Οι Ελληνικές Κοινότητες και οι Βαυαροί: Μάουρερ και Τιρς

Οι Ελληνικές Κοινότητες και οι Βαυαροί: Μάουρερ και Τιρς
του Βασίλη Ξυδιά
Τετ, 12 Μαΐου 2021 - 08:00

Μια από τις λιγότερο γνωστές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού κοινοτισμού[1] είναι αυτή που αφορά την παρουσία και τη δράση των Βαυαρών στην Ελλάδα. Είναι βέβαια γνωστό ότι το κράτος των Βαυαρών ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το βίαιο τέλος της μακραίωνης παράδοσης των ελληνικών κοινοτήτων, αλλά δεν είναι τόσο γνωστό ότι Βαυαροί ήταν από τους πρώτους που μελέτησαν τις κοινότητες αυτές, και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις έλαβαν υπ’ όψη τους στον σχεδιασμό των νέων θεσμών της απελεύθερης Ελλάδας

Αναζητώντας λοιπόν εμείς τις πρώτες αφετηρίες –είτε θετικές είτε αρνητικές– των νεοελληνικών κοινοτιστικών ιδεών, θα επιχειρήσουμε στο άρθρο αυτό μια σύντομη παρουσίαση των θέσεων που διατύπωσαν για τις ελληνικές κοινότητες και της στάσης που κράτησαν απέναντί τους δύο εξέχοντες Βαυαροί, ο Γεώργιος Λουδοβίκος Φον Μάουρερ (Georg Ludwing von Maurer) και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Τιρς (Friedrich Thierch), που και οι δύο συνέβαλαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.

O Γεώργιος Λουδοβίκος Φον Μάουρερ (1790-1872) μάς είναι γνωστός από τη συμμετοχή του στα πρώτα χρόνια της βαυαρικής Αντιβασιλείας στην Ελλάδα. Υπήρξε σύμβουλος στην αυλή του πατέρα του Όθωνα, του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, και διετέλεσε καθηγητής του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, έχοντας να επιδείξει σημαντικές εργασίες στον τομέα της Ιστορίας του Δικαίου[2]. Ως μέλος της τριμελούς βαυαρικής Αντιβασιλείας ο Μάουρερ ήταν ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε κι εφάρμοσε τη δημοτική μεταρρύθμιση του 1833, με την οποία καταργήθηκαν οι κοινότητες και αντικαταστάθηκαν από τους δήμους. Τη μεταρρύθμιση αυτή, η οποία συνέτεινε αποφασιστικά στον παραγκωνισμό και την αποδιοργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων, ο Μάουρερ την αιτιολόγησε με μια φιλοκοινοτική ρητορεία, που όπως θα δούμε στη συνέχεια δεν ήταν και τόσο υποκριτική. Περισσότερο εξέφραζε μια στάση αμφίθυμη και διφορούμενη έναντι των ελληνικών κοινοτικών θεσμών, η οποία από τότε έχει διαποτίσει την όλη αντίληψη του ελληνικού κράτους για την τοπική αυτοδιοίκηση. Από την άποψη αυτή η περίπτωση του Μάουρερ είναι και σημαντική και διδακτική.

Σε αντιδιαστολή προς τον Μάουρερ, ένας από τους πρώτους και πιο σοβαρούς υπερασπιστές της ελληνικής κοινοτικής παράδοσης ήταν ο βαυαρός φιλέλληνας Φρειδερίκος Τιρς (1784-1860), γνωστός στους Έλληνες και ως Ειρηναίος Θείρσιος. Ο Τιρς σπούδασε φιλολογία και θεολογία και διετέλεσε καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και Πρόεδρος της Βασιλικής Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών. Υπήρξε από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του γερμανικού φιλελληνικού κινήματος κατά τη διάρκεια της επανάστασης, και γνώρισε από κοντά τους ελληνικούς κοινοτικούς θεσμούς όταν βρέθηκε στην Ελλάδα στα 1831-1832, την περίοδο δηλαδή μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια. Απ’ όσους θα μπορούσαν να θεωρηθούν αυτόπτες μάρτυρες των ελληνικών κοινοτήτων η δική του λιτή περιγραφή νομίζω ότι είναι η πιο ακριβής. Και κυρίως είναι απαλλαγμένη από τις ιδεολογικές προκαταλήψεις πολλών επόμενων μελετητών, που είδαν τις ελληνικές κοινότητες, άλλοι θετικά κι άλλοι αρνητικά, κρίνοντάς τες όμως και οι μεν και οι δε υπό το πρίσμα διαφόρων άσχετων με την ίδια την ελληνική κοινοτική παράδοση νεωτερικών ιδεών (φιλελεύθερων, σοσιαλιστικών, συνεταιριστικών, αυτοδιαχειριστικών κλπ).

α) Η δημοτική μεταρρύθμιση του Μάουρερ

 Είναι γνωστό πως το αποφασιστικό χτύπημα στις ελληνικές κοινότητες το έδωσαν οι Βαυαροί, με πρωταγωνιστές τα δυο ισχυρά μέλη της βαυαρικής Αντιβασιλείας στην Ελλάδα, τον Μάουρερ και τον κόμη Ιωσήφ Λουδοβίκο Άρμανσμπεργκ.[3] Η βαυαρική πολιτική έναντι των ελληνικών κοινοτικών θεσμών εκφράστηκε σε δυο φάσεις. Κατ’ αρχάς προηγήθηκε η δημοτική μεταρρύθμιση του Μάουρερ με το διάταγμα της 3ης Απριλίου 1833, με το οποίο καταργήθηκαν οι υπάρχουσες έως τότε κοινότητες και αντικαταστάθηκαν από τους δήμους, που αποτελούσαν τις κατώτερες βαθμίδες της διοικητικής πυραμίδας του κράτους. Το ίδιο αυτό διάταγμα προέβλεπε έναν τρόπο ελεγχόμενης εκλογής των δημάρχων και των δημοτικών και επαρχιακών συμβουλίων, με αποτέλεσμα να καθιερωθεί έτσι ένα καθεστώς νόθας και κηδεμονευόμενης αυτοδιοίκησης που ίσχυσε για τρία χρόνια. Στη συνέχεια ακολούθησε το διάταγμα των Άρμανσμπεργκ και Κωλέττη (26 Ιουνίου 1836), με το οποίο καταργήθηκε εντελώς ακόμα κι αυτή η ελεγχόμενη εκλογή των δημάρχων και καθιερώθηκε ο εμφανής κι απροκάλυπτος διορισμός τους απ΄ την Αντιβασιλεία. Με τον τρόπο αυτό οι Βαυαροί παραγκώνισαν τις υφιστάμενες κοινοτικές δομές, αφαιρώντας τους κάθε δυνατότητα επίσημης θεσμικής υπόστασης, και όπως έχει ειπωθεί, μετέγραψαν στην Ελλάδα τους βαυαρικούς διοικητικούς θεσμούς «που είχαν εισαχθεί κατά την Ναπολεόντεια κατάχτηση των γερμανικών κρατών»[4].

Για να καταλάβουμε όμως το τί πραγματικά επεδίωκε με τα μέτρα αυτά η βαυαρική Αντιβασιλεία θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την πρώτη πολιτική του Μάουρερ από τη μετέπειτα πολιτική των Κωλέττη και Άρμανσμπεργκ. Και για μεν το διάταγμα των Άρμανσμπεργκ και Κωλέττη δεν έχουμε να πούμε πολλά πράγματα, καθώς η συγκεντρωτική και απολυταρχική πολιτική τους δεν φαίνεται να εξέφραζε τίποτε παραπάνω από τη βαθιά αποξένωση και τη δυσπιστία τους έναντι του ελληνικού λαού. Όμως για τον Μάουρερ τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, και αξίζει τον κόπο να ρίξει κανείς μια δεύτερη ματιά.

Συνδυασμός μοναρχίας και τοπικών ελευθεριών: Τον 19ο αιώνα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Οθωμανική και την Τσαρική αυτοκρατορία «η ¨κοινοτική ιδέα¨ ενέπνεε την πολιτική πράξη τόσο των ριζοσπαστών που ζητούσαν να υπερβούν το νέο αστικό φιλελεύθερο κράτος, όσο και των συντηρητικών φιλομοναρχικών που αναζητούσαν ένα ανάχωμα για να αντιμετωπίσουν την επέλασή του»[5]. Αυτό ακριβώς συναντάμε στην περίπτωση του Μάουρερ: την προσπάθεια εφαρμογής ενός ιδιότυπου πολιτειακού μοντέλου, βάσει του οποίου θα μπορούσε να διασφαλιστεί στην Ελλάδα η σταθερότητα και μακροβιότητα της νεοσύστατης μοναρχίας και να αποφευχθεί επ΄ αόριστον η συνταγματική της δέσμευση, όπως την επεδίωκαν οι φιλελεύθεροι.

Σ’ αυτή την προοπτική ο Μάουρερ έβλεπε ότι θα μπορούσε να αποτρέψει την καθιέρωση των γενικευμένων συνταγματικών πολιτικών ελευθεριών, αντιπροσφέροντας στους Έλληνες ένα καθεστώς περιορισμένων κι ελεγχόμενων δημοκρατικών ελευθεριών σε τοπικό επίπεδο. Τις σκέψεις του αυτές τις εκθέτει ο ίδιος ως εξής : «στον ελληνικό χαρακτήρα  – γράφει – ταιριάζουν περισσότερο οι τοπικές ελευθερίες, παρά μια κεντρική διοίκηση με χέρια δεμένα από τις λαϊκές ελευθερίες. … Γι΄ αυτό ακριβώς προσπαθήσαμε να καθιερώσουμε ελεύθερη κοινοτική, επαρχιακή και νομαρχιακή διοίκηση, ιδρύοντας ανεξάρτητα δημοτικά και επαρχιακά συμβούλια. Και μ΄ αυτό πάλι το πνεύμα δημιουργήθηκαν επιτροπές για την εκπαίδευση, για την προστασία των αρχαίων μνημείων κλπ. Γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουν οι Έλληνες, με τον ανήσυχο και απειθάρχητο χαρακτήρα τους, που τους παρασύρει σε απαιτήσεις για όλο και μεγαλύτερες ελευθερίες, να χτίσουν στην Ελλάδα ένα Κράτος μοναρχικό.»[6]

Είναι φανερό ότι αυτό που επεδίωκε ο Μάουρερ ήταν η δημιουργία μιας πολιτικο-διοικητικής δομής, που θα συνδύαζε τη μοναρχική συγκεντρωτική εξουσία σε εθνικό επίπεδο με την περιορισμένη άσκηση των φιλελεύθερων αρχών σε τοπικό. Στη δομή αυτή οι Δήμοι και τα επαρχιακά συμβούλια θα αποτελούσαν το περιοριστικό πεδίο άσκησης των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών. Έτσι ο “φιλοκοινοτισμός” που ο  Μάουρερ επιδεικνύει ως συγγραφέας δεν οφείλεται σε κάποιον υποτιθέμενο διχασμό του ανάμεσα στον «συντηρητικό πολιτικό» και στον «φωτισμένο επιστήμονα»,[7] αλλά στην  ιδέα πως η ελληνική κοινοτική παράδοση, κατάλληλα προσαρμοσμένη, θα μπορούσε να προσφέρει στη μοναρχία μια απάντηση στον φιλελευθερισμό ή σωστότερα έναν τρόπο ενσωμάτωσης των φιλελεύθερων ιδεών σε ένα μοναρχικό καθεστώς.

Η κληρονομιά του Μάουρερ: Ασφαλώς ο Μάουρερ δεν επιθυμούσε την ενσωμάτωση των αυθεντικών ελληνικών κοινοτήτων στο πολιτειακό του μοντέλο. Το πιθανότερο είναι πως δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει την ουσία των ελληνικών κοινοτικών θεσμών. Αυτό που ο Μάουρερ έβλεπε στις ελληνικές κοινότητες δεν ήταν η κοινότητα στην καθολικότητά της, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, ένα διοικητικό ομοιότυπό της. Η σύνθετη συνεκτική πολιτικο-κοινωνική δομή και το πνεύμα των ελληνικών κοινοτήτων ήταν, όπως φαίνεται, εντελώς έξω από τον ορίζοντα της αντίληψης και των προθέσεων του Μάουρερ.[8] Έτσι η διοικητική του μεταρρύθμιση μπορεί να μην άφησε τους καρπούς που ο ίδιος θα περίμενε, όμως ο διοικητισμός που χαρακτηρίζει την αντίληψή του για την κοινότητα και την τοπική αυτοδιοίκηση άφησε μια μόνιμη κληρονομιά στο ελληνικό κράτος.

Δεδομένου αυτού του διοικητισμού, ο φιλομοναρχισμός του Μάουρερ είναι ένα δευτερεύον στοιχείο, που όχι μόνο μπορεί εύκολα να αποσυναρμολογηθεί από το διοικητικό του σχήμα, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αντικατασταθεί από οποιεσδήποτε άλλες δημοκρατικές, φιλοσυνεταιριστικές, αυτοδιαχειριστικές ή αυτονομιστικές αρχές. Πόσο μάλλον που η ιδιαίτερη αντίληψη του Μάουρερ για τη λειτουργία της αυτοδιοίκησης σε τοπικό επίπεδο είναι κατ’ ουσίαν φιλελεύθερη, αφού ο ίδιος θεωρούσε τους δήμους ως το κατ’ εξοχήν πεδίο άσκησης των λαϊκών ελευθεριών. Την ίδια άλλωστε εντύπωση είχε κι αυτός για τον εαυτό του, και γι’ αυτό, κάνοντας αργότερα τον απολογισμό των πεπραγμένων του στην Ελλάδα, περιλαμβάνει σ’ αυτά κι «ένα ελεύθερο κοινοτικό διοικητικό σύστημα»[9]. Είχε την πεποίθηση πως με τη δική του μεταρρύθμιση «η Ελλάδα απέκτησε έναν ελεύθερο δημοτικό οργανισμό, πολύ πιο φιλελεύθερο από κάθε άλλο κράτος. Γιατί κανένας άλλος φραγμός δεν περιόριζε τις δημοτικές ελευθερίες, εκτός από εκείνον που θεωρήθηκε απόλυτα απαραίτητος για να προλαμβάνονται οι καταχρήσεις.»[10]

Σε κάθε περίπτωση, είτε στο πλαίσιο του φιλομοναρχισμού του, είτε στο πλαίσιο του φιλελευθερισμού του, η αυτοδιοίκηση του Μάουρερ δεν έχει καμία σχέση με την καθολικότητα και την οργανικότητα της πολιτικοκοινωνικά συνεκτικής και ιεραρχημένης κοινότητας. Εξαντλείται σε μια φορμαλιστική ανεξαρτησία του λεγόμενου “τοπικού επιπέδου”, στο πλαίσιο της συνάρθρωσης των επιπέδων της κρατικής διοικητικής μηχανής. Αλλά η αποδιοργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων δεν είχε να κάνει απλώς με τη διαφορά ανάμεσα σε μια συγκεντρωτική και μια αποκεντρωτική πολιτική, ούτε ήταν απλώς ζήτημα αναμέτρησης μεταξύ της κεντρικής εξουσίας και των τοπικών εξουσιών. Ούτε είχε να κάνει μόνο με τη μικρότερη ή μεγαλύτερη “συμμετοχή” του τοπικού πληθυσμού στις αποφάσεις. Μαζί με τις κοινότητες κάτι σημαντικότερο και πλουσιότερο απωλέστηκε. Και μάρτυρας αυτού υπήρξε με τον τρόπο του ο Τιρς.

β) Οι ελληνικές κοινότητες όπως τις είδε ο Τιρς

Την αυτοδιοίκηση του Μάουρερ ο Τιρς τη χαρακτηρίζει «ερμαφρόδιτο πλάσμα διοικητικής αυθαιρεσίας»[11], ενώ για το σύστημα του Άρμανσμπεργκ λέει πως είναι «το απολυταρχικό σύστημα μασκαρεμένο με μια λαϊκή επιφάνεια»[12].

Παρά την αυστηρή όμως κριτική του, φαίνεται ότι κι ο Τιρς δεν αφίσταται από μια ιδέα ανάλογη με αυτήν του Μάουρερ για συνδυασμό της μοναρχίας με τους κοινοτικούς θεσμούς. Οι προτάσεις του μοιάζει να υπηρετούν μια τέτοια πολιτική (ίσως γιατί δεν έβλεπε κι άλλη ρεαλιστική δυνατότητα[13]). Η σαφής πάντως διαφορά του με τον Μάουρερ είναι ότι ο Τιρς πίστευε στις αυθεντικές ελληνικές κοινότητες, τις οποίες γνώριζε πολύ καλά και ήξερε τη ριζικά διαφορετική ιδιοσυστασία τους έναντι των δυτικών πολιτευμάτων.[14] Αυτό το υπογραμμίζει κι ο ίδιος όταν αναφέρεται στις δικές του προτάσεις, τις σχετικές με την αναμόρφωση των ελληνικών κοινοτικών δομών: «Προσπαθήσαμε –γράφει– να απομακρύνουμε όλες τις ιδέες τις παρμένες από ξένα συστήματα, να αναζητήσουμε επιμελώς τα ίχνη και τα υπολείμματα ντόπιων θεσμών, να μάθουμε τη σημασία τους, να διορθώσουμε τις ελλείψεις, να συμπληρώσουμε τα κενά τους, πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος και άλλος δρόμος για να φθάσουμε σε μια κατάσταση πραγμάτων σύμφωνη με τα ήθη και τα έθιμα καθώς και τις πραγματικές ανάγκες της χώρας.»[15]

Ας δούμε όμως ποια είναι κατά τον Τιρς αυτή η κατάσταση πραγμάτων, η «σύμφωνη με τα ήθη και τα έθιμα και τις πραγματικές ανάγκες» της νεοαναδυόμενης τότε χώρας.

Συσσωματώσεις οικογενειών: «Η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας στην Ελλάδα –λέει ο Τιρς– στηρίχτηκε πάντα στην οικογένεια».[16] «Συγκεντρωμένες σε χωριά αυτές οι οικογένειες συνδέονται σχεδόν όλες με οικογενειακούς δεσμούς και δεσμούς αμοιβαίων συμφερόντων».[17] Με τα λίγα αυτά λόγια ο Τιρς μάς δίνει το γενικό πλαίσιο των ελληνικών κοινοτικών θεσμών. Με απόλυτη σαφήνεια μάς διευκρινίζει ότι οι ελληνικές κοινότητες δεν αποτελούν συσσωματώσεις ξεχωριστών ατόμων, αλλά συσσωματώσεις οίκων/οικογενειών. Οι οίκοι αυτοί, λέει, συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς (α) συγγένειας, και (β) αμοιβαίου συμφέροντος. Και πάνω σ΄ αυτούς τους δεσμούς στηρίζεται η πολιτική οργάνωση της κοινότητας.

«Για να φροντίζουν τις υποθέσεις τους, όλα τα μέλη της κοινότητος συγκεντρώνονται κάθε χρόνο στην εκκλησία για να εκλέξουν τους δημογέροντες, δικαστές που τ΄ όνομά τους αναφέρεται ήδη στα ποιήματα του Ομήρου. Κάθε οικογενειάρχης παίρνει μέρος στη συνέλευση».[18] Από την περιγραφή αυτή ας συγκρατήσουμε:  (α) τη διαδικασία εκλογής σε ετήσια βάση, (β) την εκκλησία ως κέντρο κοινοτικών λειτουργιών, (γ) τη συνέχεια με την ομηρική εποχή, και (δ) το ότι μέλος της κοινότητας δεν είναι ο πολίτης ως μεμονωμένο άτομο, ως εκπρόσωπος δηλαδή του εαυτού του, αλλά ο οικογενειάρχης ή ο εκπρόσωπος –αν προτιμάτε– του οίκου. Στις διάφορες κοινοτικές αποφάσεις, συνελεύσεις κλπ, μπορούν όπως είπαμε να μετέχουν όλοι οι οικογενειάρχες, μέλη της κοινότητας, αρκεί να έχουν εξασφαλίσει την οικονομική τους ανεξαρτησία. «Κάθε καλλιεργητής οικογενειάρχης στα χωριά, κάθε κάτοικος της πολιτείας, ικανός να θρέψει την οικογένειά του σαν βιοτέχνης, οποιαδήποτε κι αν είναι η δουλειά του, έχουν ίσο δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνελεύσεις και να αξιοποιούν τη γνώμη τους.»[19]

Ιεραρχικές κοινοτικές δομές και διαδικασίες: Πέρα από την κοινοτική συνέλευση η πολιτική εξουσία στην κοινότητα μοιράζεται ανάμεσα σε δύο όργανα: τους δημογέροντες, που ασκούν την εκτελεστική και δικαστική εξουσία, και το συμβούλιο των προκρίτων, που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την τοπική αριστοκρατία. «Ο αριθμός των δημογερόντων ποικίλλει ανάλογα με τις ανάγκες της κοινότητος. Δεν διαλέγουν παρά ένα για τα χωριά και τρεις για τις πόλεις. Οι τελευταίοι αυτοί μοιράζονται την εποπτεία και τον έλεγχο της δικαιοσύνης στο βαθμό που υπεισέρχεται στη σφαίρα της τοπικής εξουσίας, την αγορανομία και τα κοινοτικά έσοδα.»[20] «Οι παραιτημένοι δημογέροντες και άλλα πρόσωπα οικονομικά ανεξάρτητα, που συμπεριλαμβάνονται στην ονομασία πρόκριτοι, αποτελούν ένα συμβούλιο ανεξάρτητο από τους δημογέροντες και σε περίπτωση ανάγκης τους βοηθούν στο λειτούργημά τους.»[21]

Οι διαδικασίες εκλογής στην κοινότητα, όπως τις περιγράφει ο Τιρς, δεν  βασίζονται  σε αριθμητικές πλειοψηφίες και μειοψηφίες όπως τις γνωρίζουμε στα νεώτερα δημοκρατικά συστήματα, αλλά στη συναίνεση και στην υφιστάμενη κοινωνική ιεραρχία. «Η άσκηση της δημογεροντίας είναι ένα άμισθο αξίωμα που απαιτεί γνώσεις τοπικές και διοικητικές. Δίνει όμως επιρροή στους δικαστές για τις υποθέσεις και τα συμφέροντα των κατοίκων. Το αξίωμα λοιπόν αυτό δεν δίνεται παρά σε ανθρώπους κάπως ευκατάστατους και αξιοσέβαστους.»[22] Παρά τα προνόμια, οι ευθύνες είναι τέτοιες έτσι ώστε «κάθε άλλο παρά μεγάλος ανταγωνισμός γίνεται για την κατάληψη τέτοιου είδους αξιωμάτων»[23]. «Στις περιφέρειες όπου υπάρχουν οικογένειες ευγενών, γνωστών καπεταναίων, διακεκριμένων εμπόρων, βλέπει κανείς σχεδόν παντού ότι η εκλογή πέφτει σε εκείνους, σαν σε ανθρώπους που προσελκύουν τη γενική εμπιστοσύνη και που διαθέτουν τα μέσα και τη θέληση να ανταποκριθούν στα χρέη τους.»[24] Αυτή η ιεραρχική πολιτική διάρθρωση που περιγράφει ο Τιρς υπήρξε ένα μείζον σκάνδαλο, κι είναι ασφαλώς η κύρια αιτία που πολλοί απ΄ τους επόμενους μελετητές καταδίκασαν τις ελληνικές κοινότητες. Διότι αυτό είναι το σημείο που η ελληνική κοινοτική παράδοση διαφέρει με τα νεώτερα δημοκρατικά ήθη και πολύ περισσότερο με τα εξισωτικά συνεταιριστικά ή αυτοδιαχειριστικά ιδεώδη. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό είναι και το σημείο που θα άξιζε κανείς να προσέξει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, αν δεν αναζητά στους ελληνικούς κοινοτικούς θεσμούς απλώς ένα ιθαγενές πολιτικο-διοικητικό μοντέλο προς εφαρμογή διαφόρων νεώτερων πολιτικών ιδεολογιών, αλλά το μυστικό μιας ελληνικής (ή μιας “άλλης”, εναλλακτικής) σύλληψης της εξουσίας και της πολιτικής.

Κοινοτική αριστοκρατία και δημοκρατία: Πάνω σ’ αυτές τις γενικές γραμμές, οι οποίες συγκροτούν «την ταυτότητα αυτού του θεσμού, υπήρχαν τοπικές διαφορές στην εκλογή και τη σύνθεση των δημογεροντιών και στην έκταση του λειτουργήματός τους»[25]. Διαμορφώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ποικιλία επιμέρους κοινοτικών συστημάτων, που άλλοτε, λέει ο Τιρς, ρέπουν προς τη δημοκρατία κι άλλοτε προς την αριστοκρατία.

  • Ο Τιρς μάς δίνει το παράδειγμα της αριστοκρατικής κοινότητας της Λιβαδειάς: «Παντού όπου υπήρχαν οικογένειες πλούσιες σε ακίνητα, τα δημαρχιακά αξιώματα θεωρούνταν σαν σύμφυτα με τα μέλη τους και οι εκλογές δεν γίνονταν παρά για τους τύπους. Υπήρχαν έθιμα και, για να ειπωθεί έτσι, μια δημαρχιακή παράδοση από την οποία δεν τολμούσαν να αποστούν. Στη Λειβαδιά, οι πρόκριτοι ήταν μάλιστα συγκροτημένοι σε μια μόνιμη δημογεροντία.»[26] Διαμορφώνεται έτσι στη Λιβαδειά μια συνετή και ισχυρή αριστοκρατία, την οποία αναγκάστηκε να σεβαστεί ακόμα κι αυτός ο Αλή-Πασάς.[27]
  • Στον αντίποδα της κοινοτικής αριστοκρατίας της Λιβαδειάς βρίσκεται η κοινοτική δημοκρατία της Χίου και των Ψαρών : «Στη Χίο, όπου το εμπόριο είχε φέρει την οικονομική άνεση στις περισσότερες οικογένειες, η εκλογή δεν μπορούσε να περιορίζεται σ΄ ένα μικρό αριθμό. Ήταν εκεί μια κοινότητα με ευκατάστατους ανθρώπους που ο καθένας τους μπορούσε να κληθεί για το δημαρχιακό αξίωμα. … Η ίδια μορφή δημοκρατίας υπήρξε στα Ψαρά.»[28]
  • Στην Ύδρα όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, αφού, σε πληθυσμό πέντε χιλιάδων οικογενειών, ο τεράστιος ναυτικός πλούτος του νησιού είχε συγκεντρωθεί σε δεκαπέντε μόνο οικογένειες. «Ιδού λοιπόν – λέει ο Τιρς – τα στοιχεία για να συσταθεί μια αριστοκρατία. Σχηματίσθηκε από μόνη της, όπως η δημοκρατία είχε αναπτυχθεί στη Χίο.»[29]

Αξίζει να προσέξει κανείς ότι ο Τιρς δεν δείχνει εδώ να έχει ιδιαίτερες προτιμήσεις μεταξύ κοινοτικής αριστοκρατίας και δημοκρατίας. Τηρώντας ίσες αποστάσεις εμφανούς ιδεολογικής ουδετερότητας, αντιμετωπίζει τους δύο αυτούς τύπους πολιτευμάτων στο πλαίσιο ενός κοινωνιολογικού σχετικισμού, ανάγοντάς π.χ. τη διαφορά μεταξύ της δημοκρατίας της Χίου και της αριστοκρατίας της Ύδρας στη διαφορά των οικονομικών λειτουργιών και των μορφωτικών-πολιτιστικών δεδομένων των δύο κοινοτήτων: «Η μια –λέει στηριζόταν, όπως βέβαια και η άλλη, στο χειρισμό δημοσίων υποθέσεων, με τούτη, ωστόσο, τη διαφορά, ότι οι έμποροι της Χίου, έχοντας ανάγκη από μια πλατειά μόρφωση εξ αιτίας της ποικιλίας και των πολλαπλών δεσμών του εμπορίου τους, περιλάμβαναν στη σφαίρα της δραστηριότητός τους την μελέτη των επιστημών, δίνοντας μια φροντισμένη εκπαίδευση στα παιδιά τους, ενώ η ανάγκη της εκπαιδεύσεως δεν έγινε ποτέ αισθητή στους ταρσανάδες της Ύδρας, ανάμεσα στους αρρενωπούς και τίμιους καπετάνιους, που ήταν ωστόσο υπεροπτικοί και αμαθείς.»[30] Έτσι βλέπει ο Τίρς τη διαφορά δημοκρατίας και αριστοκρατίας στο πλαίσιο των ελληνικών κοινοτήτων, και θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο σχετικισμός του τον οποίο συμμερίζονται και ορισμένοι επόμενοί του σημαντικοί κοινοτιστές (ιδιαίτερα δε ο Κ. Καραβίδας) είναι ένα ακόμα σημείο απόρριψης της ελληνικής κοινοτικής παράδοσης από τον σύγχρονο δημοκρατικό φιλελευθερισμό και τις άλλες εξισωτικές ιδεολογίες του καιρού μας. 

Αυτά αναφέρει ο Τιρς για τους κοινοτικούς θεσμούς σε τοπικό επίπεδο. Και περιοριστήκαμε σ’ αυτό, αν και ο ίδιος μας δίνει στοιχεία και για το ευρύτερο διοικητικό πλαίσιο που συνέδεε εκείνη την εποχή τις κοινότητες με την κεντρική διοίκηση, και το οποίο περιελάμβανε τις Διοικήσεις και τις Επαρχίες. Εκεί θα συναντούσαμε κι άλλους κοινοτικούς θεσμούς, όπως π.χ. τον θεσμό των “επαρχιακών δημογερόντων” που ήταν εγκατεστημένοι στις πρωτεύουσες των Επαρχιών για να φροντίζουν τα συμφέροντα της κοινότητας. Αλλά δεν νομίζω ότι χρειαζόταν να επεκταθούμε περισσότερο σ΄ αυτά τα ζητήματα. «Δώσαμε όπως λέει κι ο Τιρς τόσες λεπτομέρειες όσο ήταν αναγκαίο για να καταφανεί ότι οι Έλληνες των ημερών μας, αφού είχαν ξεχάσει ακόμα και τα ονόματα δημοκρατία και αριστοκρατία, δημιούργησαν και τη μια και την άλλη σε πολύ λογικά πλαίσια και ότι χωρίς να ξαίρουν ούτε την πολιτική οικονομία, ούτε τα άλλα πλεονεκτήματα του εκλεπτυσμένου πολιτισμού μας, τις έκαναν να ευδοκιμήσουν με την εσωτερική τάξη και το εμπόριο και τέλος ότι παρά την προσβλητική καχυποψία των βαρβάρων κυριάρχων τους, κατάφεραν να τις κάνουν πλούσιες και ανθηρές, ενώ στην Ευρώπη τούς κατηγορούσαν για αμάθεια, θεωρώντας τους παιδιά και ανώριμους για οποιουσδήποτε πολιτικούς θεσμούς.»[31]

...

Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, το έργο των Joh Hofelich και F. Wolf, “Η υποδοχή του Όθωνα και της Αμαλίας στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 1837”. (Από το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών.)

 

(η συνέχεια στο antifono.gr)

Διαβάστε ακόμα