Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία που ξεκίνησε στις 30 Σεπτεμβρίου δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία αλλά είναι το αποτέλεσμα μίας καλά μελετημένης, εδώ και μήνες, κίνησης από πλευράς του Κρεμλίνου με πολλούς αποδέκτες τόσο στα ίδια τα πεδία των μαχών, κατά των αντιπάλων του καθεστώτος Άσαντ, όσο και προς ΗΠΑ- Ευρώπη αλλά και εντός της Ρωσίας

Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία που ξεκίνησε στις 30 Σεπτεμβρίου δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία αλλά είναι το αποτέλεσμα μίας καλά μελετημένης, εδώ και μήνες, κίνησης από πλευράς του Κρεμλίνου με πολλούς αποδέκτες τόσο στα ίδια τα πεδία των μαχών, κατά των αντιπάλων του καθεστώτος Άσαντ, όσο και προς ΗΠΑ- Ευρώπη αλλά και εντός της Ρωσίας.

Εν τούτοις αποτελεί ορόσημο για τις εξελίξεις στον Συριακό εμφύλιο πόλεμο, επιχειρώντας να αποτρέψει τους συσχετισμούς δυνάμεων και συμβάλλοντας στην διεθνοποίηση της κρίσης. Επιπλέον η πρωτοβουλία της Ρωσίας αποβλέπει στο να ξεπεραστεί η διπλωματική ακινησία των τελευταίων μηνών διαμορφώνοντας ένα νέο επί του εδάφους σκηνικό και παρέχοντας ισχυρή στήριξη στο παραπαίον καθεστώς Ασάντ.

Με την ολοκλήρωση και υπογραφή της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα το Ιράν στις 14/7 και την αποτροπή του βέτο της Αμερικανικής Γερουσίας, στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο δρόμος άνοιξε ουσιαστικά για μια πιο δυναμική παρέμβαση της Μόσχας στη Συριακή διένεξη. Το μήνυμα του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν μπορεί να συνοψισθεί ότι παρά τις επιβληθείσες, λόγω Ουκρανίας κυρώσεις, η Ρωσία εξακολουθεί να αποτελεί υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη με σοβαρά οικονομικά, ενεργειακά και πολιτισμικά ενδιαφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής- Κασπίας τα οποία και είναι αποφασισμένη να προασπίσει με κάθε τρόπο.

Το δε θέμα της Ισλαμικής τρομοκρατίας απασχολεί έντονα τον Ρώσο πρόεδρο αφού επιθυμεί να δει να τίθεται άμεσα ένα τέλος στην ανωμαλία του Ισλαμικού Κράτους ώστε να προλάβει την περεταίρω εξάπλωση του θρησκευτικού φανατισμού που αυτό πρεσβεύει και που αργά ή γρήγορα θα πλήξει την ίδια τη Ρωσία στο μαλακό υπογάστριο της, στον Καύκασο, μεγάλο μέρος του πληθυσμού του οποίου ως γνωστό αποτελείται από Σουνίτες ενώ το 14% συνολικά του Ρωσικού πληθυσμού είναι Μουσουλμάνοι. Είναι δε χαρακτηριστική η δήλωση του Ρώσου προέδρου στην πρόσφατη συνάντηση της Λέσχης Valdai στις 23/10 μέσω της οποίας καλεί τις Δυτικές κυβερνήσεις να αναλογισθούν τι θα συμβεί εάν οι τρομοκράτες του αυτοαποκαλούμενου Χαλιφάτου καταλάβουν τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη που αποτελεί και τον άμεσο στόχο τους. Σε αυτή την περίπτωση, παρατηρεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν, το Χαλιφάτο θα αποκτήσει νομιμοποίηση και με βάση τον άξονα Βαγδάτης – Δαμασκού θα κηρύξει παγκόσμια Τζιχάντ κατά των άπιστων Σταυροφόρων χριστιανών. «Αυτή είναι μία προοπτική που πρέπει να μας τρομάζει», δήλωσε ο Ρώσος Πρόεδρος. Σε αυτή δε την παρέμβαση της η Ρωσία έχει ισχυρό σύμμαχο το Ιράν, την πλέον σταθερή (οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά) χώρα της Μέσης Ανατολής η οποία επίσης επιθυμεί να δει να μπαίνει ένα τέλος στο εξάμβλωμα του Χαλιφάτου που αργά ή γρήγορα θα απειλήσει και αυτήν.

Με την ενεργό εμπλοκή της Ρωσίας στο Συριακό μέτωπο η κατάσταση αναμένεται ότι θα οξυνθεί περεταίρω με ιδιαίτερα σκληρές και φονικές μάχες να διεξάγονται με στόχο την επανακαταλήψη του μεγαλύτερου μέρους των εδαφών που σήμερα ελέγχονται από την ISIS και τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες του Syria Free Army και το μέτωπο «Νούσρα». Ο διαμελισμός της Συρίας, η οποία αποτελείται από ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκευτικών μειονοτήτων (βλέπε Κούρδοι, Ασσύριοι, Αρμένιοι, Μαρονίτες, Ορθόδοξοι, Χριστιανοί, Σουνίτες, Σιίτες, Σούφι) και ελέγχεται από Αλαουίτες του Ασάντ(μειοψηφία του 20% και αυτοί) πρέπει να θεωρείται δεδομένος με την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους που θα αποτελείται από τα εδάφη του υπάρχοντος Κουρδιστάν, μέρος σήμερα του Ιράκ και των Κουρδικών αυτόνομων επαρχιών της Βορειο-Ανατολικής Συρίας. Τα δε Ιρανικά και Τουρκικά εδάφη που κατοικούνται από Κούρδους δεν προβλέπεται να παραχωρηθούν εύκολα από Τεχεράνη και Άγκυρα αντίστοιχα.

Παρά το γεγονός ότι η ευρύτερη περιοχή της Συρίας, ιδίως το ανατολικό μέρος το οποίο σήμερα έχει καταλάβει το ISIS, το Βόρειο Ιράκ, με επίκεντρο την Μοσούλη και το Κιρκούκ, το Νότιο Ιράκ πέριξ της Μπάσρας και οι ανατολικές επαρχίες του Ιράν, στο Κορασάν, παρουσιάζει τεράστιο πετρελαϊκό ενδιαφέρον, εν τούτοις ο σημερινός πόλεμος στη Συρία και Βόρειο Ιράκ δεν έχει άμεσο στόχο τον έλεγχο των πετρελαϊκών αποθεμάτων από πλευράς Ρωσίας, ΗΠΑ, Βρετανίας και Γαλλίας. Για τις χώρες αυτές στόχος αποτελεί ο πολιτικός έλεγχος της περιοχής ώστε κάποτε να σταματήσει να αποτελεί εστία αποσταθεροποίησης. Απεναντίας για τους αντάρτες του ISIS η κατάληψη του Κουρδιστάν, και του Νότιου Ιράκ αποτελεί άμεση προτεραιότητα γιατί ο έλεγχος της εκεί πετρελαιοπαραγωγής θα τους ενισχύσει οικονομικά επιτρέποντας την βιωσιμότητα του Χαλιφάτου. Σήμερα το ISIS έχοντας καταλάβει το πετρελαιοπαραγωγικό κέντρο της Συρίας πέριξ της πόλης Deir Ezor και ένα μέρος του Βόρειου Ιράκ (πόλεις Μοσούλη και Hawiga και το διυλιστήριο στην Quyyura) ελέγχει μία μικρή παραγωγή της τάξης των 35.000-40.000 βαρελιών την ημέρα που του επιτρέπει όμως να τις διοχετεύσει στην αγορά με σκοτωμένες τιμές ($20-$25 το βαρέλι), μέσω βυτιοφόρων οχημάτων, τα οποία προμηθεύουν τις περιοχές της Συρίας, που ελέγχονται από το καθεστώς Ασάντ, αλλά και εξάγουν λαθραία σε συγκεκριμένους πελάτες σε Λίβανο και Τουρκία. Πρόκειται περί μίας πρωτόγονης αλυσίδας παραγωγής- τροφοδοσίας που δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια κέρδους αλλά εξυπηρετεί βασικές βιοποριστικές ανάγκες του Χαλιφάτου (βλέπε σχήμα).

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι χώρες που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα(μέσω εκπροσώπων) στην Συριακή κρίση αποτελούν και τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο διαθέτοντας ταυτόχρονα και τα σημαντικότερα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι χώρες αυτές που περιλαμβάνουν το Ιράν, το Ιράκ, τα ΗΑΕ, το Κατάρ, το Κουβέιτ, τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία παράγουν μεταξύ τους 38.0 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα (43% της παγκόσμιας παραγωγής) ενώ διαθέτουν 903 δισεκατομμύρια βαρέλια αποθεμάτων πετρελαίου, ήτοι 53% σε παγκόσμια βάση. Αλλά και στο φυσικό αέριο η παραγωγή των ανωτέρω χωρών ξεπερνά τα 1.112 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ανά ημέρα που αντιστοιχεί στο 32% της παγκόσμιας παραγωγής ενώ διαθέτουν 110.8 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αποθέματα που αντιστοιχούν σχεδόν στο 60% της παγκόσμιας δυναμικότητας. Η ενεργός ανάμειξη τους στη Συριακή κρίση ασφαλώς και δεν θέτει εν αμφιβόλω την παραγωγική τους ικανότητα αλλά απεναντίας τους βοηθά να επιβάλλουν δια της ισχύος τους την (υπό διαπραγμάτευση) νέα εδαφική πραγματικότητα με αυτές να δρουν ως εγγυήτριες δυνάμεις των νέων συνόρων, αποκομίζοντας παράλληλα σημαντικά οικονομικά και εμπορικά οφέλη.

Έχει ακόμη ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι παρά την έντονη γεωπολιτική αστάθεια που χαρακτηρίζει την όλη περιοχή, ιδίως μετά την κατάληψη της Μοσούλης από το ISIS τον Ιούνιο του 2014, και τις φονικές μάχες που ακολούθησαν βόρεια της Βαγδάτης αυτό δεν επηρέασε καθόλου τις διεθνείς τιμές πετρελαίου. Απεναντίας οι τιμές έχουν σημειώσει έκτοτε διαρκή πτώση όπως φαίνεται στο γράφημα, με το Brent, το διεθνές benchmark, να διαπραγματεύεται σήμερα στη ζώνη των $47-$49 το βαρέλι από τα $115 που ήταν τον Ιούνιο του 2014. Όπως έχουμε εξηγήσει μέσα από την στήλη αυτό οφείλεται στην υπερπροσφορά που παρατηρείται σε διεθνές επίπεδο τους τελευταίους δώδεκα μήνες κυρίως λόγω της αναγέννησης της Αμερικανικής παραγωγής από το shale oil και shale gas αλλά και της άρνησης του OPEC, πρωτοστατούσης της Σαουδικής Αραβίας, όπως και της Ρωσίας να μειώσουν την παραγωγή τους.

Η επικρατούσα σήμερα εικόνα στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου όπου τα έσοδα και τα κέρδη των ανεξάρτητων παραγωγών ( IOCs) έχουν πληγεί βάναυσα, με αποτέλεσμα τη μείωση επενδύσεων για έρευνες νέων πηγών και την εκμετάλλευση ήδη γνωστών, είναι ενισχυτική του ρόλου των πετρελαιοπαραγωγών του Κόλπου. Με πρωταγωνιστές την Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, και εν μέρει το Ιράκ, και αύριο το Ιράν, το μήνυμα που εκπέμπουν είναι ότι ως καθιερωμένοι παραγωγοί δεν είναι διατεθειμένοι να εκχωρήσουν αμαχητί το μερίδιο τους στην παγκόσμια αγορά όντας διατεθειμένες να αντιμετωπίσουν περίοδο ισχνών αγελάδων για όσο χρειασθεί. Η δε πολεμική εμπλοκή τους στον άξονα Συρία- Ιράκ θα συνεχισθεί όσο χρειασθεί, αφού δεν δημιουργεί προβλήματα στις τιμές ούτε στην ασφάλεια εφοδιασμού (με το Ιράκ να μη έχει σταματήσει ούτε μία ημέρα την παραγωγή του όσο διαρκούν οι μάχες με τους Ισλαμιστές τρομοκράτες του ISIS) προκειμένου να επιτευχθεί η επαναχάραξη των συνόρων σε πλέον ρεαλιστική και αντιπροσωπευτική βάση με κατάργηση της τεχνητής γραμμής Sykes- Picot (που επικυρώθηκε στην Σύνοδο ειρήνης των Παρισίων του 1919 παρά τις αντιρρήσεις του Lawrence της Αραβίας και μερίδας του Βρετανικού κατεστημένου που επιθυμούσαν πλέον ρεαλιστικές λύσεις) και την δημιουργία του ανεξάρτητου Κουρδιστάν, που αποτελεί σήμερα κύριο στόχο ΗΠΑ- Ρωσίας. Η επιβεβλημένη αυτή αλλαγή συνόρων θα γίνει βέβαια προς μεγάλη ενόχληση της Τουρκίας (που σήμερα εξαρτάται ενεργειακά από Ρωσία και Ιράν), η οποία, για μια ακόμη φορά, όπως και μετά τον Α’ Παγκόσμιο, φαίνεται ότι θα βρεθεί εκτός μοιρασιάς έχοντας μάλιστα εισέλθει σε περίοδο έντονης αποσταθεροποίησης και άρα αδυνατώντας να αντιδράσει δυναμικά.