Στον απόηχο του κυβερνητικού φιάσκο διαχειρίσεως του επεισοδίου με το Τουρκικό ερευνητικό σκάφος ΟΡΟΥΤΣ ΡΕΗΣ , ο υπουργός εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας αφίχθη στη Ρώμη προ εβδομάδος, με σκοπό να συμφωνήσει  με την Ιταλία την χάραξη της ΑΟΖ (αυτονόμου οικονομικής ζώνης) με την γείτονα Ευρωπαϊκή χώρα – πράγμα 

εκ πρώτης όψεως «εύκολο». Λαμβανομένων υπ’ όψιν των προσφάτων εξελίξεων (Παράτυπον Τουρκο-λιβυκό μνημόνιο συνενώσεως των ΑΟΖ των δύο χωρών , παραβίαση της εκεχειρίας στην Λιβύη και αναγνώριση της κυβερνήσεως Σάραζ υπό της Ιταλικής), ο πρωθυπουργός της, Τζουζέπε Κόντε, δεν απεδείχθη και ο καλύτερος «εταίρος» μας. Αντιθέτως.

Ουδέποτε οι σχέσεις της Ελλάδος με την Ιταλία ήσαν αρμονικές - «γιατί να το κρύβουμε», ως θα έλεγε ο Κων/νος Μητσοτάκης. Το μεν από το ηγεμονικό παρελθόν της χώρας, το δε από την αίσθηση, ότι η μικρά το δέμας Ελλάς διεκδικεί μεγαλύτερο ρόλο στα διεθνή ζητήματα απ’ ό,τι επιτρέπει το γεωπολιτικό της βάρος .

Οι Ιταλοί πολιτικοί όταν δεν προβάλλουν τα οικονομικά συμφέροντα των στην εγγύς Ανατολή , υποφέρουν από σύμπλεγμα …ανωτερότητος  έναντι των Ελλήνων, ίσως διότι έγιναν εθνικό κράτος 35 χρόνια αργότερα απ’ το Ελληνικό. (Σημειώστε το,  κυρία Γιάννα).

Τόσο στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο , οπόταν η Ιταλία αν και ανήκουσα στην Αντάντ με σύμμαχο την Ελλάδα, προσεταιρίσθη τον Μουσταφά Κεμάλ, καταστροφέα του Ελληνισμού της Ιωνίας ,όσο και κατά τον δεύτερον , οπόταν ο Μουσολίνι έκαμε λάθος επιλογής «σφαίρας επιρροής» της Χιτλερικής Γερμανίας, κι’ όχι, ως ο Ιωάννης Μεταξάς, της Μεγάλης Βρετανίας, η Ιταλία δεν συμπεριεφέρθη φιλικώς προς την Ελλάδα. Μάλιστα εισέβαλε απροκαλύπτως την 28η Οκτωβρίου 1940, στην Ήπειρο. Η ήττα της προκαλεί μνησικακίες στους Ιταλιάνους  και δια το αψήφιστον της επιλογής.

Μετά την ένωση της Δωδεκανήσου το 1947 με την Ελλάδα, η Ιταλική κυβέρνηση δεν χάνει ευκαιρίαν να πλήξει τον Ελληνικό λαόν , ως κατ’ επανάληψιν έπραξε στο παράνομο Γιούρωγκρουπ, κατά την πιστωτική κρίση της Ελλάδος .Αν και η Ιταλία ευρίσκετο εις χειροτέραν μοίραν από πλευράς δημοσίου χρέους, εσώθη διά της ευνοίας του Ιταλού Μάριο Ντράγκι, προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης ενώ η Ελληνική οικονομία ουσιαστικώς κατεστράφη.

Επί κυβερνήσεως του «εθνάρχου», το 1977, έγινε το λάθος οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος Ελλάδος και Ιταλίας αλλ΄ όχι της ΑΟΖ των δύο χωρών, παρ’ ό,τι διεθνώς συμβαίνει να μη διαχωρίζονται οι δύο διευθετήσεις. Η συμφωνία επεκυρώθη από την Ελληνική βουλή στις 12 Νοεμβρίου 1988 και έδωσε την ευχέρεια τους Ιταλούς  ψαράδες να εκμεταλλεύονται το Ιόνιο και το Μυρτώον πέλαγος, καθώς ο βυθός των παρακειμένων Ελληνικών νήσων υπερβαίνει τα 200 μέτρα βάθους (όριον της υφαλοκρηπίδος πέραν των χωρικών υδάτων).

Η διπλωματική αβλεψία του «εθνάρχου» που επειγόταν να μας βάλει στην ΕΟΚ αντί πάσης θυσίας, συνεχίσθη έκτοτε κι’ από τις άλλες σοσιαλιστικές  μας κυβερνήσεις, που ελάχιστα οικόπεδα ερεύνης και εκμεταλλεύσεως εξεχώρησαν σε ξένες εταιρίες, πράγμα που θα ισοδυναμούσε με την κήρυξη της ΑΟΖ «εν τοις πράγμασι», στο Ιόνιο πέλαγος.

Σήμερα υπάρχει ανταγωνισμός Γαλλίας και Ιταλίας στην Λιβύη, αν και τελευταίως οι Ιταλοί ανησύχησαν από την εμφάνιση του χαλίφη Ερντογάν στο Λιβυκό πέλαγος και ίσως αυτό βαρύνει στην σκέψη των. Παρά τις διαβεβαιώσεις των περί συντόμου ρυθμίσεως της ΑΟΖ με την Ελλάδα , το αίτημα του κ. Δένδια  παρεπέμφθη εις τας «Ελληνικά καλένδας»(*).

Υπό τας παρούσας συνθήκας της πολιτικής αβεβαιότητος στην Ρώμη, είναι αμφίβολο αν θα υπάρξει διάθεση συντόμου διευθετήσεως της Ελληνοϊταλικής ΑΟΖ, γεγονός που θα περιόριζε την Τουρκική αυθαιρεσία εις βάρος της Ελλάδος και Αιγύπτου, με το παράνομο μνημόνιο Σάραζ-Ερντογάν.

Εν τούτοις, η Ελληνική κυβέρνηση θα ηδύνατο μ ο ν ο μ ε ρ ώ ς να κηρύξει την ΑΟΖ με την Ιταλία και να την καλέσει σε διαπραγματεύσεις. Αν είχε αντιρρήσεις θα μπορούσε να διαπραγματευθεί τις συντεταγμένες. Αν η Ιταλία διαφωνούσε, τότε η διαφορά θα παρεπέμπετο στο Δικαστήριο του ΟΗΕ στο Αμβούργο που εκδικάζει τέτοιες υποθέσεις επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου της θαλάσσης και όχι όπως το Δ. Δ. Χάγης που δικάζει κατ’ ευθυδικίαν.

(*) Ως γνωστόν , οι αρχαίοι ΄Ελληνες εστερούντο ημερολογίου και μετρούσαν τον χρόνο όχι από συστάσεως Ρώμης το 754 π.Χ. αλλά με τετραετίες από της πρώτης Ολυμπιάδος  το 777 π.Χ., αφ’ ότου δηλαδή άρχισε τηρούμενος ο κατάλογος των Ολυμπιονικών.

Διαβάστε ακόμα