με έξη καθηγητές ανά εξάωρο διδασκαλίας επί 6 ημέρες την εβδομάδα, μαθαίναμε γράμματα και μετά το 1957, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αναπτύξεως της χώρας ήταν 5% ετησίως μέχρις του 1973. Σήμερα, αντιστοίχως, με λιγότερους από 25 μαθητές στην τάξη, με 5 ώρες μάθημα επί πενθήμερον, η ανάπτυξη είναι μείον.
Βέβαια, γι’ αυτό ευθύνεται το ευρώ και η χρεωκοπία που μας έφερε το πολιτικό προσωπικό της χώρας αλλά οι νομπελίστες Μπανερίτζι, Κρέμερ και ;Eστερ Ντυφλό έπρεπε να κάνουν τα πειράματα στη χώρα μας, ποιός ευθύνεται για την φτώχεια.
Έχουν δίκηο όταν συμπεραίνουν ότι η βοήθεια των παιδιών στις καθυστερημένες οικονομικώς χώρες , χρειάζεται πρώτα δημοσία υγεία και δεύτερον καλή παιδεία. Για την πρώτη υπέδειξαν την προληπτική ιατρική (εμβόλια;), λιτή αλλά καλή διατροφή και για την εκπαίδευση, την αύξηση της χρηματοδοτήσεως των κυβερνήσεων. Όχι με δωρεάν βιβλία και γεύματα στο σχολείο - αυτά τρέφουν τους αριστερούς αντιγραφείς και τα Catering, παρά ξεστραβώνουν τους μαθητές, που πάνε στα φροντιστήρια στη χώρας των «καθηγητών» για τις εισαγωγικές στα ΑΕΙ και μετά περιπίπτουν εις χειμερία νάρκη.
Όμως , αυτά δεν αρκούν για να ξεφύγουν οι χώρες από την υπανάπτυξη:΄Όπως απέδειξε ο σοβαρός οικονομολόγος Τ.W.Shots, επιβάλλεται η επένδυση στην Γεωργία και ακολούθως στην Μεταποίηση, για να διατηρηθεί η κοινωνική ανάπτυξη αλλ’ αμφότερα υπονομεύει η ένταξη της χώρας μας στα καρτέλ των ευρωπαίων παραγωγών ενώ οι Ελληνικές αγροτικές οικογένειες τελευταίως αποφεύγουν να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. (γιατί άραγε;)
Εκεί όμως που έκανε λάθος η νομπελίστ μαντάμ Ντυφλό, χαρακτηρίζοντας «καρικατούρες τους πτωχούς όταν ακόμη και οι άνθρωποι που προσπαθούν να βοηθήσουν δεν καταλαβαίνουν πραγματικά τα αίτια των προβλημάτων τους.»
Η φτώχεια δεν είναι πρόβλημα αλλά εφαλτήριο για την καλώς εννοούμενη ευημερία. Ζήτημα δεν είναι αν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτου αποκτήσουν ΒΜW – αυτό είναι «καλό» μόνο για την Γερμανική βιομηχανία και απόλυτο κακό για τον πλανήτη, ακόμη κι’ αν πάμε στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Επιθυμητή για όλους είν’ η ανθρώπινη στέγαση, η υγιεινή διατροφή και η δημοσία περίθαλψη των αναξιοπαθούντων σε μια κοινωνία συνοχής – απαιτήσεις δύσκολες αλλά όχι ανέφικτες με μία καλή ηγεσία.
Αλλά γιατί η Σουηδική ακαδημία επέλεξε ως θέμα την μακροοικονομική θεώρηση της φτώχειας; Μήπως από τύψεις ή επειδή η Οικονομική εξήντλησε όλα τα θέματα , όταν δεν μπορεί ν’ αποφασίσει ακόμη αν τα αρνητικά επιτόκια είναι βλαβερά (βλάπτουν την αποταμίευση άνευ της οποίας η επένδυση είναι «πληθωριστική» όταν προέρχεται από Τραπεζικές πιστώσεις).
«Αν ο πλούτος μοιραστεί στα ίσια , κανένας ούτε τέχνη ούτε σοφία απ’ τους ανθρώπους δεν θέλει ν’ ασχοληθεί. Και σαν αφανιστούν αυτά τα δύο, ποιος θα θελήσει πιά χαλκιάς να γίνη, πλοία να επανδρώσει, ράφτης νάναι ή να οργώσει την γη και τον καρπό να μαζώνει της Αγίας Δήμητρας, αν μπορεί να ζη μ’ αργία και να μην νοιάζεται για όλα αυτά τα έργα» μας λέγει η Πενία στον «Πλούτο» τους Αριστοφάνους (μετάφραση Μ.Αυγέρη).
Άλλο φτώχεια κι’ άλλο ζητιανιά, φίλτατοι Σουηδοί. « Ο ζητιάνος τίποτα δεν έχει ενώ ο φτωχός εργάζεται και ζεί μ’ οικονομία, τίποτε δεν περισσεύει αλλά τίποτε δεν στερείται». (Αυτόθι)