Η βιομηχανία, ως παραγωγικός κλάδος της εθνικής οικονομίας, είναι όπως η αντιστάθμιση κινδύνου (στις επενδυτικές αποφάσεις των Χρηματιστηριακών αγορών*), υπεστήριξε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη (ΣΒΑ) κ. Μιχάλης Στασινόπουλος, επικεφαλής του ομίλου ΒΙΟΧΑΛΚΟ. Αναφερόμενος στην «επί δεκαετίες απουσία της Μεταποίησης από τον δημόσιο διάλογο,

 

 

υπεστήριξε ότι οι αναπτυξιακές στρατηγικές εκείνων των πολιτικών που πήραν αποφάσεις «αποδυνάμωσαν την ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού προϊόντος» .

Λόγου χάριν, η στενοκέφαλη φορολογία με τον περιορισμό των αποσβέσεων, οι αυξήσεις των εργατικών αμοιβών άνω της παραγωγικότητος (με συλλογικές συμβάσεις), το υψηλό ενεργειακό κόστος και η μη-τεχνική κατάρτιση των εργαζομένων.

Πράγματι, η αντιβιομηχανική κουλτούρα εν Ελλάδι, τροφοδοτηθείσα από την λαϊκή μοχθηρία κατά του επιχειρηματικού κέρδους και η πολιτική εκμετάλλευση της υπό ανεπαγγέλτων «πρωθυπουργών», ου μην αλλά και από τους μεταπολιτευτικούς «εταίρους» μας στην Ευρωπαϊκή …Διαίρεση (ΕΔ), που θα ήθελαν την Ελλάδα ως «τόπον παραθερισμού των Αρίων και παραγωγής… αρωματικών φυτών» (ίδε συστάσεις του Αδόλφου Χίτλερ προς τον πρώην δήμαρχο Αθηνών Κοτζιά κατά την επίσκεψη του τελευταίου  στο Μπέργκχοφ το 1936) έκαμαν την αποβιομηχάνιση.

 Η Ελλάδα έχασε την βιομηχανική βάση κι’ από 20% του ΑΕΠ μετά το 1974 και ήδη έχει περιορισθεί στο 9% μαζί με την ηλεκτροπαραγωγή, που είναι κρατικό μονοπώλιο.

Βεβαίως, το πολιτικό προσωπικό του πελατειακού κράτους των 850.000 δημοσιών υπαλλήλων απήλαυσε την εξέλιξη αυτή που στηρίζετο στις «υπηρεσίες», με πρώτη την «τουριστική… βιομηχανία» (Sic) και στις «μεταβιβαστικές πληρωμές (μισθούς κι’ επιχορηγήσεις της ΕΔ) αλλ’ όταν ενέσκηψε η Πανδημία του Κινεζοϊού , η ειδυλλιακή εικόνα της γραφειοκρατικής ραστώνης και της υπερφορολόγησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ετερματίσθη.

Μετά απ’ ένα χρόνο στην εξουσία, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης στηρίζει τις ελπίδες του, για μία αναπτυξιακή ώθηση σ’ έναν… εργολάβο, με την οικοδόμηση «γειτονιών» στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Που θα φέρει κι’ άλλο κόσμον (και υπόκοσμο) στο αστυφιλικό περιβάλλον των Αθηνών και θα εντείνει την αποβιομηχάνιση.

Εν τούτοις, πολύ ενωρίτερον της Πανδημίας η καταστροφή της Ελληνικής βιομηχανίας είχε συντελεστεί. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΣΒΑ, η Ελληνική κλωστοϋφαντουργία που απασχολούσε στην δεκαετία του ’70, περί τις 200.000 εργαζομένους (έναντι της προσδοκίας απασχολήσεως 80.000 γκρουπιέρηδων, κηπουρών και σερβιτόρων στα καζίνα του Ελληνικού) εγκατελείφθη και ήδη απειλείται με εξαφάνιση, παρά το γεγονός ότι η Ελλάς είναι η μοναδική χώρα της ΕΔ που παράγει βαμβάκι.

«Αντί γύρω από το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα της χώρας», ανέφερε ο κ. Μ. Στασινόπουλος , να δημιουργηθεί μία αλυσίδα επεξεργασίας του βάμβακος και παραγωγής υφασμάτων υψηλών προδιαγραφών, τώρα γίνεται μαζική εξαγωγή του βάμβακος στην Γερμανία και επανεισαγωγή του ως τελικού προϊόντος μεγάλης προστιθεμένης αξίας.

Για να γίνει κατανοητή η συνομωσία εναντίον της εγχωρίου βιομηχανίας ας κάνουμε μίαν «υπόθεσιν εργασίας»:

Ας υποθέσουμε ότι τα καζίνα στο Χασάνι δεν είχαν χρονοτριβήσει επί δύο δεκαετίες και ήσαν σήμερα έτοιμα να λειτουργήσουν.

Ο «εγκλωβισμός» όμως του φωτεινού διδύμου Χαρδαλιά-Τσιόρδου θα τα είχε κλείσει, κατά το δόγμα «τα πάντα υποχωρούν μπροστά στην ανθρώπινη ζωή». Τι θα συνέβαινε τότε;

 Απάντηση: Θα ερχόταν ο εργολάβος και θα ζητούσε αποζημίωση απ’ το Ελληνικό δημόσιο (δηλ. τον φορολογούμενο) για τα  δύο δισ. ευρώ που λέγεται ότι θα επενδύσει στις «γειτονιές» των καζίνων.

Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Η Γερμανική εταιρία ΦΡΑΠΟΡΤ, που αγόρασε 16 Ελληνικά αεροδρόμια «μπιρ -παρά» προ τετραετίας, ζητεί τώρα αποζημίωση 175 εκατ. ευρώ από τον κ. Άδωνη Γεωργιάδη για την απώλεια των εσόδων εκ του Τουριστικού αποκλεισμού.

Εάν όμως είχαμε πραγματική «βιομηχανία» και εθνικό νόμισμα, η εγχώρια παραγωγή θα αποθεματοποιούσε το προϊόν της με δραχμικό δανεισμό (ως η ΛΟΥΦΤΑΧΑΝΣΑ με 9,5 δισ. ευρώ). Τούτο θα της επέτρεπε να επιβιώσει μέχρις ότου ευρεθεί το εμβόλιο κατά του Κινεζοϊού οπότε και θα εξήγε ακολούθως τα αποθέματα της .

Αντιθέτως, τα καζίνα άπαξ και «δεν έπαιξαν, έχασαν το τα κέρδη τους παντοτινά».

(*) Πρόκειται για το Hedging που επιτρέπει στον επενδυτή να προστατεύσει την  χρηματιστηριακή αξία είτε με το «δικαίωμα προαιρέσεως» (put-option) ή με «σορτάρισμα» της.