Στην ανάπτυξη επέστρεψε, αναπάντεχα, ο ιδιωτικός τομέας οικονομικής δραστηριότητας της Ευρωζώνης στις αρχές του 2023, ενώ τα στοιχεία αυτά ενδυναμώνουν τις προσδοκίες ότι τελικώς η ευρωπαϊκή οικονομία θα αποφύγει μια δραστική και βαθιά ύφεση, όπως πάμπολλοι αναλυτές και οικονομολόγοι είχαν προβλέψει

Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Διευθυντών Προμηθειών(PMI) της S&P Global εμφάνισε μια τόνωση και έφθασε στις 50,2 μονάδες τον Ιανουάριο, ενώ οι προβλέψεις είχαν κάνει λόγο για 49,8 μονάδες, ήτοι περιοχή συρρίκνωσης για τις δραστηριότητες. Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν η πρώτη φορά από τον Ιούνιο που ο Δείκτης Διευθυντών Προμηθειών ξεπέρασε τις 50 μονάδες, οι οποίες σηματοδοτούν την είσοδο σε φάση ανάπτυξης. Μια σειρά από άλλους οικονομικούς δείκτες, όπως εκείνος του πληθωρισμού, ο οποίος επιβραδύνεται, αλλά και το γεγονός πως ο φετινός χειμώνας αποδεικνύεται ήπιος και όχι δριμύς εν μέσω της ενεργειακής κρίσης και σε συνδυασμό με το ότι τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα επιλύονται, ενισχύουν την αισιοδοξία για τη μετέπειτα πορεία των χωρών της Ευρωζώνης.

Βεβαίως, χρειάζεται προσοχή και αυτοσυγκράτηση. Ενώ η σταθεροποίηση της οικονομίας ενισχύει τις ενδείξεις πως η Ευρωζώνη θα μπορούσε και να μην περιπέσει σε ύφεση, «η περιοχή σε καμία περίπτωση δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο ακόμη», υπογράμμισε ο Κρις Γουίλιαμσον, διευθυντής οικονομολόγος και αρμόδιος για τις επιχειρήσεις στη μονάδα της S&P, Global Market Intelligence. «Η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών συνεχίζει να μειώνεται, απλώς αυτό συμβαίνει σε πιο αργό ρυθμό, ενώ μια άνοδος του πληθωρισμού στις τιμές πώλησης τόσο για τα προϊόντα όσο και τις υπηρεσίες θα ενθαρρύνει τους θιασώτες της επιθετικής νομισματικής πολιτικής, τα λεγόμενα «γεράκια», να πιέσουν για περαιτέρω σύσφιγξη και αύξηση στο κόστος δανεισμού».

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη αυξήσει τα επιτόκια κατά 250 μονάδες βάσης μέχρι σήμερα, ενώ αναμένεται να κάνει κίνηση περαιτέρω 50 μονάδων βάσης την επόμενη εβδομάδα στην πρώτη συνεδρίαση της καινούργιας χρονιάς. Στη συνέχεια, είναι αβέβαιο τι θα συμβεί, καθώς κάποια μέλη της πιέζουν για μια πιο σταδιακή προσέγγιση, ενώ άλλα ζητούν «μεγάλης κλίμακας» κινήσεις. Πάντως, τα στοιχεία της έρευνας για την κίνηση του Δείκτη Διευθυντών Προμηθειών δεν είναι θετικά για όλες τις χώρες στην Ευρωζώνη, διότι ο δείκτης παραμένει κάτω από το όριο των 50 μονάδων τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία.

Σε κάθε περίπτωση, οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι έχουν αρχίσει πια να υπαναχωρούν ως προς τις εκτιμήσεις τους για μια επικείμενη ύφεση στη Γηραιά Ηπειρο.

Ειδικότερα, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα της Goldman Sachs ήταν ανάμεσα σε αυτούς που αναβάθμισαν τις προβλέψεις τους, αφότου η ευρωπαϊκή οικονομία αποδείχθηκε ανθεκτική στα τέλη του 2022, οι τιμές του φυσικού αερίου υποχώρησαν απότομα και η Κίνα, νωρίτερα από όσο αναμενόταν, εγκατέλειψε την πολιτική της μηδενικής ανοχής απέναντι στην εξάπλωση του κορωνοϊού. Κατά το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό/επενδυτικό ίδρυμα, το ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης αναμένεται το τρέχον έτος να αυξηθεί κατά 0,6%, ενώ προηγουμένως έκανε λόγο για συρρίκνωσή του της τάξεως του 0,1%.

Η ύφεση στην Ευρωζώνη αναβάλλεται ή ακόμη και ακυρώνεται, όπως διαπιστώνει σε έκθεσή της και η εταιρεία οικονομικών ερευνών Capital Economics. Οι δε αναλυτές της επισημαίνουν ότι η βελτίωση των προοπτικών της Ευρώπης αποτελεί το κύριο θέμα συζήτησης στους οικονομικούς κύκλους. Κατά την άποψή της, το γεγονός ότι η ύφεση που πολλοί περίμεναν δεν ήρθε, οφείλεται σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, οι κυβερνήσεις παρείχαν περισσότερη στήριξη από ό,τι περίμενε υπό τη μορφή πλαφόν στις τιμές της ενέργειας και άμεσων ενισχύσεων. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση πλήρωσε στο ακέραιο τους λογαριασμούς φυσικού αερίου των νοικοκυριών για τον μήνα Δεκέμβριο. Δεύτερον, επετεύχθη εξομάλυνση στη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας παγκοσμίως. Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάκαμψη στην παραγωγή αυτοκινήτων, καθώς και άλλων βιομηχανικών αγαθών, αντισταθμίζοντας το πλήγμα στους κλάδους έντασης ενέργειας, όπως είναι τα χημικά και τα μέταλλα. Τέλος, τρίτον, η κρίση στο πεδίο της ενέργειας, η οποία ταλάνισε την οικονομία της Ευρωζώνης, συμπιέζοντας εταιρείες και νοικοκυριά συλλήβδην, αποκλιμακώθηκε, αφού οι τιμές του φυσικού αερίου υποχώρησαν από τον Αύγουστο και μετά.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")