Στην παρούσα φάση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό ζήτημα, η ελλαδική κυβέρνηση έχει θέσει σε προτεραιότητα την κατάργηση των εγγυητικών και των συνακόλουθων επεμβατικών δικαιωμάτων στη νήσο. Την πολιτική αυτή φαίνεται να ενισχύει και η πιθανότητα συναίνεσης στην πιο πάνω θέση της βρετανικής κυβέρνησης. Ως αποδεικτικό της πίεσης, την οποία δέχεται η τουρκική κυβέρνηση αναφέρεται το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, η Άγκυρα είναι διατεθειμένη, να διεξάγει ουσιαστικές συζητήσεις για το ζήτημα των εγγυήσεων

Στην παρούσα φάση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό ζήτημα, η ελλαδική κυβέρνηση έχει θέσει σε προτεραιότητα την κατάργηση των εγγυητικών και των συνακόλουθων επεμβατικών δικαιωμάτων στη νήσο. Την πολιτική αυτή φαίνεται να ενισχύει και η πιθανότητα συναίνεσης στην πιο πάνω θέση της βρετανικής κυβέρνησης. Ως αποδεικτικό της πίεσης, την οποία δέχεται η τουρκική κυβέρνηση αναφέρεται το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, η Άγκυρα είναι διατεθειμένη, να διεξάγει ουσιαστικές συζητήσεις  για το ζήτημα των εγγυήσεων.

Η ανάδειξη  των εγγυήσεων, αναμφισβήτητα, αποτελεί κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα, από τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία θέλει να καταδείξει την ενοχή και τις διεθνείς ευθύνες της Τουρκίας από την καταπάτηση των όρων των συμφωνιών του 1959-1960.Καλώς η ελλαδική πλευρά το αναδεικνύει, αλλά η διζωνικότητα και ο σφικτός εναγκαλισμός των Τουρκοκυπρίων και του σχεδιαζόμενου κράτους από την Άγκυρα έχει τις ίδιες, αν όχι χειρότερες,  συνέπειες.

Αναφέρεται επίσης ότι, ύστερα από χρόνια, το κατοχικό καθεστώς δέχτηκε να παραδώσει χάρτη αλλά αυτό, απλά, επιβεβαίωσε την αδιαλλαξία του, απαιτώντας, περίπου, το 29.2% του εδάφους της κυπριακής νήσου να περιλαμβάνεται στην υπό σύσταση τουρκοκυπριακή πολιτεία αφήνοντας έξω την πόλη της Μόρφου, με την τουρκοκυπριακή πολιτεία να διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος της ακτογραμμής (55%) και με τον αριθμό των Ελληνοκύπριων προσφύγων με δικαίωμα επιστροφής να είναι 55.000.[1] Το γεγονός ότι το κατοχικό καθεστώς δέχτηκε να καταθέσει ένα χάρτη δεν συνεπάγεται ότι υιοθέτησε πιο διαλλακτικές θέσεις. Αντίθετα, κατέδειξε στη διεθνή κοινή γνώμη, με τον πλέον επίσημο τρόπο τις αξιώσεις του, οι οποίες έγιναν, σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν αποδεκτές αναφορικά με την έκταση, από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Από τη στιγμή κατά την οποία η ελληνοκυπριακή πλευρά, μέσω του δικού της χάρτη, αποδέχεται ότι το ποσοστό που θα αναλογεί στην τουρκοκυπριακή πολιτεία δεν θα πέσει κάτω από 28.2% παύει να υπάρχει διαπραγμάτευση για την έκταση της κάθε πολιτείας και πλέον η συζήτηση θα περιοριστεί σε ποιες περιοχές θα υπάρξει η εδαφική αναπροσαρμογή, όπως ονομάζεται η επίσημη αποκήρυξη – σε περίπτωση συμφωνίας – εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας του  1/3 του εδάφους της και η αποδοχή των τετελεσμένων της κατοχής. Υπενθυμίζεται ότι  ως διακηρυγμένος στόχος της ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας, τις τέσσερις και πλέον δεκαετίες των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων, παρουσιάζονταν η άρση των τετελεσμένων της  τουρκικής εισβολής και κατοχής… Χαρακτηριστική του μεγέθους των υποχωρήσεων αποτελεί η παραδοχή του Προέδρου κ. Αναστασιάδη, σε τηλεοπτική συνέντευξη, του γεγονότος της παραμονής, με τον έναν  ή  τον άλλον τρόπο, όλων των εποίκων μετά από μια υποθετική συμφωνία.[2] Ανάλογα και στην περίπτωση των εγγυήσεων, η όποια διάθεση για συζήτηση δεν σημαίνει διάθεση για αλλαγή αλλά για νέο διακανονισμό που να εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό γιατί ο παλαιός, ίσως, να εξάντλησε τη χρησιμότητά του.

Η έμφαση στις εγγυήσεις, χρήσιμη όπως προαναφέρθηκε, τείνει να υποτιμά τον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων εδαφών από την Άγκυρα. Η επιθυμία της τελευταίας είναι και επιθυμία των Τουρκοκυπρίων/εποίκων. Είτε μέσω των εγγυήσεων, είτε μέσω της εσωτερικής διάρθρωσης του εκκολαπτόμενου κράτους, η Τουρκία επιθυμεί τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Αποτελεί ψευδαίσθηση η σκέψη πως αν αλλάξουν οι πρόνοιες των εγγυήσεων, με κάποιον τρόπο (μορφή όχι ουσιαστικό περιεχόμενο διότι αποτελεί διαχρονική τουρκική στοχοθεσία ο έλεγχος της νήσου),   τότε θα επέλθει και η λύση του Κυπριακού Προβλήματος.

Άλλωστε η έμφαση στα αποικιακού χαρακτήρα εγγυητικά δικαιώματα,  βρίσκεται σε αρμονία με την αριστερή ρητορική του μεγαλύτερου κυβερνητικού εταίρου της ελλαδικής κυβέρνησης, προσδίδοντας στον τελευταίο δάφνες διεθνιστικών αγώνων, όχι αρκετών πάντως για να αποσείσει την εικόνα πλήρους συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των δανειστών της χώρας.

Η προσέγγιση τούτη  – έμφαση στις εγγυήσεις – αποπειράται να ακυρώσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό στη διεθνή του διάσταση (η Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη), αλλά αδυνατεί να κατανοήσει – βοηθούσης και της μεσσιανικής διεθνιστικής πίστης στη δύναμη συμβίωσης διαφορετικών εθνών και θρησκειών εντός του ίδιου κράτους –  την έκφραση του στην εσωτερική διάρθρωση του εκκολαπτόμενου κράτους υπό τη μορφή της διζωνικής δικοινοτικής (συν)ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, αλλά και το βαθμό εξασφάλισης, μέσω αυτής της ρύθμισης, θεμελιωδών δικαιωμάτων των αυτοχθόνων Ελλήνων της Κύπρου.

Σαφέστατος ο Ελλαδίτης Υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς σε πρόσφατες συνεντεύξεις του. Στην τηλεόραση του Euronews, στις 16 Ιανουαρίου, σημείωσε πως για την ελληνική κυβέρνηση μια λύση θα σημαίνει « μέγιστα δικαιώματα για τους Τουρκοκύπριους και το μέγιστο αίσθημα ασφάλειας για τους Ελληνοκύπριους».[3]  Επίσης, λίγες ημέρες αργότερα, στις  21 Ιανουαρίου, στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων DPA, τόνισε πως « και οι δύο εθνικές ομάδες θα έχουν ίσα δικαιώματα». Πιο αποκαλυπτικά, σημείωσε ότι « οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν πλήρη πολιτική ισότητα . Θα έχουν δικαίωμα βέτο σε όλα τα σημαντικά ζητήματα. Και το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποτελείται από τέσσερεις δικαστές από κάθε εθνική ομάδα».[4]

Σαφέστατος και ο εκπρόσωπος του κατοχικού καθεστώτος κ. Ακιντζί. Αναφερόμενος στη μορφή της λύσης και τη θέση του ψευδοκράτους εντός αυτής, τόνισε, στις αρχές Σεπτεμβρίου 2015: « πρόκειται για μια δομή [κατεχόμενες περιοχές] που θα αλλάξει  και θα μετατραπεί σε συνιστώσα πολιτεία, όπως και η δομή [Κυπριακή Δημοκρατία] που διοικείται τώρα  από τους Ελληνοκύπριους. Από αυτές τις δύο συνιστώσες πολιτείες θα δημιουργηθεί ένας ομοσπονδιακός συνεταιρισμός». Επίσης, « μιλούμε για μια νέα δομή που θα δημιουργηθεί στη βάση της πολιτικής ισότητας. Με καλή πρόθεση αυτό αναζητούμε. Κατά τους Ελληνοκύπριους, αλλάζει δομή η Κυπριακή Δημοκρατία. Κατ’ εμάς δημιουργείται μία νέα δομή».[5]

Η εποικοδομητική ασάφεια επιστρατεύεται, για να καλύψει το γεγονός ότι δεν υφίσταται συμφωνία στην πλέον σημαντική πτυχή των συνομιλιών, αν η υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία θα λάβει ομοσπονδιακή μορφή συμπεριλαμβάνοντας τους Τουρκοκύπριους ή θα επέλθει δημιουργία νέου κράτους.

Η έννοια της εποικοδομητικής ασάφειας συνίσταται στη χρήση διφορούμενων διατυπώσεων και ορολογιών-νεολογισμών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η συμφωνία δεν είναι εφικτή. Με την εισαγωγή  φράσεων υποκειμένων σε πολλαπλές αναγνώσεις καλύπτεται η διαφωνία στο βαθμό κατά τον οποίο κάθε πλευρά ερμηνεύει τις εν λόγω φράσεις ώστε να προωθούνται τα συμφέροντά της. Η καταγραφή ανύπαρκτων συγκλίσεων και η συνακόλουθη απουσία νοηματικής αρτιότητας με παράλληλες, ταυτόχρονα, ερμηνείες, προς δημιουργία κλίματος επικείμενης λύσης, λειτουργεί υπέρ του ισχυρότερου ( Άγκυρα και Λονδίνο) διότι την κρίσιμη στιγμή – έχοντας υπ’ όψιν  και το ιστορικό υποχωρήσεων Ελλαδιτών και Ελλήνων της Κύπρου – αυτός επιβάλει το συμφερότερο για αυτόν (αυτούς) νόημα.

Το περιεχόμενο της λύσης και οι συνέπειες του

Η έννοια της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα δεν είναι, απλά, μια αόριστη φράση αλλά έχει συγκεκριμένες προκείμενες, ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο λύσης με πολύ συγκεκριμένες πραγματικότητες να απορρέουν από το πλαίσιο αυτό. Το νόημα κάθε μιας από τις παραπάνω λέξεις ορίζει επακριβώς πως θα λειτουργεί ένα κυπριακό κράτος με την παραπάνω λύση. Οι λέξεις δεν είναι τυχαίες. Έχουν νόημα. Συνέπειες απορρέουν και πραγματικότητες δημιουργούνται από το νόημα των λέξεων.

Η λύση δύο ξεχωριστών περιοχών με ισότιμο λόγο στη διακυβέρνηση του νησιού αποτελεί το πλαίσιο επίλυσης, δεκαετίες τώρα, με συνεχείς υποχωρήσεις της ελληνική πλευράς ώστε, κάθε φορά να καθίσταται πιο ασφυκτικό για τους Έλληνες της Κύπρου και ενισχυτικό της τουρκικής παρουσίας στο νησί. Όλες οι τελευταίες συμφωνίες, άλλωστε, μεταξύ του εκάστοτε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κατοχικού ηγέτη προνοούν για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα. Το σχέδιο Ανάν, του 2004, βασιζόταν σε αυτή τη λύση. Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω πρόνοιες του Συντάγματος της Ενωμένης Δημοκρατίας της Κύπρου σύμφωνα με το απορριφθέν σχέδιο Ανάν. Σύμφωνα με αυτό, στο άρθρο 3.2 προβλεπόταν πως δεν θα υπήρχε ιεραρχία μεταξύ ομοσπονδιακών και πολιτειακών νόμων. Σε μια ομοσπονδία, όμως, οι ομοσπονδιακοί νόμοι, σαφώς, υπερέχουν των νόμων των πολιτειών της ομοσπονδίας αυτής. Επίσης, στην επόμενη παράγραφο (3.3) υπήρχε πρόνοια πως το Ανώτατο Δικαστήριο θα εξασφάλιζε τον σεβασμό του Συντάγματος από τα υπόλοιπα ομοσπονδιακά όργανα και τις δύο συνιστώσες πολιτείες. Δεν διευκρινιζόταν, όμως, ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία αυτό θα επιτυγχανόταν.[6]  Ο χαρακτήρας του Συντάγματος του σχεδίου Ανάν, ως διεθνούς συμφωνίας μεταξύ διαφορετικών κρατών και όχι αποτέλεσμα συντακτικής εξουσίας των ενδιαφερόμενων Κυπρίων, ολοκληρώνει την εικόνα συνομοσπονδίας. Δύο χρόνια αργότερα, με τη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 μεταξύ του Προέδρου Τ. Παπαδόπουλου και του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, η πρώτη δέσμη αρχών προνοούσε  μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα.[7]  Επιδείνωση των προνοιών υπήρξε δύο χρόνια αργότερα, στις 23 Μαΐου 2008, με την Κοινή Δήλωση του νεοεκλεγέντος Προέδρου Δ. Χριστόφια και του Μ.Α. Ταλάτ σύμφωνα με την οποία η λύση θα έπαιρνε τη μορφή μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα. Επιπλέον, όμως, γινόταν λόγος για  ένα συνεταιρισμό  που θα αποτελείται από « μια Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση με μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα, καθώς και μια Τουρκοκυπριακή Συνιστώσα  Πολιτεία και μια Ελληνοκυπριακή Συνιστώσα Πολιτεία, οι οποίες θα έχουν ισότιμο καθεστώς».[8]

Η εποικοδομητική ασάφεια επανέρχεται, διότι η λέξη που χρησιμοποιείται στην αγγλική για να περιγράψει τα ομοσπονδιακά συνιστώντα μέρη είναι state η μετάφραση της οποίας είναι είτε κράτος, είτε πολιτεία. Η κάθε πλευρά υιοθετεί την μετάφραση σύμφωνα με τη δική της ερμηνεία της συμφωνίας. Δεν υπάρχει, κοινά αποδεκτή, σημασία της λέξης state και στο βαθμό που υπάρχει βρίσκεται πιο κοντά στην έννοια του κράτους και δευτερευόντως της πολιτείας. Στην εν λόγω Κοινή Ανακοίνωση, η έννοια της διακοινοτικής ομοσπονδίας αναβιβάστηκε σε διαπολιτειακή/διακρατική ομοσπονδία. Ενισχύθηκε ο εδαφικός διαχωρισμός, διότι από την έμφαση στον τουρκοκυπριακό πληθυσμό (κοινότητα) έγινε μετατόπιση και έμφαση στην συνταγματική οργάνωση με τη λέξη state, είτε με την έννοια της πολιτείας και πολύ περισσότερο με τη λέξη κράτος.

Τέλος, στην Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου 2014, μεταξύ του Προέδρου Ν. Αναστασιάδη και του Ντερβίς Έρογλου,  τονίζεται, στην τρίτη παράγραφο, πως: « η ενωμένη Κύπρος, ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχει μια και μόνη διεθνή νομική προσωπικότητα και μια και μόνη κυριαρχία, η οποία καθορίζεται ως η κυριαρχία που απολαμβάνουν όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών δυνάμει του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ και η οποία προέρχεται εξίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους».[9]  Η, επί ίσοις όροις, προέλευση της κρατικής κυριαρχίας συνεπάγεται την συγκυριαρχία με τα πρώην κατεχόμενα αναβιβαζόμενα πλέον σε συνέταιρο της νέας λύσης και αποτελεί λογική συνέπεια της ερμηνείας της πολιτικής ισότητας την οποία έχει αποδεχθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά· ισότητα όχι πολιτών μεταξύ τους και ενώπιον του Νόμου, αλλά ισότητα κοινοτήτων και αργότερα πολιτειών/κρατών. Παράλληλα, όπως και στην Κοινή Δήλωση της 23ης Μαΐου 2008,  επαναλαμβάνεται, στην τέταρτη παράγραφο, ότι «… η ενωμένη κυπριακή ομοσπονδία θα αποτελείται από δυο συνιστώσες πολιτείες με ισότιμο καθεστώς» αποδυναμώνοντας περαιτέρω τη δικοινοτικότητα της επιδιωκόμενης λύσης.

Όπως και το 2004, η όποια λύση θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους σε δυο διαφορετικά δημοψηφίσματα αναγνωριζόμενα ως ισόκυρα αν και στην περίπτωση των κατεχομένων θα συμμετέχουν και έποικοι. Σε περίπτωση αποδοχής λύσης στο πλαίσιο της ΔΔΟ η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία και τα κατεχόμενα θα αποτελέσουν τα ισότιμα, μεταξύ τους, συνιστώντα μέρη (κράτη; πολιτείες;) της ενωμένης νήσου. Η νέα πολιτειακή πραγματικότητα, είτε πρόκειται για μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε για δημιουργία νέας κρατικής οντότητας, θα έχει συνέταιρους και συνιδιοκτήτες τους Τουρκοκύπριους με σημαντική παρουσία εποίκων υπό τον έλεγχο της Άγκυρας.

Η έννοια της πολιτικής ισότητας, κληρονομιά της προεδρίας Γ. Βασιλείου, συνεπάγεται, όπως σημειώθηκε πρωτύτερα, εξίσωση όχι μεμονωμένων πολιτών αλλά κοινοτήτων και εσχάτως πολιτειών/κρατών. Εφαρμογή της πιο πάνω αρχής επιδιώκει η Άγκυρα με την εκ περιτροπής προεδρία, ώστε να διακηρύσσεται προς το εξωτερικό και να αποτυπώνεται στην ύπατο πολιτειακό αξίωμα η ισότιμη συνιδιοκτησία ( του 82% με το 18%) της νέας πραγματικότητας. Η πολιτική ισότητα, υπό αυτή τη μορφή,  σημαίνει και διαγραφή μνήμης, γιατί απέναντι στις αρχές του νέου κράτους ( Τουρκοκύπριος  Πρόεδρος) απαιτείται σεβασμός… Η απαίτηση της παροχής των  τεσσάρων ελευθεριών στους Τούρκους πολίτες, όπως και στους Ελλαδίτες, απηχεί αυτήν την επιδίωξη της «ισότητας»…

Συρρίκνωση του Ελληνισμού

Η πρακτική σημασία του διζωνικού συνεταιρισμού με πολιτική ισότητα συνίσταται στην αναγκαιότητα συναίνεσης των Τουρκοκυπρίων σε κάθε πτυχή και διάσταση – εσωτερική ή εξωτερική – της διακυβέρνησης. Αυτό ενισχύεται και από τις προαναφερθείσες δηλώσεις του κ. Κοτζιά. Όποιες και αν είναι οι τελικές ρυθμίσεις στις διάφορες θεματικές (εγγυήσεις, περιουσιακό, κρατική διάρθρωση) θα υπόκεινται στην συγκυριαρχία και συναπόφαση των Τουρκοκύπριων/εποίκων και φυσικά της Άγκυρας.

Τούτο καταμαρτυρείται ακόμα και από τον ακάματο στρατιώτη του διζωνικού συνεταιρισμού Κύπριο Πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη. Σε συνέντευξη του, στο Βήμα της Κυριακής, στις 3 Αυγούστου 2014, σε ερώτηση για τη δυνατότητα των Βρυξελλών  να παρέμβουν στη διαδικασία επίλυσης τόνισε πως « παράλληλα, όμως, λέμε στους εταίρους μας ότι μια λύση με αδιάφορη την ΕΕ, πέραν του ότι θα δημιουργήσει ένα κράτος δύο ταχυτήτων, μπορεί να εγκλωβίσει την Ευρώπη, μέσω των Τουρκοκυπρίων, στις διαθέσεις της Άγκυρας. Φανταστείτε, για τις ομόφωνες αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η ΕΕ να δέχεται εκβιασμούς από την Τουρκία. Πολλά θα εξαρτηθούν, λοιπόν, από το πως θα λαμβάνονται οι αποφάσεις στην Κύπρο». [10] Επίσης, στη επίσκεψη του στην Αθήνα, στις 9 Σεπτεμβρίου του περασμένου έτους, σε μια στιγμή παραδοχής του κινδύνου, τόνισε, στο Προεδρικό Μέγαρο, πως « κάτι που θα πρέπει να πω, όσον αφορά τις εγγυήσεις τουλάχιστον, ότι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν και οι συμπατριώτες μας  οι Τουρκοκύπριοι, ότι αυτό που επιδιώκουμε είναι ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο Κράτος και όχι μετατροπή της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα προτεκτοράτο της οποιαδήποτε δύναμης».[11]

Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με τη γεωστρατηγική διάσταση της επίλυσης του Κυπριακού, στο πλαίσιο του διζωνικού συνεταιρισμού με την τουρκοκυπριακή πολιτεία (δηλαδή την Άγκυρα) να διαθέτει το προνόμιο συναπόφασης, αδρανοποιείται πλήρως η παρουσία του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Άγκυρα νομιμοποιεί την παρουσία της στην Κύπρο, εδραιώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο και  στη διαχείριση των εκεί κοιτασμάτων και αποκτά, μέσω των Τουρκοκύπριων, φωνή και ρόλο στην ΕΕ, όπως ο ίδιος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έχει προειδοποιήσει. Η απαίτηση των Τουρκοκυπρίων οι νέες ρυθμίσεις (μόνιμες αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο) να ενδυθούν το κύρος του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα προσβολής τους στα ευρωπαϊκά δικαστήρια αποδυναμώνει, καίρια, τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να υπάρξουν από μια λύση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ακυρώνει την όλη επιχειρηματολογία περί συμμετοχής στο εν λόγω εγχείρημα.

Με την έκλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας η συνεννόηση με Ισραήλ, Αίγυπτο και Ελλάδα μεταβάλλεται και τώρα οι τρεις χώρες θα πρέπει να αποσπάσουν τη συγκατάθεση της Άγκυρας για οποιαδήποτε ενεργειακή συνεργασία. Η συναίνεση της Ελλάδος σε λύση, η οποία θα καταργεί, ουσιαστικά, την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την αντικαθιστά από ένα κράτος με συνιδιοκτήτη και συγκυρίαρχο, μέσω της τουρκοκυπριακής πολιτείας, την Τουρκία θα εκμηδενίσει τον ρόλο των Αθηνών στην περιοχή της Αν. Μεσογείου, αναγκάζοντας Τελ-Αβίβ και Κάιρο να στραφούν προς την Άγκυρα αδιαφορώντας πλήρως για μια, τραγικά, αδύναμη Ελλάδα το κύρος της οποίας θα έχει πληγεί, ανεπανόρθωτα, αποδεχόμενη μια τέτοια λύση για τους ομοεθνείς της στην Κύπρο.

Παράλληλα, αναφορικά με το θέμα των εγγυήσεων, μια υποθετική απεμπλοκή Λονδίνου, Αθηνών και Άγκυρας με την ταυτόχρονη, όμως, παραμονή της τελευταίας μέσω του ελέγχου των Τουρκοκυπρίων/έποικων θα απάλλασσε την Τουρκία από τις συναρμοδιότητες Ελλάδος και Ηνωμένου Βασιλείου. Από την άλλη, βαρύνουσα σημασία έχει η στάση του Λονδίνου και η απόπειρα της Τουρκίας να θέσει ζήτημα τουρκικής στρατιωτικής βάσης  ανάλογη με αυτές των Βρετανών (η βάση να θεωρείται τουρκικό έδαφος με δικαιώματα χρήσης εναέριου και θαλασσίου χώρου). Ένα τέτοιο αίτημα, αν γίνει επίσημα, θα συμπεριλάβει και το ζήτημα των αγγλικών βάσεων κάτι το οποίο  δεν επιθυμεί το Λονδίνο.[12] Για να αποτρέψει την συμπερίληψη των βάσεων του στην όλη συζήτηση το Λονδίνο, ίσως, να επιδείξει κατανόηση με τις όποιες ρυθμίσεις επιθυμεί ή Άγκυρα στο θέμα των εγγυήσεων, ρυθμίσεις οι οποίες σε συνδυασμό με τη νέα πολιτειακή δομή της ενωμένης Κύπρου θα διαφυλάσσει στο ακέραιο τη διαχρονική τουρκική στοχοθεσία της εποπτείας ολόκληρης της νήσου. Φυσικά, ακόμα και αν υπάρξει εκ μέρους της Τουρκίας κάποια υποχώρηση, λεκτική ή άλλη, στις δυνατότητες επέμβασης της, το αντάλλαγμα θα είναι τέτοιο ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η θέση των Τουρκοκυπρίων, άρα και της Άγκυρας, στη σχεδιαζόμενη κρατική δομή·  εκ περιτροπής προεδρία, μείωση αριθμού Ελληνοκύπριων προσφύγων που θα επιστρέψουν, οικονομικές διαρρυθμίσεις και οτιδήποτε άλλο επιθυμήσει η Τουρκία.

Άλλωστε, όπως πολλοί δεν σταματούν να υποδεικνύουν, η Τουρκία βρίσκεται, γεωγραφικά, πολύ κοντά στην Κύπρο και η αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων, όταν η τουρκική κυβέρνηση το κρίνει απαραίτητο, θα είναι μια διαδικασία μερικών ωρών.

Επίσης, παράλληλα, με την πρόταση για την κατάργηση των εγγυήσεων ο  Ελλαδίτης Υπουργός Εξωτερικών πρότεινε τη σύνταξη Συμφώνου Φιλίας μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και ενωμένης Κύπρου, ενώ ο Κύπριος Πρόεδρος, πάντα ρηξικέλευθος στις προτάσεις του,  στην εναρκτήρια ομιλία του στη Γενεύη, στις 13 Ιανουαρίου, έκανε λόγο για συμμαχία της ενωμένης Κύπρου με την Τουρκία με την οποία όπως τόνισε,  « μοιραζόμαστε κοινές ανησυχίες και προκλήσεις»…[13] Συμμαχία έναντι ποίου; Το δε σύμφωνο φιλίας, μετά την υποθετική λύση, μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Κύπρου, θα ενισχύσει και θα νομιμοποιήσει περαιτέρω τον τουρκικό έλεγχο επί της Κύπρου, στερώντας από την τελευταία και τα τελευταία υπολείμματα ανεξαρτησίας, επισημοποιώντας, παράλληλα,  την αδρανοποίηση των Αθηνών στην Αν. Μεσόγειο.

Καταληκτικά Σχόλια

Αθήνα και Λευκωσία, μετά από υποχωρήσεις δεκαετιών, έχουν περιέλθει σε δεινή διλημματική θέση. Αποδοχή των συνεπειών (πολιτικών, γεωστρατηγικών, ιστορικών) ενός διζωνικού, συνομοσπονδιακού συνεταιρισμού – γιατί η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία ως σχήμα λύσης έχει ήδη, με τις συνεχείς υποχωρήσεις, παρέλθει – ή  ανάληψη του κόστους χάραξης νέας εναλλακτικής πορείας;

Ενώ οι περισσότεροι κομματικοί σχηματισμοί σε Αθήνα και Λευκωσία αποδέχονται το πλαίσιο επίλυσης της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, δύσκολα το περιεχόμενο αυτής της λύσης συμβαδίζει με τις δημόσιες διακηρύξεις των ηγετών τους περί ανατροπής των τετελεσμένων της κατοχής, ευρωπαϊκής λύσης, κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλα πολλά. Χαρακτηριστικό το περιεχόμενο του Εθνικού Συμβουλίου, στην Λευκωσία, της 19ης Σεπτεμβρίου 2009. Ενώ προνοεί για λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα διαλαμβάνει πως η λύση θα πρέπει να επιτυγχάνει την ενότητα του χώρου και του λαού, να εξασφαλίζει την αποχώρηση εποίκων, να συνάδει « με το διεθνές δίκαιο, τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, το κοινοτικό δίκαιο, καθώς και με τις διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα».[14]

Επίσης, να αποκαθιστά την κυριαρχία και ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις βασικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των Κυπρίων «… περιλαμβανομένου του δικαιώματος των προσφύγων για επιστροφή στα σπίτια και τις περιουσίες τους…».[15] Πως εξασφαλίζονται τα παραπάνω με το διζωνικό συνεταιρισμό και την αναγκαστική συναίνεση της τουρκοκυπριακής πολιτείας σε κάθε σημαντική απόφαση;

Στην τέταρτη παράγραφο της Κοινής Διακήρυξης  Αναστασιάδη-Έρογλου διαλαμβάνεται πως « η ένωση της ομοσπονδίας ή μέρους αυτής με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή η οποιασδήποτε μορφής διχοτόμηση ή απόσχιση ή οποιαδήποτε άλλη μονομερής αλλαγή στην κατάσταση πραγμάτων θα απαγορεύεται». Με την εφαρμογή του διζωνικού συνεταιρισμού με πολιτική ισότητα,  ενώ –φαινομενικά- η πιο πάνω πρόνοια προστατεύει την ενότητα του κράτους από την απόσχιση των Τουρκοκυπρίων, στην ουσία αποτελεί φυλακή για τους Έλληνες της Κύπρου διότι ο αποπνικτικός, αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της διζωνικής λύσης θα αναγκάσει τους Έλληνες να δυσανασχετήσουν και, εφόσον η όποια αλλαγή θα πρέπει να έχει τη συναίνεση της Άγκυρας, αυτό θα έχει ως συνέπεια να τεθεί το εξής δίλημμα: είτε, με ελληνοκυπριακή πρωτοβουλία να διαλυθεί ο συνεταιρισμός, είτε οι Ελληνοκύπριοι αργά, αλλά σταθερά να αποχωρήσουν από την πατρίδα τους και να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού. Η ιδανική για τους Τούρκους κατάσταση θα είναι η Άγκυρα να ελέγχει, πλήρως, την κατάσταση σε ολόκληρο το νησί με τις συνθήκες, όμως, να μην είναι τόσο αφόρητες για τους Έλληνες της Κύπρου μην τυχόν και αποφασίσουν να αποσχιστούν και απολέσει, με αυτόν τον τρόπο η Άγκυρα, τον έλεγχο επί ολόκληρου του νησιού.

Ενισχυτικό της πιο πάνω προοπτικής θα είναι μια αποεθνικοποιημένη ελληνοκυπριακή παρουσία με λίγες αντιστάσεις στον ολοένα και πιο ασφυκτικό τουρκικό έλεγχο της νήσου. Πιο συγκεκριμένα, να μην υπάρχει ο Ελληνισμός ως βασικός άξονας στην ελληνοκυπριακή πολιτεία. Πρόθυμοι βοηθοί, σε ρόλο χρήσιμων ηλιθίων,   αφ’ενός  μεν το ΑΚΕΛ, πιστός φορέας του Κυπριωτισμού, αφ’ετέρου δε μια εκφυλιστική της ελληνικής ταυτότητας φραγκολεβαντίνικη  νοοτροπία  επικεντρωμένη στο χρηματικό κέρδος και εκπορευόμενη από συγκεκριμένους επιχειρηματικούς  και ακαδημαϊκούς κύκλους.

Ενδεικτική η αντίδραση του κατοχικού καθεστώτος στο ψήφισμα για το ενωτικό δημοψήφισμα αν και υπήρχε ανάλογη πρόνοια στην κοινή Διακήρυξη Αναστασιάδη – Έρογλου για προστασία της ιδιαίτερης ταυτότητας των δύο μερών. Η στάση αυτή των Τουρκοκυπρίων αποτελεί, ταυτόχρονα, απόδειξη του πως θα λειτουργεί το εκκολαπτόμενο κράτος με κάθε απόφαση να χρειάζεται τη συναίνεση των Τουρκοκυπρίων και των εποίκων και, άρα, της Αγκύρας.

Τον Απρίλιο του 2004, η συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού Ελληνισμού δεν καταψήφισε το όνομα του σχεδίου Ανάν, αλλά τις πρόνοιες του, οι οποίες αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της παραπάνω λύσης. Δεν υπάρχει διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με σωστό περιεχόμενο όπως, εντελώς, άστοχα έλεγε ο Τάσος Παπαδόπουλος, ο οποίος παρά την στιγμιαία υπέρβαση του την περίοδο πριν το δημοψήφισμα βαρύνεται, όπως όλοι οι άλλοι Κύπριοι και Ελλαδίτες ηγέτες για την εμμονή τους στη λύση της ΔΔΟ. Γιατί η Άγκυρα να επιμένει σε διζωνική ομοσπονδία, αν μέσω της πλειοψηφίας σε κατοχή γης και πληθυσμό, δεν θέλει ένα σταθερό, απόλυτα ελεγχόμενο από την ίδια προγεφύρωμα;

Ο Τ. Παπαδόπουλος  και ο Σπύρος Κυπριανού  έχουν πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης μη εκμεταλλευόμενοι, επί προεδρίας τους, τις περιστάσεις (ανακήρυξη ψευδοκράτους το 1983, καταψήφιση σχεδίου Ανάν το 2004), για να μεταβάλλουν το πλαίσιο λύσης. Για την απεμπλοκή από την ασφυκτική διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία δεν αρκούν στιγμιαίες νίκες, όπως αυτή του Απριλίου 2004, αλλά συνεχής, διαρκής αγώνας δεκαετιών.

Όλα όσα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες σελίδες, φυσικά,  τα γνωρίζει το Υπουργείο των Εξωτερικών και τα άξια στελέχη του. Η πολιτική κατεύθυνση, όμως, καθορίζεται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Έτσι πρέπει να είναι. Ίσως να πιστεύεται ότι, στο τέλος, η τουρκική αδιαλλαξία θα επιτρέψει στην Αθήνα  να μην εκτεθεί με μια καθαρά αρνητική απάντηση σε ένα παρόμοιο σχέδιο σαν αυτό του 2004. Το πλαίσιο λύσης, όμως, όσο  θα παραμένει στο προσκήνιο θα υπονομεύει μελλοντικές απόπειρες επίλυσης. Ο διζωνικός συνεταιρισμός νομιμοποιεί το έγκλημα της εισβολής και διαγράφει την παρουσία του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το βάρος της οικονομικής κρίσης, η χρόνια, εδώ και δεκαετίες, υποχώρηση Αθηνών και Λευκωσίας, σε όλους τους δείκτες ισχύος, η διαχρονική έλλειψη διεκδικητικής πολιτικής και η κληρονομιά δεκαετιών παγίδευσης στη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία αποτελούν προσκόμματα στη χάραξη νέας, εναλλακτικής πορείας. Περισσότερα για αυτό, όμως, σε επόμενο σημείωμά μας.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, στο τεύχος Μάρτιου 2017.

 

[1] http://www.sigmalive.com/news/kypriako/403389/afta-pronoei-o-tourkokypriakos-xartis-gia-to-kypriako. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[2] https://www.youtube.com/watch?v=DJAk7r33bkk. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[3] http://www.mfa.gr/en/current-affairs/top-story/foreign-minister-kotzias-interview-with-euronews-tv-16-january-2017.html. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[4] http://www.mfa.gr/en/current-affairs/top-story/foreign-minister-nikos-kotzias-interview-with-the-dpa-news-agency.html. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[5] http://www.sigmalive.com/simerini/politics/262924/apodomise-tin-kd-o-akintzi. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[6] Παράρτημα Ι, Σύνταγμα της Ενωμένης Δημοκρατίας της Κύπρου, http://www.hri.org/docs/annan/AnnexI/AnnexI.pdf. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[7] http://www.greekamericannewsagency.com/index.php/2010-01-19-17-50-12/2010-01-21-18-33-54/2743-. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[8]http://www.pio.gov.cy/moi/pio/pio2013.nsf/All/25F6897C77D1BBF0C2258053002CFEE0?OpenDocument     Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[9]http://www.presidency.gov.cy/Presidency/Presidency.nsf/All/3938E1EA5C38ACA8C2257C7C00401864?OpenDocument.τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[10] Συνέντευξη στο Βήμα της Κυριακής, 3 Αυγούστου 2014, σελ. 12-13.

[11] http://www.philenews.com/el-gr/eidiseis-politiki/39/330510/tin-poreia-ton-diapragmateyseon-syzitisan-pavlopoulos-anastasiadis. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[12] Ασφάλεια, εγγυήσεις σε κοινή γραμμή, Σωτήρης Σιδέρης, Καθημερινή, 22 Ιανουαρίου 2017, http://www.kathimerini.gr/892892/article/epikairothta/politikh/asfaleia-eggyhseis-se-koinh-grammh. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[13] http://www.pio.gov.cy/moi/pio/pio2013.nsf/All/04AE6C8FBEB86E6AC22580A 467255?OpenDocument&L=E. Τελευταία πρόσβαση 26 Φεβρουαρίου 2017.

[14] Ανακοίνωση Εθνικού Συμβουλίου, 18 Σεπτεμβρίου 2009, http://www.presidency.gov.cy/Presidency/Presidency.nsf/All/C869991157990A69C2257638002EDB5C?OpenDocument. Τελευταία πρόσβαση, 26 Φεβρουαρίου 2017.

[15] Ibid.

(από inspol.gr, 15/05/2017)

Διαβάστε ακόμα