Πρώτον, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα το δεχτεί η ευρωπαϊκή διεύθυνση ανταγωνισμού (DGcomp) ή θα το απορρίψει ως κρατική εγγύηση, ενώ, ήδη, ο κεντρικός δανειστής μας (ο ESM) εξέφρασε τη δυσφορία του. Δεύτερο, κι αν ακόμα συμφωνούσαν, θα είναι μια ακανθώδης, πολύμηνη διαδικασία. Τρίτον, πιστεύω ότι θα ήταν πάρα πολύ άδικο για να γίνει πράξη, να επιβαρυνθεί ο φορολογούμενος επειδή οι τράπεζες δεν κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό δεν πρέπει να ευλογείται, όπως αντικειμενικά προτείνει το ΤΧΣ, ούτε να συνεχίζεται.
Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα; Πρώτη, να διατηρηθεί σταθερό το μακροοικονομικό περιβάλλον. Σε αυτό συμβάλλει η άρση της αβεβαιότητας για τον προϋπολογισμό 2019, ο οποίος τελικά κλείνει εντός του μηνός, καθώς συμφωνήθηκε να μην περικοπούν οι συντάξεις των προ του 2016 συνταξιούχων. Δεύτερη (η δύσκολη και πραγματικά σημαντική), να υπάρξει οικονομική μεγέθυνση, επενδύσεις και κατανάλωση λόγω νέων θέσεων εργασίας. Ετσι θα ανέβουν οι αξίες των δανείων αφενός και θα πρασινίσουν κόκκινα δάνεια, αφετέρου. Τρίτη, να ξαναβγεί το Δημόσιο στις αγορές, όπερ θα διευκολύνει και τις τράπεζες να δανειστούν. Δεν χρειάζεται το Δημόσιο να δανειστεί για 10ετία. Μπορεί να δανείζεται για μικρότερες διάρκειες, σε συνάρτηση με το εκάστοτε κόστος αναχρηματοδότησης –παράδειγμα, δανειζόμενο για 2ετία ή 3ετία μπορεί να αποπληρώνει δάνεια του ΔΝΤ, τα οποία μας κοστίζουν 4%.
Τέταρτη, να αφυπνιστούν οι τράπεζες – που έχουν ξεχάσει να βιάζονται. Να τελειώνουν τα χατίρια σε πλούσιους υπερδανεισμένους και τα «στραβά μάτια» σε φαινόμενα λεηλασίας επιχειρήσεων. Να ανασυνταχτούν, να μειώσουν τα κόστη τους, να σχεδιάσουν το μέλλον τους στην ψηφιακή εποχή, να αναζητήσουν υγιείς, δυναμικές επιχειρήσεις και να τις βοηθήσουν να μεγαλώσουν και να βγουν στις αγορές με συμβουλευτικές υπηρεσίες και με σύνθετα χρηματοδοτικά προϊόντα. Να ασκήσουν ενεργητική πολιτική – όχι να επαναπαύονται στον θρόνο τους. Αν δεν το κάνουν, τον λόγο πρέπει να έχουν οι μέτοχοι. Ιδιώτες ή κράτος. Αμεσα. Η τύχη της χώρας δεν μπορεί να εξαρτάται από τη νωχέλεια των τραπεζών.
(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)