Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν το ερώτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ήταν το αντικείμενο έντονων συζητήσεων, υποστηρίζαμε ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει μεγάλα εμπόδια στην προσπάθειά της να καταστεί φερέγγυα

Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν το ερώτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ήταν το αντικείμενο έντονων συζητήσεων, υποστηρίζαμε ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει μεγάλα εμπόδια στην προσπάθειά της να καταστεί φερέγγυα. Με το τρίτο πακέτο διάσωσης να αντιμετωπίζει τα επείγοντα ζητήματα ρευστότητας, και τις ανησυχίες να εκδηλώνονται από το ΔΝΤ καθώς και από άλλους φορεις, το ζήτημα είναι ξανά σχετικό.

Το 2011, δώσαμε έμφαση στον χαρακτήρα της "τέλειας καταιγίδας” που έπληξε την ελληνική οικονομία ταυτόχρονα με τις αντίξοες δημογραφικές εξελίξεις που άρχισαν να επιδρούν ως βαρίδι παρά σαν μια κινητήρια πηγή ανάπτυξης, όπως είχε γίνει στη διάρκεια των 30 ετών μέχρι το 2011. Από το 1970 μέχρι το 2004, οι αυξήσεις στο εργατικό δυναμικό συνέβαλαν κατά τρία τέταρτα στην ανάπτυξη. Εκείνη την περίοδο είχαμε επισημάνει ότι αυτή η τάση θα αντιστρεφόταν στα επόμενα 30 χρόνια. Η τελευταία πρόβλεψη της Eurostat για τον πληθυσμό υποδηλώνει μία ακόμη πιο δυσοίωνη εικόνα. Στα επόμενα 25 χρόνια, μέχρι το 2040, ο πληθυσμός που μπορεί να παράξει εργασία θα υποχωρήσει περισσότερο από το 1% ετησίως.

Η απόκλιση της δημογραφικής ανάπτυξης ως εκ τούτου, είναι ένα εντυπωσιακό 1,75%. Ακόμη κι αν υπολογιστεί η αβεβαιότητα που περικλείει τις προβλέψεις για τον πληθυσμό, αυτό θα είναι βουνό. Στην πραγματικότητα, ο δημογραφικός παράγοντας είναι πιθανό να επιδεινωθεί περαιτέρω, καθώς οι άνθρωποι σε ηλικία που μπορεί να εργαστούν, εγκαταλείπουν την Ελλάδα για καλύτερες προοπτικές αλλού.

Είναι πιθανό να μετριαστούν οι επιπτώσεις από την αρνητική τάση για τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας, εάν η συμμετοχή στην αγορά εργασίας αυξηθεί για άτομα ηλικίας 20-64. Αυτό είναι που υποτίθεται πρέπει να βελτιώσουν οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό και στην αγορά εργασίας. Υπάρχει κάποιο περιθώριο για την Ελλάδα να το κάνει αυτό για κάποιο μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα τις γυναίκες. Μακροπρόθεσμα, μια αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας για τις γυναίκες, θα προσθέσει στην οικονομική ανάπτυξη. Βραχυπρόθεσμα, η επίδραση στην ανάπτυξη της προσθήκης ατόμων που ίσως να είναι απόντες από την αγορά εργασίας για χρόνια, θα είναι περιορισμένη. Επομένως, ακόμη κι αν η Ελλάδα επρόκειτο να βιώσει μια μικρή επίδραση στο επίπεδο του ΑΕΠ, ως συνέπεια της προσθήκης ανειδίκευτων εργαζομένων στο εργατικό δυναμικό, αυτό θα επισκιαστεί από την απουσία διαθέσιμων εργαζόμενων στα επόμενα χρόνια.

Ομοίως, η μετανάστευση μπορεί να ανακουφίσει την δημογραφική πίεση μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, εάν η ένταξη διαχειριστεί σωστά. Εδώ η Ελλάδα παραδοσιακά κάνει επιτυχημένη δουλειά. Πριν από την κρίση (2007), οι αλλοδαποί εκτός ΕΕ στην Ελλάδα είχαν το υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης αλλοδαπών εκτός ΕΕ, μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Ακόμη και υψηλότερο ποσοστό από τους Έλληνες πολίτες. Αυτή η απόκλιση στην απασχόληση έχει εξαλειφθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ένας βασικός δείκτης του δυναμικού της μετανάστευσης για να συμβάλει στην μελλοντική οικονομική ανάπτυξη, θα είναι ο βαθμός στον οποίο οι δείκτες απασχόλησης των υπηκόων τρίτων χωρών θα αυξηθούν σύμφωνα με τους πολίτες της χώρας, όταν η απασχόληση αρχίσει να αναπτύσσεται. Ενώ η μετανάστευση -αν μη τι άλλο υπό το φως της τρέχουσας κατάστασης- είναι βέβαιο πως θα έχει κάποια σημασία για την αντιστροφή της δημογραφικής παρακμής, παραμένει ένα ερώτημα του πόσο μεγάλη θα είναι η συμβολή της.

Εκτός από τις δυσμενείς δημογραφικές συνθήκες, επαναδιατυπώνουμε το σημείο της "μικρής κλειστής οικονομίας” και το πώς η δομή της ελληνικής οικονομίας με ένα μικρό τομέα εμπορεύσιμων, είναι πιθανό να αποτελέσει έναν ασθενή καταλύτη για την ανάπτυξη στο προσεχές μέλλον. Ειδικότερα, επισημάναμε ότι αν και το εμπόριο συνιστά ένα σχετικά μικρό ποσοστό της ελληνικής οικονομίας, η ανάπτυξη είχε έλθει σχεδόν αποκλειστικά από τον κλάδο εκτός εμπορίου στη δεκαετία πριν από την κρίση. Στην πραγματικότητα, από την έναρξη της κρίσης οι τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών, έχουν συρρικνωθεί περισσότερους από τους υπόλοιπους.

Επιπλέον, ο τομέας των εμπορεύσιμων αγαθών έχει ένα μεγάλο παράγοντα των πρώτων υλών και των μεταφορών παγκοσμίως, ο οποίος προσθέτει κάποια αξία στην εγχώρια οικονομία. Όπως επισήμαναν οι Alcidi & Gros:

"Αυτό σημαίνει πως το ποσοστό των εξαγωγών που είναι στα αλήθεια ευαίσθητο στις εγχώριες τιμές και μισθούς, είναι μάλλον μικρό. Αυτή η συγκεκριμένη σύνθεση του ελληνικού εμπορίου, εξηγεί γιατί τα δύο προγράμματα προσαρμογής δεν κατόρθωσαν να φέρουν αποτελέσματα. Δεν ήταν επειδή οι μισθοί και οι τιμές δεν είχαν προσαρμοστεί. Οι μισθοί έχουν ήδη μειωθεί περισσότερο από 20%, αλλά οι εξαγωγές μετά βίας κινήθηκαν. Η ελληνική οικονομία είναι ως εκ τούτου απίθανο να επωφεληθεί πολύ από μια περαιτέρω υποτίμηση.

Η απουσία ευαισθησίας των εξαγωγών στην μείωση των μισθών, μπορεί επίσης να εξηγηθεί εν μέρει από την διαρθρωτική λειτουργία των προϊοντικών αγορών, περιορίζοντας αποτελεσματικά την είσοδο ή/και τον ανταγωνισμό των τιμών.

Ως εκ τούτου, οι εξελίξεις μέχρι στιγμής μας οδηγούν στο να είμαστε ακόμη λιγότερο αισιόδοξοι για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας. Επιπλέον, άλλοι σημαντικοί παράγοντες της μακροπρόθεσμης ευημερίας, όπως η ποιότητα θεσμών και το ανθρώπινο κεφάλαιο, δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκοί για την Ελλάδα επίσης.

Η ποιότητα των θεσμικών οργάνων έχει κακή φήμη στην Ελλάδα. Παρά τη σειρά μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα κατατάσσεται 26η από τα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ στο report της Παγκόσμιας Τράπεζας για το επιχειρείν το 2015 (μόνο η Κροατία και η Κύπρος είναι μετά από την ΕΛλάδα). Δεν υπάρχει διαφορά από την κατάταξη του 2009. Ομοίως, σε άλλο ένα συχνά χρησιμοποιούμενο μέτρο της ποιότητας των θεσμών, οι δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, εμφανίζουν την Ελλάδα στο χαμηλότερο σημείο μεταξύ των χωρών της ΕΕ, και στους έξι υποδείκτες.

Η κατάσταση δεν είναι λιγότερο διαφορετική για το ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι δείκτες για το ανθρώπινο κεφάλαιο με την μορφή του μορφωτικού επιπέδου, είναι ελαφρώς χαμηλότεροι από τον μέσο όρο των 28 της ΕΕ για τις ηλικίες 25-64, αν και με κάπως υψηλότερο ποσοστό των ανειδίκευτων. Τα αποτελέσματα έρευνας από το 2012 ωστόσο, αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα, βρίσκεται στο κατώτατο όριο μιας κατάταξης επιδόσεων των μελών της ΕΕ που είναι και μέλη του ΟΟΣΑ. Αν και η Ελλάδα έχει διαπιστώσει πρόοδο στην έρευνα από το 2003, είναι οδυνηρά αργή.

Αυτές οι παρατηρήσεις επισημαίνουν το γεγονός ότι ακόμη και με σημαντική ελάφρυνση χρέους, η Ελλάδα είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δύσκολες στιγμές στο προσεχές μέλλον.

(capital.gr)