Περί Βασιλείας του Μονόφθαλμου: Οι Αμερικανικές Εκλογές Μέσα Από Τρεις Τηλεμαχίες

Περί Βασιλείας του Μονόφθαλμου: Οι Αμερικανικές Εκλογές Μέσα Από Τρεις Τηλεμαχίες
του Νίκου Μαυρίδη
Τρι, 8 Νοεμβρίου 2016 - 13:48
Αν προσπαθούσε κανείς να αναπαραστήσει με ποδοσφαιρικούς όρους τον αγώνα της Χίλαρυ Κλίντον με τον Ντόναλντ Τραμπ στα «ντιμπέιτ» θα μιλούσε για ένα οριακό 2-1 υπέρ Τραμπ. Στην πρώτη τηλεμαχία ο Τραμπ ήταν καταιγιστικός για είκοσι λεπτά, αλλά ένα εκπληκτικό τέχνασμα της Χίλαρυ, προφανώς και του επιτελείου της, ανέκοψε την ορμητικότητα του Τραμπ και τον καθήλωσε ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να μην σηκώσει κεφάλι μέχρι τέλους
Αν προσπαθούσε κανείς να αναπαραστήσει με  ποδοσφαιρικούς όρους τον αγώνα της Χίλαρυ Κλίντον με τον Ντόναλντ Τραμπ στα «ντιμπέιτ» θα μιλούσε για ένα οριακό 2-1 υπέρ Τραμπ. Στην πρώτη τηλεμαχία  ο Τραμπ ήταν καταιγιστικός για είκοσι λεπτά, αλλά ένα εκπληκτικό τέχνασμα της Χίλαρυ, προφανώς και του επιτελείου της, ανέκοψε την ορμητικότητα του Τραμπ και τον καθήλωσε ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να μην σηκώσει κεφάλι μέχρι τέλους.

Η Χίλαρυ κατηγόρησε τον Τραμπ ότι αφήνει συχνά απλήρωτους τους υπαλλήλους του ή τους πληρώνει κατά το δοκούν, πέραν των προβλεπόμενων νομίμων πλαισίων. Στο ακροατήριο εν πνεύματι ένορκης απόδειξης παρίστατο ο αρχιτέκτονας μιας βίλας του Τραμπ, ο οποίος δεν πληρώθηκε για την εργασία του, γιατί το αισθητικό αποτέλεσμα δεν άρεσε στον εργοδότη! Ο μεγαλοεπιχειρηματίας παγιδευμένος  στο δόκανο και προς αποφυγήν σκανδάλου, ψέλισε κάτι ως απάντηση, αλλ’ ουδέποτε ανέκαμψε μέχρι το πέρας της συζητήσεως.

Το χτύπημα παρότι φαινομενικά περιπτωσιολογικό ήταν μεγάλου βεληνεκούς και κυρίως βαθείας διατρητικότητας, διαπέρναγε ακόμη ή ως επί το πλείστον τους  αμφιταλαντευόμενους ή αναποφάσιστους ψηφοφόρους του Τραμπ που ακόμη και αν  τον ψηφίσουν λόγω της τεθλασμένης μνησικακίας τους για την ατελεύτητη «Εποχή» των μεταμοντέρνων Αλκμαιωνιδών, των Κλίντον, θα απορούσαν μέσα τους αν η ψήφος προς τον αρειμάνιο επιχειρηματία μπορεί εν τέλει να   συνιστά  ηροστράτειο  εγχείρημα.

Κοντολογίς, με τούτο το στρατήγημα που κατά την γνώμη μας έκρινε την πρώτη συνάντηση των υποψηφίων πολύ περισσότερο από τις κατηγορίες περί φοροδιαφυγής του Τραμπ ή τον σεξισμό του[1], η Κλίντον έθετε με ευφυή τρόπο την ανθρωπολογική ατζέντα της διαμάχης στην μοριακή της δομή, στην καθημερινότητα της ίδιας της ζωής.

Τι να τις κάνεις τις εκατομμύρια θέσεις εργασίας που λέει ότι θα δημιουργήσει ο Τραμπ αν η πληρωμή σου εξαρτάται από τα χούγια του Νεοφιλελεύθερου  Κοτζάμπαση; Υπ’αυτήν την πολιτική ρητορική οι Κλίντον επικράτησαν για περίπου μια γενιά της ανθρωπότητας, σφραγίζοντας τον εναρκτήριο πολιτικό λόγο της μεταμοντέρνας  αμερικανικής ιστορίας.

Στην δεύτερη τηλεμαχία η στρατηγική της Κλίντον αλλάζει και μετά την εντυπωσιακή  επικράτησή της στην πρώτη συνάντηση αποπειράται την αστραπιαία κατακρήμνιση του Τραμπ, αποφασίζει έναν πόλεμο εκμηδενίσεως και εμπιστεύεται σαν φυλακτό την αγαπημένη της ιδεολογία, την πολιτική ορθότητα. Το δεύτερο ντιμπέιτ γίνεται υπό την σκιά ενός βίντεο που εμφανίζει τον Τραμπ να μιλάει με  γνωστό  του και να επαίρεται για την σεξουαλική παρενόχληση γυναικών. Ήταν σαφές εξαρχής, ότι ο ακρατής υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών θα δεχόταν αναμενόμενες επιθέσεις εκεί που εξόφθαλμα πονούσε.

Η στερεότυπη εικόνα του «Δεξιού» ως προνεωτερικού, μεσαιωνικού χωροδεσπότη έχει ολοκληρωθεί: για να το μεταφράσουμε στα νεοελληνικά δεδομένα, ο Τραμπ σ’αυτήν την φάση μοιάζει στα μάτια του ψηφοφόρου με τους τσιφλικάδες του φιλμικού αριστουργήματος του Αντώνη Γεωργιάδη, «Το Χώμα βάφτηκε Κόκκινο». Ο Αφέντης της γης δεν θέλει κοψοχρονιά μόνο την εργασία του κολίγου, αλλά και την γυναίκα του  και την κόρη του. 

Για περίπου τριάντα χρόνια ο αριστεροφιλελεύθερος παίζει αυτό το win win πολιτικό παίγνιο∙ όταν ο δεξιός πολιτικός αντίπαλος του υιοθετήσει την αθύροστομη πολιτική ρητορική ενός Τραμπ ή ενός Μπερλουσκόνι αυτομάτως εκτρέπεται στα αζήτητα της προνεωτερικής προϊστορίας, ο σοσιαλδημοκράτης τον βγάζει έξω απ’όλα τα κουλουάρ της πολιτικής, τον καθιστά «απολίτικο».

 Όταν ο Δεξιός  μετέλθει την ρητορική της ευπρεπούς πολιτικής ορθότητας, προσαρμοσμένης στα συντηρητικά συμφραζόμενα, προκειμένου να κατακτήσει το περιώνυμο «Κέντρο», ο σοσιαλδημοκράτης τον αγκαλιάζει τρυφερά και τον αποχαιρετά ήσυχος ότι ο αντίπαλος του «οδεύει προς Αχέροντα». Ο Δεξιός φαντάζει ως ερζάτς αριστερός και μ’αυτόν τον τρόπο σε ένα πρώτο στάδιο χάνει την δεξιά  πελατεία του για να χάσει ακολούθως και τον περίφημο «μεσαίο χώρο», γνήσιο δημιούργημα της αριστεροφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Η μεσαία τάξη και η εδεμική ουτοπία της μεταμοντέρνας πολιτικής σκηνής, ο «μεσαίος χώρος» ψηφίζει τελικά τον αυθεντικό εκφραστή  του πολιτικά ορθού, την (νεο)φιλελεύθερη Κεντροαριστερά.

Τι αντέταξε σ’αυτόν τον χρόνιο ηθικό εκβιασμό ο Δεξιός; Στην Ελλάδα ανέπτυξε  μια μόνιμη ιδεοληπτική επωδό κατά  του Λαϊκισμού την οποία ουδέποτε κεφαλαιοποίησε πολιτικά μια και ουδέποτε συνέθεσε νέα λαϊκή ιδεολογία, χαρίζοντας στους πολιτικούς  αντιπάλους του τον Λαό και υπό την επίδραση του διεθνούς, δεξιού νεοφιλελευθερισμού  εκποιεί  εσχάτως και την παλιά του προίκα, το Έθνος. Πραγματικά άδηλο είναι αν  ο διεθνής, δεξιός νεοφιλελευθερισμός χαρίζει τα δικά του έθνη στον οποιονδήποτε. Η ελληνική Δεξιά, γνήσιος απόγονος του Φαναριώτη, έμαθε να υποτιμά τους πολλούς και να μην χρειάζεται την λαϊκή ετυμηγορία καθώς η εξουσία της θεμελιωνόταν έξωθεν.

Στην Ευρώπη, ο Δεξιός ορθώνει στα πλαίσια της Μεταδημοκρατίας έναν αριστοκρατικών καταβολών Νεοφιλελευθερισμό. Η περίκλειστη αρνητική εντροπία του θα διαλύσει σε πρώτη φάση τον διεθνικό χαρακτήρα της μεταπολεμικής Ευρώπης και ακολούθως θα παραλύσει τον εσωτερικό ιστό των υπερχρεωμένων και πολιτιστικά αφασικών εθνικών κοινωνιών της.

Στην Αμερική η παράδοση και η μυθική ακμή του χαρισματικού, ποπουλιστικού νεοφιλελευθερισμού του Ρήγκαν διέσωσε την Δεξιά και  η Αμερική φαντάζει ως η μόνη χώρα από την οποία ο λαϊκός Δεξιός περιμένει μια οικουμενική αλλαγή που να τον αφορά. Δεξιές φιγούρες σαν τον Σαρκοζί, τον Σόιμπλε ή την Μέρκελ είναι προς εσωτερική κατανάλωση των χωρών τους, ανίκανοι να συνθέσουν ένα διεθνές όραμα οποιασδήποτε κλίμακας. 

Αλλά ας επιστρέψουμε στα καθέκαστα της εικονικής μονομαχίας των δύο υποψηφίων. Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών θα προβεί σε καίριο αντιπερισπασμό προκειμένου να αποτινάξει απο πάνω του τις κατηγορίες του σεξισμού: στο δεύτερο ντιμπέιτ  παρευρίσκονται όλες οι γυναίκες που παρενοχλήθηκαν από τον Μπιλ Κλίντον! Ο Τραμπ, αφού απολογηθεί και ζητήσει δημόσια συγγνώμη για το σκανδαλώδες βίντεο, το οποίο υποβιβάζει ως «συζήτηση αποδυτηρίων», αρχίζει μια αντεπίθεση εξοντωτική και κυριολεκτικά πιάνει από τον λαιμό την Κλίντον.

Όσοι υποστήριξαν ότι οι πολιτικές τηλεμαχίες μεταξύ Τραμπ και Κλίντον ήταν χαμηλού επιπέδου και άνευ μειζόνων ιδεολογικών παραμέτρων, λαθεύουν τουλάχιστον ως προς το περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης ατζέντας. Αυτήν της εξωτερικής πολιτικής που φαντάζει μετά απο πολλά χρόνια ιδιαίτερα ανταγωνιστική, περιμάχητη και ελάχιστα συγκλίνουσα ανάμεσα στα δύο κόμματα.  Ο Τραμπ αντιπαρήλθε την εσωτερική πολιτική- πολιτιστική ατζέντα της Κλίντον (Φύλα και Φυλές, Εκτρώσεις, Δικαίωματα Ομοφυλοφίλων και Γυναικών, κτλ) και απευθύνθηκε στον Πατριώτη, στον συντηρητικό Αμερικανό με τολμηρό και διττό τρόπο: ενώ η έμφαση του στην πάταξη της λαθραίας μετανάστευσης ένωνε  τις περισσότερες συνιστώσες του αμερικανικού συντηρητικού – πατριωτικού χώρου, η πολιτική πρόσεγγισης της Ρωσίας (θέση που μαστίγωσε κατ’επανάληψιν η Κλίντον) θα μπορούσε να διχάσει την πατριωτική δεξαμενή των συντηρητικών ψηφοφόρων, κυρίως εκείνων που ακόμη και τώρα εμφορούνται απο την παραδοσιακή αντικομμουνιστική ψύχωση.

Παρά ταύτα και η πρόσέγγιση με την Ρωσία και ο αντισλαμικός  λόγος του (τόσο εναντίον του ISIS  όσο και εναντίον του Ιράν) ή ακόμη και η ευθεία επίθεση του εναντίον και της άθεης, κομμουνιστικής Κίνας, φαίνεται να σκοπεύει με έξυπνο τρόπο στον  εναγκαλισμό του ισραηλινού, του  εν ευρεία εννοία χριστιανικού και του εν στενή εννοία Ευαγγελικού «Λόμπι».

Στο απέναντι στρατόπεδο, το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Κλιντον θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αλχημικό.  Η Κλίντον στήριξε την εμπλοκή των ΗΠΑ στην Συρία ως ζήτημα ανθρωπιστικό. Και αν τους συντηρητικούς πατριώτες τους είχε χαμένους εξ ορισμού, αναρωτιέται κανείς πόσο μεγάλη μερίδα του πολιτικού κοινού της θα μπορούσε να πείσει με τούτη την παρελκυστική γεωπολιτική επιχειρηματολογία. Ανάλογα απορητική φαίνεται να είναι η στάση των ψηφοφόρων της Κλίντον ενώπιον της προσχεδιασμένης στρατηγικής, γεωπολιτικής ρήξης με την Ρωσία. Η Κλίντον εδώ απευθύνεται στο βαθύ κράτος της Αμερικής, θεωρώντας δεδομένη ακόμη και ως οριακή την κατάνευση του σεσημασμένου ψηφοφόρου της, ως εκ τούτου τανύει το παράχορδο γεω-πολιτικό δογμά της στα όρια των αντοχών του δευτέρου συνθετικού.  

Η νίκη του Τραμπ στην δεύτερη αναμέτρηση φαινόταν  ξεκάθαρη,  ωστόσο οι δημοσκοπήσεις για τον νικητή της τηλεμαχίας ήταν αρνητικές για τον ρεπουμπλικάνο πολιτικό, αλλά  και οι δημοσκοπήσεις για τον  νικητή των εκλογών έδειχναν μια απρόσμενη και έκτακτη διάνοιξη των εκλογικών ποσοστών προς όφελος της Κλίντον. Η Κλίντον μπορεί να έχασε τις εντυπώσεις της δεύτερης μονομαχίας αλλ’ η στρατηγική επιλογή της να επικεντρωθεί στην  παρακαταθήκη της «Πολιτικής Ορθότητας» συσπείρωσε το εκλογικό της στράτευμα και  σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις της έδινε μια άνετη νίκη.
Το τρίτο και τελευταίο ντιμπέιτ δεν είχε δραματικό χαρακτήρα∙ οι δύο υποψήφιοι επέμειναν στις θέσεις και τις αντιθέσεις των δύο προηγούμενων συναντήσεων, οχυρώθηκαν γύρω απ’αυτές και αρκέστηκαν σε εκατέρωθεν εντυπωσιογόνες αντεγκλήσεις. Σε μια τέτοιου είδους αντιπαράθεση κερδίζει, ως επί το πλείστον, ο παίκτης της «Αλάνας».

Η Κλίντον συνηθισμένη σε  επίκαμπτους αντιπάλους που ήταν πρόθυμοι να της χαρίσουν την νίκη σε μικροπρεπείς στιχομυθίες,  να φανούν ανώτεροι και σεβάσμιοι προς τις «ιερές αγελάδες», ώστε να  θωπεύσουν και να αρμέξουν την πολιτικά ορθή μεσαία τάξη της μεταμοντέρνας Αμερικής, βρέθηκε για πρώτη φορά εν αμύνη έναντι μια θρασύτερης προσωπικότητας. Καίτοι εμφανώς εμπειρότερη σε τέτοιου είδους αναμετρήσεις  έχασε στα σημεία απο ένα ξεσκολισμένο στην εμπορική διαπραγμάτευση χαρτοπαίκτη, από έναν δολοφονικό «Ντήλερ».

Η Χίλαρυ παρέμενε μέχρι πριν λίγες ημέρες το ακλόνητο φαβορί  στις δημοσκοπήσεις για την εκλογή στην προεδρία, αλλ’αίφνης η απόφαση του FBI να ανοίξει εκ νέου την διερεύνηση της υπόθεσης με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της και τα εκατοντάδες χιλιάδες σβησμένα  ηλεκτρονικά μηνύματα - τα οποία άπτονται ζητημάτων εθνικής ασφάλειας - άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Το αποτέλεσμα είναι πλέον ανοικτό και ακούγεται πολύ έντονα ότι ακόμη και αν η Κλίντον εκλεγή πρόεδρος η έρευνα του FBI  θα υπονομεύσει καιρίως την θητεία της. Σε πόσο μεγάλο βαθμό και πόσο βάσιμη είναι αυτή η υπόθεση μέλλει να το διαπιστώσουμε στην ιστορική του συγχρονία.
 
[1] Στον οποίο η Κλίντον κοντοστάθηκε, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ντιμπέιτ στα οποία η Politicallycorrect,  Genderanalysis ορθώθηκε ως παλαιόθεν τεθωρακισμένη πολιτική  στρατηγική της/των Κλίντον γενικώς.
 
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα είναι δημιουργία του Samuel F. B. Morse
 
πηγή: Aντίφωνο

Διαβάστε ακόμα