Α. Εξωτερικό (γεωστρατηγικό) μέτωπο. Στις 6 Ιουλίου 1821, ο Ρώσος πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη Βαρώνος Στρογγανώφ επέδωσε στην Πύλη το φιλελληνικό τελεσίγραφο πολέμου της Ρωσίας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο είχε συνταχθή πρωταρχικώς από τον ίδιο τον Καποδίστρια και είχε αποσταλεί από την Αγ. Πετρούπολη στη Ρωσική πρεσβεία στην Κωσταντινούπολη στις 16 Ιουνίου 1821. Διά του Καποδιστριακού τελεσιγράφου της Ρωσίας, τυπικώς μεν ο Μείζων Ελληνισμός σε μη εμπόλεμες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ετίθετο υπό την άμεση (στρατιωτική) προστασία της Ρωσίας, ουσιαστικώς δε η Ελληνική Επανάσταση ετίθετο υπό την (γεωπολιτική) αιγίδα της Ρωσίας. Δηλαδή, ματαίως ο Καγκελλάριος Metternich της Αυστριακής Αυτοκρατορίας ήλπιζε ότι ο Τσάρος θα προέβαινε σε ρητή αποκήρυξη της εξέγερσης των ραγιάδων στον ελλαδικό χώρο, ειδικά μετά την κάθοδο του Δημητρίου Υψηλάντη στην Ελλάδα. Το προηγούμενο (precedent) της από 14 Μαρτίου 1821 αποκήρυξης του κινήματος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία από την Ρωσία (κατ' εντολή του Τσάρου και διά γραφίδος Καποδίστρια) δεν επανελήφθη από την Ρωσία στη περίπτωση της επαναστάσεως των ραγιάδων στην Ελλάδα, δηλαδή η Ρωσία ενεφανίζετο (κατ' αντιδιαστολή προς την ρητή αποκήρυξη του κινήματος στη Μολδοβλαχία) ότι υπεστήριζε σιωπηρώς την Ελληνική Επανάσταση στο πρώτο τετράμηνο κλιμακώσεώς της στον ελλαδικό χώρο. Ακόμη χειρότερα για τον Metternich και άλλους ευρωπαίους ηγεμόνες, διά του κειμένου τού Ρωσικού τελεσιγράφου οι εξεγερμένοι ραγιάδες ανεγνωρίζοντο ως έθνος («Ἑλληνικὸν ἔθνος»), για πρώτη φορά ρητώς σε επίπεδο Διεθνούς Δικαίου, και μάλιστα ως εμπόλεμο έθνος, έτι δε περισσότερο ως εμπόλεμο έθνος υπό γενοκτονιακό διωγμό («τῶν Ἑλλήνων πολεμούντων εἰς ἀποφυγὴν τῆς ἀφεύκτου φθορᾶς των», σύμφωνα με το κείμενο του τελεσιγράφου).
Β. Εσωτερικό (ελλαδικό) μέτωπο. Σχεδόν ταυτόχρονα, κατά τον ίδιο μήνα, ο Καποδίστριας απέστειλε την από 17 Ιουλίου 1821 διαγγελματική του εγκύκλιο προς τους εμπόλεμους Έλληνες. Φαινομενικά, έναντι του Τσάρου, ο σκοπός εκείνης της εγκυκλίου του Καποδίστρια ήταν η στοιχειώδης πολιτική και πολεμική ευθυγράμμιση του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων με την συμμαχική κινητοποίηση του Ρωσικού Στρατού εν όψει του επαπειλούμενου τότε Ρωσο-Τουρκικού πολέμου. Σε εκείνο το πλαίσιο, η επιστολή με το Καποδιστριακό διάγγελμα («῾Υπόμνημα περὶ τῆς Τύχης τῆς Ἑλλάδος») εγράφη στη Γαλλική—ώστε να είναι ευχερώς αναγνώσιμη από τον Τσάρο—και προσέλαβε την μορφή προσωπικής επιστολής του Καποδίστρια προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, που διέτριβε τότε στην Πίζα της Ιταλίας. Εκείθεν η επιστολή διεβιβάσθη στον Μαυροκορδάτο στο Μεσολόγγι, στη δε συνέχεια ο Μαυροκορδάτος την κοινοποίησε στην ηγεσία των εμπολέμων Ελλήνων (προεστώτας, προκρίτους και πολεμάρχους), μεταφρασθείσα πιθανόν υπό του Γεωργίου Πραΐδη, μετά συναφών (19) επισημειώσεων του Μαυροκορδάτου.
Εθνικοποίηση της Ελληνικής Επαναστάσεως
Κατ΄ ουσίαν όμως, διά εκείνου του εν τοις πράγμασι διαγγέλματος (17 Ιουλίου 1821), ο Καποδίστριας υπεδείκνυε προς τον Μαυροκορδάτο διά του Ιγνατίου—δεδομένου ότι στο κείμενο του διαγγέλματος ο Καποδίστριας ανεφέρετο ονομαστικώς μόνον στον Μαυροκορδάτο—να αναλάβει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες προκειμένου οι εμπόλεμοι Έλληνες να απογαλακτισθούν άμεσα από την Φιλική Εταιρεία και από συναφή μαξιμαλιστικά ή φιλελεύθερα (κοινωνικοοικονομικά) προτάγματά της, να υποβαθμισθή η επιρροή των Φιλικών επί της ηγεσίας των Ελλήνων και, αντί εκείνης της επιρροής, να εθνικοποιηθή πλήρως η Ελληνική Επανάσταση, ήτοι να υιοθετήσει έκτοτε προτάγματα μόνον εθνικά, επ’ ουδενί φιλελεύθερα/εμφυλιακά (“Ιακωβινικά”), εις επήκοον των συντηρητικών Αυλών των Μεγάλων Δυνάμεων. Προς τούτο, ο Καποδίστριας προσδιόρισε δι’ εκείνου του διαγγέλματός του ένδεκα (11) βασικούς άξονες του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων:
(1) Αγώνας μέχρις εσχάτων, όπου κάθε Έλληνας σε εμπόλεμες περιοχές θα είχε την επιλογή “ἢ νὰ νικήσει ἢ νὰ ἀποθάνει”, διότι σύμφωνα με τον Καποδίστρια η Ελλάδα θα μπορούσε να απελευθερωθή μάλλον διά “τῆς ὑλικῆς δυνάμεως ἢ τῆς δυνάμεως τῶν ὅπλων” παρά διά “ἠθικῆς δυνάμεως” ή συναφών διπλωματικών διαβουλεύσεων και διαπραγματεύσεων.
(2) Απώτερος στρατηγικός στόχος των Ελλήνων: η ολική εκδίωξη των (Μουσουλμάνων) Τούρκων από την (Χριστιανική) Ευρώπη, με ενδεχομένη συμμαχική σύμπραξη μίας ή περισσοτέρων Μεγάλων Δυνάμεων.
(3) Άμεσος απογαλακτισμός των Ελλήνων από την πολυδιασπαστική (και αλυσιτελή πλέον) χαοτική στρατηγική των Φιλικών, που εφήρμοζαν μαξιμαλιστική στρατηγική πολυμέτωπου πολεμικού αγώνα στα Βαλκάνια.
(4) Απεναντίας, μεθοδική επικέντρωση της πολεμικής προσπαθείας σε ελάχιστα μέτωπα αρχικά (Τριπολιτσά, Μεσολόγγι, Αθήνα), με προτεραιότητα την πάσει θυσία προάσπιση της Πελοποννήσου και των εμπολέμων νήσων του Αιγαίου.
(5) Κατεπείγουσα σύγκληση Εθνοσυνελεύσεως, εντός του 1821, προς συγκρότηση αντιπροσωπευτικής και “ἰσχυρᾶς ἐθνικής κυβερνήσεως”, με παράλληλη εκμηδένιση της πολυαρχίας ή και αναρχίας, με σκοπό την ανθρωπιστική και εθνικώς λυτρωτική αναβάπτιση των μαχομένων ραγιάδων από αιμοσταγή θηρία—αυτουργούς αχρείων παρασπονδιών και αδιακρίτων σφαγών—σε πολιτισμένους ανθρώπους, ήτοι σε πολίτες μιας ευνομουμένης Πολιτείας.
(6) Εμφανή ρητή αποστασιοποίηση και διακηρυκτική διαφοροποίηση των εμπολέμων Ελλήνων από αντιμοναρχικές ιδέες ή αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως και των ανά την Ευρώπη Ιακωβίνων, με ρητή έμφαση στην εθνοαπελευθερωτική διάσταση του πολεμικού αγώνα των Ελλήνων, εις επήκοον των ευρωπαϊκών Αυλών.
(7) Ρητή και διακηρυκτική προβολή της εμπολέμου Ελλάδος ως προμάχου της Χριστιανοσύνης κατά της ασιατικής βαρβαρότητος.
(8) Διατήρηση των παραδοσιακών “παλαιῶν σχημάτων” αυτοδιοίκησης (προεστοί, πρόκριτοι, δημογέροντες) καθ' όλη την διάρκεια του πολεμικού αγώνα, προς φιλελληνική επιρροή των ευρωπαϊκών Αυλών.
(9) Αποφυγή συνάψεως διπλωματικών σχέσεων ή οποιωνδήποτε επαφών των εμπολέμων Ελλήνων με ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία, Πρωσσία) κατά το 1821-1822.
(10) Συνειδητοποίηση από τους εμπόλεμους Έλληνες ότι “δὲν εἶναι μόνον οἱ Τοῦρκοι ἐχθροί μας” (αλλά και κάποιοι παράγοντες με μεγάλη επιρροή σε Μεγάλες Δυνάμεις).
(11) Εξουδετέρωση κάθε προδοτικής διολίσθησης (“διαφθορᾶς”) οποιωνδήποτε ραγιάδων που τυχόν δελεασθούν—επί χρήμασι, αξιώματι, κ.τ.λ.—είτε από τον εχθρό (Τούρκους) είτε από ασπόνδους δυνητικούς συμμάχους (Μεγάλες Δυνάμεις).
Συγκεφαλαιωτικά, ο Καποδίστριας ανέθετε στον Μαυροκορδάτο ένα ηράκλειο έργο: Να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες προκειμένου εντός ελαχίστων μηνών να υπερκεράσει τα επί αιώνες βαθιά ριζωμένα τοπικά συμφέροντα και τοπικιστικές νοοτροπίες προκρίτων και οπλαρχηγών στην Ελλάδα, συστήνοντας θεσμικώς μια κεντρική (υπερτοπική) κυβέρνηση, που θα ήταν εθνική, χριστιανική, αντιπροσωπευτική, “ἰσχυρά” και αδιάφθορη (με μηδενική ανοχή στή διαφθορά, την μειοδοσία ή την προδοσία), ώστε αυτή η κυβέρνηση της Ελλάδος να μπορεί να αντιπαρατίθεται διπλωματικώς με Μεγάλες Δυνάμεις στο εγγύς μέλλον προς διεθνοπολιτική ευόδωση του εθνοαπελευθερωτικού στρατιωτικού αγώνα. Όλα δε εκείνα, τα μεγάλα, ο Καποδίστριας καλούσε τον Μαυροκορδάτο να τα πραγματοποιήσει κατά τρόπο που αφενός θα περιθωριοποιούσε πολιτικά την Φιλική Εταιρεία—παρότι στους Φιλικούς οφείλετο τόσον η έκρηξη της Επαναστάσεως όσον και οι πρώτες στρατιωτικές νίκες των Ελλήνων κατά ξηράν και κατά θάλασσαν το 1821—και αφετέρου θα διατηρούσε τα παραδοσιακά “παλαιά σχήματα” τοπικής αυτοδιοίκησης. Πολιτικώς, επρόκειτο περί ενός «γορδίου δεσμού», η λύση του οποίου υπερέβαινε ίσως τις δυνατότητες του Μαυροκορδάτου, ή οποιουδήποτε άλλου εκ των τότε εν Ελλάδι πρωταγωνιστών του Αγώνα της Παλιγγενεσίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Καποδίστριας καλούσε τον Μαυροκορδάτο να εθνικοποιήσει άμεσα την Ελληνική Επανάσταση.
Μαυροκορδάτος: Τοῖς κείνου ῥήμασι πειθόμενος
Όταν η διαγγελματική εγκύκλιος του Καποδίστρια περιήλθε εις χείρας του Μαυροκορδάτου (Σεπτέμβριος 1821), πρωτοστατούσαν τότε, από άποψη πολιτικής επιρροής, οι προεστοί της Πελοποννήσου, ήτοι οι Μαυρομιχαλαίοι και οι Δεληγιανναίοι στη νότια και κεντρική Πελοπόννησο αντίστοιχα, και οι Α. Ζαΐμης και Α. Λόντος στη βόρεια Πελοπόννησο· ακολουθούσαν, από άποψη πολιτικής επιρροής, ο Φιλικός Δημήτριος Υψηλάντης, ως “᾽Επίτροπος τῆς ᾽Αρχῆς” υποστηριζόμενος από τους οπλαρχηγούς και τους περισσότερους Έλληνες στρατιώτες, οι Κουντουριώται, που ήλεγχαν τον στόλο, και εν δυνάμει ο Ι. Κωλέττης ως πολιτικός πάτρων των προμαχούντων Σουλιωτών.
Ο Φαναριώτης Α. Μαυροκορδάτος ήταν τότε (Σεπτέμβριος 1821) απλώς ένας από τους επιδόξους μνηστήρες της εξουσίας, και μάλιστα με μόνον δευτερεύουσα ή και ελαχίστη πολιτική επιρροή στις εξελίξεις της Ελληνικής Επαναστάσεως, δεδομένου ότι ακόμη πάσχιζε τότε να διαμορφώσει ένα δικό του πολιτικό έρεισμα στη δυτική Ρούμελη—έχων εξουσιοδοτηθή προς τούτο από τον Δ. Υψηλάντη μόλις πρόσφατα, από 14 Αυγούστου 1821—ώστε δι’ εκείνου του ερείσματος (τήν Προεδρία της “Συνελεύσεως της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος”, που επρόκειτο να συγκληθή μετά από δύο μήνες, τον Νοέμβριο 1821) να καταφέρει να συμμετάσχει στη νομή της εξουσίας στην εγειρομένη Ελλάδα. Παρομοίως, το αντίστοιχο ίσχυε τότε στην Ανατολική Ρούμελη και για τον έτερο Φαναριώτη Θ. Νέγρη, ως επίδοξο Πρόεδρο του “Αρείου Πάγου” ή “Διοικήσεως Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος”, που επρόκειτο να συγκροτηθή επίσης κατά τον Νοέμβριο 1821.
Η διαγγελματική επιστολή του Καποδίστρια όμως επέφερε άρδην μια θεμελιώδη αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της επαναστατημένης Ελλάδος, διότι ανεβάθμισε πολιτικά τον Πρίγκιπα Μαυροκορδάτο, που ήταν ο μόνος των Ελλήνων που είχε την τιμή να ανεφέρεται ρητώς (ως “Π. Μ.”) στην επιστολή του Καποδίστρια· απεναντίας, ο Δ. Υψηλάντης ουδαμού ανεφέρετο στην επιστολή, παρότι ως “Πληρεξούσιος τοῦ Γενικοῦ ᾽Επιτρόπου τῆς Αρχῆς” των Φιλικών (τού προμαχήσαντος αδελφού του, Α. Υψηλάντη) ανεγνωρίζετο ως Αρχιστράτηγος από τους οπλαρχηγούς, υπεστηρίζετο δε αρχικά και από τους Έλληνες ναυμάχους. Στην επιστολή του μάλιστα ο Καποδίστριας “ἐπαινεῖ” ρητώς τον Μαυροκορδάτο για την κάθοδό του στην εμπόλεμη Ελλάδα, και δηλώνει ότι “χρειαζόμεθα περισσότερον” έργο, που ενδεχομένως θα μπορούσε να πραγματοποιηθή με ηγετικές πρωτοβουλίες του Μαυροκορδάτου· απεναντίας ο Καποδίστριας, γράφει ότι “οἱ ῞Ελληνες ματαίως ζητοῦν ἀκόμη μεταξύ των τὸν ἄνθρωπον, ὅστις ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ ὁ μόνος ἀρχηγός”, δηλαδή υποδηλώνει σαφώς την ακαταλληλότητα του Δ. Υψηλάντη να ηγηθή της απελευθερώσεως της Ελλάδος, αν μη τι άλλο λόγω της ταυτίσεώς του με τους Φιλικούς, κατ’ εξουσιοδότηση των οποίων ασκούσε την Αρχιστρατηγία.
Έχων πλέον αναβαθμισθή πολιτικώς από την εις χείρας του εγκύκλιο του Καποδίστρια, ο Μαυροκορδάτος απέστειλε προς τον Δ. Υψηλάντη, την από 27 Οκτωβρίου 1821 υπομνηματική επιστολή του, διά της οποίας έθετε θέμα ανεπαρκείας των Φιλικών για την περαιτέρω ηγετική διαχείριση της Ελληνικής Επαναστάσεως, και μάλιστα έθετε υπό αμφισβήτηση την ηγετική ικανότητα του Δ. Υψηλάντη ως τότε “᾽Επιτρόπου” της (ανυπάρκτου) “᾽Αρχῆς”. Ενδεικτικά, στην επιστολή του ο Μαυροκορδάτος πρότεινε, προς εφαρμογή των Καποδιστριακών οδηγιών, μεταξύ άλλων τα εξής:
“Ν’ ἀφήσωμεν τὰ ὀνόματα [σ.σ. τίτλους καὶ ἀξιώματα] ἀρχηγῶν καὶ πληρεξουσίων καὶ ἐπιτρόπων· νὰ ὀργανίσωμεν τὴν διοίκησιν ἀπὸ τοὺς ἰδίους ἐντοπίους [σ.σ. ἀντιπροσωπευτικὴν διοίκησιν], τῶν ὁποίων νὰ γίνωμεν ἡμεῖς ὁδηγοὶ καθ᾿ ὅσον δυνάμεθα· νὰ τὴν συγκεντρώσωμεν εἰς ὀλίγας χεῖρας, ἐνόσῳ νὰ προσκαλέσωμεν κανένα ὑποκείμενον οἷος ὁ πρίγκιψ Εὐγένειος (ὁ θετὸς υἱός τοῦ μεγάλου Ναπολέοντος), ἢ ὁ κόμης Καποδίστριας, ἢ πᾶς τις άλλος ἱκανότερος ἡμῶν.”
Με την επιστολή του Μαυροκορδάτου προς τον Δ. Υψηλάντη, άνοιξε ο δρόμος για την μετά από μόλις δύο μήνες συγκρότηση της Α΄ Εθνοσυνελεύσεως των εμπολέμων Ελλήνων στην Πιάδα (Νέα Επίδαυρο) μεταξύ 20 Δεκεμβρίου 1821 και 16 Ιανουαρίου 1822, όπου πολιτικώς ο Μαυροκορδάτος πρωταγωνίστησε, εις εκτέλεση των από 17 Ιουλίου 1821 εθναρχικών οδηγιών του Καποδίστρια, και πραγματοποίησε σε σημαντικό βαθμό, τουλάχιστον όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για τον Μαυροκορδάτο, τους στόχους που υπέδειξε ο Καποδίστριας—ήτοι Εθνοσυνέλευση, εθνοπρεπείς διακηρύξεις, σύσταση εθνικής κυβέρνησης, περιθωριοποίηση των Φιλικών, και ειδικά του Δ. Υψηλάντη, διακηρυκτική διαφοροποίηση της Ελληνικής Επαναστάσεως από φιλελεύθερα εξουσιαστικά (εμφυλιακά) κινήματα ανά την Ευρώπη, κ.τ.λ.
(η συνέχεια στο istorikathemata)