Η τεσσαρακοστή επέτειος από της υπογραφής της συμφωνίας προσχωρήσεως της Ελλάδος στην (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση πέρασε σεμνοτύφως απαρατήρητη. Ίσως εξαιτίας των αισθημάτων απογοητεύσεως του Ελληνικού λαού από την συμπεριφορά των «εταίρων» του 

στην εν τω μεταξύ γιγαντωθείσα Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ενδεχομένως από την συνήθη οίηση υπό το πρόσχημα της μεγάλης προσφοράς της στην Ελληνική οικονομία…Πράγματι, όπως έγραψε προχθές ο κ. Σπύρος Ρεπούσης στο «πόρταλ», οι εισροές χρημάτων στην Ελλάδα από την ΕΕ ανήλθαν στο δυσθεώρητο ποσόν των 161,9 δις. ευρώ από της εντάξεως μέχρις πέρυσι , εκ των οποίων 83,7 δις. ευρώ οι επιδοτήσεις στον αγροτικό μας τομέα και 17,9 δις. ευρώ η συμμετοχή της ΕΕ στην κατασκευή έργων οδοποιίας.

Θα προσέθετα επίσης σημαντικά ποσά δανειακού κεφαλαίου που προήλθαν υπό την υπονοουμένη «εγγύηση» της ιδιότητος του μέλους της ΕΕ αλλ’ αυτό είναι μία άλλη θλιβερά ιστορία του ευρώ.

Με τέτοια πρωτοφανή εισροή κεφαλαίων είναι απορίας άξιον πώς η Ελλάς δεν κατέστη πλουσιωτέρα της… Ελβετίας αλλ’ αντιθέτως διέρχεται σήμερα από την χειροτέρα μεταπολεμικώς ύφεση της οικονομίας της και μέγα μέρος του πληθυσμού από, πρωτόγνωρη για ειρηνική περίοδο, δυσημερία, ανεργία και δημογραφική κρίση.

Μία πρώτη -εύκολη- απάντηση είναι ότι η αντιφατικότητα  οφείλεται στην κακοδιαχείριση των σχετικών κονδυλίων , υπό των εκάστοτε Ελληνικών κυβερνήσεων, που αν εξαιρέσει κανείς την απόκτηση δευτέρας κατοικίας και ΙΧ αυτοκινήτου υπό των  νοικοκυριών , δεν επέτρεψαν την επένδυση άνω των 300 δις. ευρώ στην παραγωγικές υποδομές , που θα εξασφάλιζαν στον πληθυσμό αύξηση , απασχόληση και υπέρβαση κάθε περιόδου υφέσεως, όπως σε άλλες όμοιες Ευρωπαϊκές χώρες (πχ. Ιρλανδία, Κύπρος, Πολωνία κλπ).

Αν και η ερμηνεία αυτή έχει μεγάλην δόσιν αληθείας – το όντι οι εκάστοτε μεταενταξιακές κυβερνήσεις , πλήν εκείνης του Γιώργου Ράλλη (1979-81) , ενδιαφέρθησαν περισσότερο με την διανομή  των κεφαλαίων της ΕΕ στους οπαδούς ,ψηφοφόρους και συγγενείς των , παρά για την χρήση των , προς εξυγίανση και ανάπτυξη της Οικονομίας.

Εν τούτοις ,είναι τόσον μεγάλη η μεταβίβαση των κοινοτικών κεφαλαίων σε μία μικρή οικονομία ως η Ελληνική , που ακόμη και χωρίς χρηστή διαχείριση των κάτι θα είχε απομείνει ως αναπτυξιακώς ορατό , πλήν των αυτοκινητοδρόμων που κι’ αυτοί εκποιήθησαν πολύ κάτω του δημοσίου κόστους των , σε ιδιώτες.

Αντιθέτως ,από της εντάξεως στην ΕΕ , η Ελληνική Γεωργία σχεδόν εκμηδενίσθη , η Βιομηχανία  εξηφανίσθη και οι Υπηρεσίες έμειναν στάσιμες και αναποτελεσματικές (ιδίως του δημοσίου) με μόνη αύξηση του Τουρισμού , ο οποίος έφθασε να αντιπροσωπεύει το τέταρτον του εθνικού προϊόντος και εξ αιτίας της πτώσεως του ΑΕΠ κατά 25% από του έτους 2010 μέχρις πέρυσι.

΄Άλλο συνεπώς πρέπει να είναι το αίτιον της συρρικνώσεως της Ελληνικής οικονομίας. Από του πρώτου έτους της εντάξεως , ο προηγούμενος σχετικώς υψηλός ρυθμός αναπτύξεως , 5% μέση ετησία αύξηση περιόδου 1974-78 (*) υπεχώρησε ακολούθως κάτω του ημίσεως και μετά από μία παροδική έξαρση την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 , μετεβλήθη σε αρνητικό ποσοστό με την χρηματοπιστωτική κρίση.

Δεν είναι συνεπώς μόνον η εσφαλμένη συνταγή του ΔΝΤ κατά τον οικονομολόγο διευθυντή του Ολιβιέρ Μπλανσάρ που απέτυχε παταγωδώς την έξοδο της χώρας από την πιστωτική κρίση , όσον η εξ υπαρχής λανθασμένη συμφωνία εντάξεως.

 Όπως έλεγε προφητικώς ο αείμνηστος Παναγιώτης Τζαννετάκης , με τον δασμολογικό πλήρη αφοπλισμό θα εξαφανίζετο η μικρά Ελληνική βιομηχανία , με τις στοχευμένες αγροτικές επιχορηγήσεις θα καταστρέφοντο ολόκληροι τομείς της πρωτογενούς παραγωγής (πχ. η σιτάρκεια , η καπνοκαλλιέργεια κλπ) και με την άναρχη Τουριστική επέκταση θα αλλοιώνοντο οι ακτές της χώρας.

Άρα ήταν εγγενής η πτώση της Ελληνικής παραγωγής με την προσχώρηση της στην «ΕΟΚ». Αυτό επεδιώκετο με την συμφωνία του 1979.Οι Γερμανοί δεν ήθελαν τη Ελληνική βιομηχανία να τους ανταγωνίζεται (στην χαλυβουργεία, τσιμεντοβιομηχανία, ναυπηγεία κλπ). Οι Γάλλοι και Ολλανδοί στην παραγωγή κρέατος και γάλακτος .Οι Ιταλοί  στα τρόφιμα. Οι Ισπανοί στα επώνυμα ρούχα και όλοι μαζί έβλεπαν την Ελληνική αγορά ως προσοδοφόρο για την πώληση των αυτοκινήτων των.

Ήλθεν εν συνεχεία και η πιστωτική κρίση και οι ζηλόφθονές «εταίροι» μας πήραν πίσω όχι μόνο τις μετενταξιακές χορηγίες αλλά και τις μεταπολεμικές κατακτήσεις του Ελληνικού λαού , όπως το ανεπτυγμένο Τραπεζικό σύστημα και η φθήνεια της εγχωρίου αγοράς, της δραχμής , που επιμέριζε την ευημερία μεταξύ των διαφόρων τάξεων και υπέρ των συνταξιούχων.

Σήμερα , ο νέος στόχο των Ευρωπαϊκών «θεσμών» είναι το ξεπούλημα της Ελληνικής ιδιοκτησίας από των ναυπηγείων , αεροδρομίων και των υδροηλεκτρικών έργων μέχρις της εξοχικής κατοικίας των Ελλήνων – εξ ού και ο «συμπληρωματικός φόρος» που επεβλήθη το 2012 στον δημευτικό ΕΝΦΙΑ.

Η παραμονή της χώρας μέσα στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, με δημόσιον χρέος άνω των 200 δις. ευρώ , με πρωτογενή πλεονάσματα υπέρ των πιστωτών κυβερνήσεων 3,5-2,5% του ΑΕΠ μέχρις του 2060 και με ανυπαρξία αξιοπίστου Τραπεζικού συστήματος είναι αδιέξοδος.

Αν είναι σωστός ο ισχυρισμός του υποψηφίου για την ηγεσία του Βρεταννικού Συντηρητικού κόμματος , Μπόρις Τζόνσον ότι η χώρα του θα εξοικονομούσε 350 εκατομμύρια στερλίνες την εβδομάδα εάν έφευγε από την Ευρωπαϊκή Ένωση , θα άξιζε η σύνταξη και μιας «Λευκής Βίβλου» (**) δια το πόσα έχασε  Ελληνικός λαός μέσα στην ετεροβαρή σχέση του με την «ενωμένη» Ευρώπη.

------

(*) Βλ.σχ. Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ υπό Ν.Τσώρη , Κ.Χρηστίδη, Κ.Κόλμερ ,έκδοση ΚΠΕΕ 1980.

(**) «Λευκή Βίβλος» συντάσσεται στον Αγγλοσαξωνικό χώρο για ν’ αποτιμήσει το κόστος και την ωφέλεια από μία δημοσία επιλογή.

         

Διαβάστε ακόμα