Σήμερα το πρωί, για πρώτη φορά εδώ και τέσσερις εβδομάδες, η τιμή του Brent, του διεθνούς benchmark, υποχώρησε κάτω από τα $70 το βαρέλι στις aσιατικές αγορές, με απώλειες 2,1% και με μηνιαία συμβόλαια να αλλάζουν χέρια στα $69,45 το βαρέλι. Ανάλογη είναι και η συμπεριφορά της αμερικανικής ποικιλίας WTI, η οποία σημείωνε και αυτή απώλειες κατά 2,18%, με την τρέχουσα τιμή στα $ 60,59 το βαρέλι.
Ενδεικτικό της υψηλής μεταβλητότητας που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των πετρελαϊκών τιμών στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων το τελευταίο διάστημα είναι ότι από τα $65,0 το βαρέλι που ήταν η τιμή του Brent στις αρχές Μαρτίου, αυτή σταδιακά ανέβηκε $72,0 στις 19/4 για να εκτοξευθεί κατά $2,5 εντός μιας μόνο ημέρας στις 22/4, μόλις έγινε γνωστή η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ περί μη ανανέωσης των εξαιρέσεων 8 κρατών εισαγωγέων ιρανικού πετρελαίου από τις αμερικανικές κυρώσεις που είχαν επιβληθεί προ εξαμήνου. Στη συνέχεια από τα $75,5 που έφθασε η τιμή του Brent στις 23/4, αυτή έπεσε στα $ 71,5 στις 25/4 για να οδηγηθεί τρεις ημέρες αργότερα στα $$72,80 και εν συνέχεια να κάνει βουτιά στα $70 στις 2/5 και αμέσως μετά να σημειώσει άνοδο στα $71,4 στις 3/5. Το Σαββατοκύριακο που πέρασε και υπό την επιρροή αρνητικών ειδήσεων ενόψει μιας πιθανής νέας αύξησης δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ, οι πετρελαϊκές τιμές σημείωσαν εκ νέου πτώση για να φθάσουν στα $69,40 το βαρέλι για το Brent στο ICE του Λονδίνου.
Πορεία των τιμών του Brent στο ICE του Λονδίνου τον τελευταίο μήνα
Ιράν, Βενεζουέλα, Λιβύη και Νιγηρία είναι οι χώρες -όλες μέλη του OPEC- που, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, μειώνουν συνεχώς την πετρελαϊκή τους παραγωγή τις τελευταίες εβδομάδες, με άμεσο αντίκτυπο τον περιορισμό των εξαγωγών τους, αφαιρώντας ποσότητες της τάξης του 1,0 - 1,2 εκατ. βαρελιών την ημέρα από τη διεθνή αγορά. Ως να μην έφτανε αυτό, την περασμένη εβδομάδα η Ρωσία ανακοίνωσε ότι διαπίστωσε μόλυνση του αργού πετρελαίου που μεταφέρει μέσω αγωγών σε διυλιστήρια της Δυτικής Ευρώπης, με αποτέλεσμα την προσωρινή παύση των μεταφορών, κάτι που θα επηρεάσει ποσότητες της τάξης του 1,5 εκατ. βαρελιών την ημέρα για τον επόμενο μήνα, περίοδος που κρίνεται απαραίτητη για τον καθαρισμό των αγωγών και την αντικατάσταση του διερχόμενου μέσω αυτών αργού. Στους ανωτέρω περιοριστικούς για την παγκόσμιο πετρελαϊκή προμήθεια παράγοντες θα πρέπει να προσθέσουμε την οργανωμένη μείωση της παραγωγής από τις χώρες του OPEC μετά την απόφαση του καρτέλ τον περασμένο Δεκέμβριο στη Βιέννη για συνολική μείωση κατά 1,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα, με επιπλέον 0,6 εκατ. βαρέλια από ομάδα συμμαχικών χωρών οδηγούμενων από τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης της παγκόσμιας αγοράς και συνεπακόλουθης ανόδου των τιμών, οι οποίες, να θυμίσουμε, στα τέλη Δεκεμβρίου είχαν κατακρημνισθεί κάτω των $50 το βαρέλι.
Και ενώ θα περίμενε κάποιος ότι ενόψει μειούμενης παραγωγής και αφθονίας γεωπολιτικών κινδύνων και με την παγκόσμιο ζήτηση αυξανόμενη -σήμερα έχει φθάσει σε ιστορικό υψηλό στα 100,4 εκατ. βαρελιών/ ημέρα- οι τιμές του αργού θα συνέχιζαν την ανοδική τους πορεία -ή τέλος πάντων δε θα υποχωρούσαν από τα επίπεδα των $75 που είχαν φθάσει προ του Πάσχα των Ορθοδόξων- αυτές απεναντίας παρουσιάζουν ισχυρή τάση αποκλιμάκωσης. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν εν μέρει στην κεφαλαιοποίηση κερδών (profit taking) απο μεγάλη μερίδα traders πριν λίγες ημέρες, στην απρόσμενη αύξηση των αμερικανικών αποθεμάτων, στη σταθερή αύξηση της αμερικανικής παραγωγής αργού που έχει ξεπεράσει πλέον τα 12,0 εκατ. βαρέλια και στις εντεινόμενες πληροφορίες για μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στο μεταξύ τους εμπορικό πόλεμο.
Όμως, μια απλή ανάλυση των θεμελιωδών της αγοράς μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αργά ή γρήγορα το παρατηρούμενο σήμερα έλλειμμα μεταξύ παραγωγής και ζήτησης στην παγκόσμιο αγορά, που ανεξάρτητοι αναλυτές το τοποθετούν στα 0,6 με 0,8 εκατ. βαρέλια, σε συνδυασμό με την τάση μείωσης των αποθεμάτων του ΟΟΣΑ που σήμερα εμφανίζονται μειωμένα κατά 1,1 ημέρα στις 60,6 ημέρες (στα 2,871 εκατ. βαρέλια), θα οδηγήσει σε ανάκαμψη των τιμών. Με τη διαπίστωση αυτή να ενισχύεται από τη στάση της Σαουδικής Αραβίας, της μεγαλύτερης πετρελαιοεξαγωγού χώρας του κόσμου, η οποία δε φαίνεται διατεθειμένη να παίξει το παιχνίδι του Ντόναλντ Τραμπ για αύξηση της παραγωγής της, αποβλέποντας σε αποκλιμάκωση των τιμών προς όφελος των Αμερικανών καταναλωτών και ψηφοφόρων του Αμερικανού προέδρου.