H συζήτηση περί της βιομηχανίας στην Ελλάδα συγχέεται συχνά με το ερώτημα κατά πόσον μπορεί να υπάρξει βιομηχανία ικανή να ανταγωνιστεί στο εξωτερικό, δεδομένου του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς. Ετσι, η πραγματικότητα των οικονομιών κλίμακας που παρατηρούνται σε βιομηχανικές επιχειρήσεις που βασίζονται σε υψηλής ζήτησης εγχώριες αγορές περιορίζει σημαντικά τη συζήτηση για τα προαπαιτούμενα ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας.

Η εγχώρια αγορά είναι σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας για ορισμένους κλάδους της μεταποίησης, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Οι λόγοι δεν είναι πάντοτε ευθέως συνδεδεμένοι με το κόστος παραγωγής, ούτε και με την υψηλή ζήτηση, αφού παράγοντες όπως η διασύνδεση επιχειρήσεων με ερευνητικά κέντρα ή η ύπαρξη τοπικών εξειδικευμένων υπεργολάβων μπορούν να υποστηρίξουν αποφασιστικά μεταποιητικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Από την άλλη, προϊόντα χαμηλής σχετικά προστιθέμενης αξίας, και άρα άμεσα επηρεαζόμενα από το κόστος παραγωγής, μπορούν να επιτύχουν παραγωγή μεγάλης κλίμακας, χωρίς να βασίζονται απαραίτητα σε εγχώριες αγορές υψηλής ζήτησης, δεδομένου, όμως, ότι τα άμεσα έξοδα πωλήσεων, όπως οι ναύλοι, δεν αποτελούν σημαντικό ποσοστό της τελικής τιμής πώλησης. Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς και η πορεία της εγχώριας ζήτησης επηρεάζουν την πορεία των βιομηχανικών επιχειρήσεων, και μάλιστα σε επίπεδο αποτελεσμάτων, αλλά δεν αποτελούν τους πιο βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της εξέλιξής τους, και ειδικά των επενδύσεων που αναλαμβάνουν για το μέλλον. Οι επενδύσεις στη βιομηχανία βασίζονται στην ενδελεχή μελέτη πολλών μεταβλητών που σχετίζονται με το εξωτερικό περιβάλλον των επιχειρήσεων, και μάλιστα με πολυετή προοπτική και η εγχώρια ζήτηση είναι μόνο μία εξ αυτών.

Σύμφωνα με το δελτίο οικονομικής ανάλυσης που εξέδωσε πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα (τεύχος Μαΐου 2018), η ελληνική βιομηχανία ακολούθησε πορεία συρρίκνωσης από το 2010 έως και το 2015, με μειούμενη επενδυτική ένταση και βαθμό χρήσης της παραγωγικής δυναμικότητας (capacity utilization). Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, ακολουθώντας το κατώτατο σημείο του 2015 με επενδυτική ένταση 8% και παραγωγική χρήση 64%, η βιομηχανία ακολουθεί ανοδική πορεία με επενδυτική ένταση 11% και παραγωγική χρήση που ανήλθε στο 68% το 2017. Επίσης, κατά την ίδια περίοδο, παρατηρείται αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής (4% κ.μ.ό.), σημαντική αύξηση των εξαγωγών (5,7% κ.μ.ό.) και μικρή αλλά ενδεικτική αύξηση του μεριδίου αγοράς της Ελλάδος στις διεθνείς αγορές κατά 3%. Επιπροσθέτως, φέτος σημειώνεται άνοδος του δείκτη εμπιστοσύνης στη βιομηχανία κατά 6 μονάδες. Δεδομένου ότι διαφαίνεται εδώ και καιρό αύξηση της εγχώριας ζήτησης έπειτα από αρκετά χρόνια καθίζησης σε όλους τους επιχειρηματικούς κλάδους, η μελέτη συμπεραίνει ότι ο βαθμός χρήσης της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής βιομηχανίας μπορεί να ανέλθει σε ποσοστά της τάξεως του 73-76% εντός της επομένης 5ετίας, προσεγγίζοντας τα προ κρίσεως επίπεδα (77% κ.μ.ό. την περίοδο 2000-2008).

Λαμβάνοντας υπόψη την κατακόρυφη αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους των επιχειρήσεων, τα προβλήματα ρευστότητας που προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα της πιστωτικής αντιμετώπισης εκ μέρους των ξένων προμηθευτών, τις επισφάλειες που ανέκυψαν στην εγχώρια αγορά, τις επιπτώσεις στη φήμη των ελληνικών επιχειρήσεων λόγω κινδύνου χώρας (country risk), την αύξηση του κόστους ενέργειας και την ύπαρξη θεσμικών αντικινήτρων στην επιχειρηματικότητα, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η ελληνική βιομηχανία επέδειξε ανθεκτικότητα σε σχέση με τους εξωτερικούς παράγοντες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια, χωρίς να κλονισθεί σε μη αναστρέψιμη κλίμακα, εξαιτίας της σημαντικής πτώσης της εγχώριας ζήτησης, η οποία σε κλάδους όπως αυτός των δομικών υλικών έφθασε στα όρια της κατάρρευσης. Οι θετικές προοπτικές όσον αφορά την εγχώρια ζήτηση υποστηρίζουν την ανάληψη επενδυτικών αποφάσεων, αλλά δεν αρκούν για να αυξήσουν τον βαθμό χρησιμοποίησης της παραγωγικής δυναμικότητας, δεδομένου ότι οι περισσότερες πλέον ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, και σίγουρα οι μεγαλύτερες, είναι εξωστρεφείς και στηρίζονται στις διεθνείς αγορές για την αύξηση της παραγωγής τους. Κλάδοι όπως αυτός της φαρμακοβιομηχανίας αυξάνουν σημαντικά το ποσοστό των εξαγωγών τους, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ισραήλ, το οποίο είναι από τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγούς γενοσήμων φαρμάκων παγκοσμίως.

Η πορεία της επενδυτικής ανάκαμψης και βελτίωσης των αποτελεσμάτων που έχει αρχίσει να παρατηρείται στη βιομηχανία δεν μπορεί παρά να αποτελεί πρόσθετο παράγοντα υποστήριξής της. Η εμπειρία της ανθεκτικότητας της βιομηχανίας σε συνθήκες αρνητικού εξωτερικού περιβάλλοντος και ραγδαίας συρρίκνωσης της εγχώριας ζήτησης αποδεικνύει ότι το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς δεν είναι αποκλειστικός παράγοντας επιτυχίας της. Αρα, ό,τι συνδέεται με αυτήν ως εμπόδιο ή αντικίνητρο, όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι χρονοβόρες αδειοδοτήσεις, πρέπει να εξαλειφθεί εφόσον επιθυμούμε τη μεγέθυνσή της ως τομέα της εθνικής μας οικονομίας.

 

* Ο Π. Λώλος είναι μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη.

 

(«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)