώς θα τους επιτύχουν. Το 1997, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, είπε ότι ο στόχος της Ουάσιγκτον έναντι του Πεκίνου «δεν είναι ο περιορισμός και η σύγκρουση, είναι η συνεργασία», σημειώνοντας ότι «μια πραγματιστική πολιτική δέσμευση» ήταν εξαιρετικά πιθανό να το επιτύχει. Με το να δεσμευτεί με το Πεκίνο, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά μέσω του εμπορίου, η κυβέρνηση Κλίντον στόχευσε να καλλιεργήσει μια «σταθερή, ανοιχτή, και μη επιθετική» Κίνα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ υπέθεσαν ότι μια τέτοια ανοικτότητα θα μπορούσε ακόμη και να ενθαρρύνει την φιλελευθεροποίηση και τον πολιτικό πλουραλισμό μέσα στην ίδια την Κίνα.
Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους [του νεότερου] διατήρησε εν πολλοίς τον στόχο μιας συνεργάσιμης και φιλελευθεροποιημένης Κίνας, προσθέτοντας σε αυτόν την επιθυμία η χώρα να γίνει «υπεύθυνη μέτοχος» στο διεθνές σύστημα. Η Ουάσιγκτον θα αναζητούσε τομείς ενεργούς συνεργασίας με το Πεκίνο, σε όλο το φάσμα των παγκόσμιων προκλήσεων, από την τρομοκρατία έως την εξοικονόμηση ενέργειας, με την ελπίδα ότι οι Κινέζοι ηγέτες θα αφοσιώνονταν και θα δραστηριοποιούνταν στην αντιμετώπισή τους. Ίσως λιγώτερο βέβαιη από την προκάτοχό της στις προοπτικές συνεργασίας, η κυβέρνηση Μπους αντιστάθμισε το στοίχημά της με το να ενισχύσει τις στρατιωτικές ικανότητες των ΗΠΑ και να υποστηρίξει συμμαχίες και συνεργασίες σε όλη την Ασία.

*Foreign Affairs