Δύο χρόνια μετά την κατoχύρωση της πώλησης πλειοψηφικού μεριδίου του Διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) στην κρατική εταιρεία υδρογονανθράκων του Αζερμπαϊτζάν έναντι πινακίου φακής, η εξαγορά δεν έχει ολοκληρωθεί λόγω σοβαρών ενστάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της DG COMP

Δύο χρόνια μετά την κατοχύρωση  της πώλησης πλειοψηφικού μεριδίου του Διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) στην κρατική εταιρεία υδρογονανθράκων του Αζερμπαϊτζάν έναντι πινακίου φακής, η εξαγορά δεν έχει ολοκληρωθεί λόγω σοβαρών ενστάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της DG COMP. Ως γνωστό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιδρά στη πώληση του 64% του ΔΕΣΦΑ στη SOCAR υποστηρίζοντας ότι βάσει των προβλέψεων και δεσμεύσεων του 3ου Ενεργειακού Πακέτου δεν μπορεί ένας βασικός προμηθευτής, όπως είναι η SOCAR, να ελέγχει τον διαχειριστή του δικτύου καθότι δεν μπορεί να αποκλεισθούν φαινόμενα χειραγώγησης της αγοράς. Έκτοτε η κυβέρνηση έχει επιδιώξει την εξεύρεση λύσης με την είσοδο μίας ακόμη εταιρείας ώστε το μερίδιο της SOCAR να περιορισθεί στο 49% ή και μικρότερο. Μία λύση όμως που δεν ενθουσιάζει ιδιαίτερα τους Αζέρους εταίρους.

Όπως έχουμε διαχρονικά υποστηρίξει μέσα από την στήλη η απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ να προχωρήσει στην πώληση του 64% του Διαχειριστού Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου μέσω του διαγωνισμού του Ιουνίου 2013 που διεξήγαγε το ΤΑΙΠΕΔ στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, ήτο όχι μόνο ατυχής ως οικονομική επιλογή, προκειμένου να εισπράξει χρήματα το κράτος για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, αλλά ήτο μια πράξη εθνικά επιζήμια. Και αυτό γιατί ο ΔΕΣΦΑ ελέγχει την ενεργειακή ραχοκοκαλιά της χώρας που αποτελείται από ένα εκτενές δίκτυο (2.500 χλμ) κυρίως αγωγών, κλάδων, σταθμών συμπίεσης, μετρητικών σταθμών καθώς και τον τερματικό σταθμό LNGτης Ρεβυθούσας – όπου ευρίσκεται τώρα υπό κατασκευή έργο που αποβλέπει στον διπλασιασμό της χρηστικότητας του τερματικού. Την στιγμή δε που η χώρα μας ευρίσκεται κυριολεκτικά εις το μέσο του Νοτίου Διαδρόμου που έχει ως στόχο την διαφοροποίηση της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης, μέσω του αερίου που θα προέλθει από το Αζερμπαϊτζάν, ο ρόλος του ρυθμιστή στο φ. αέριο είναι όχι μόνο κομβικός λόγω του διαχειριστικού του ρόλου αλλά και απόλυτα κρίσιμος από την άποψη χειρισμών και αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο. Γι’ αυτό η απώλεια ελέγχου του ΔΕΣΦΑ την δεδομένη χρονική στιγμή μόνο ως εθνικό ατόπημα πρώτου βαθμού μπορεί να εκληφθεί. Και όλα αυτά για ένα μάλλον ευτελές τίμημα εάν λάβουμε υπόψη ότι το συμφωνηθέν –αλλά ευτυχώς όχι ακόμα εισπραχθέν- ποσό εξαγοράς για το 64% της εταιρείας ανέρχεται στα 400 εκατ. ευρώ, ένα ποσό που αποτιμά συνολικά τον ΔΕΣΦΑ μόλις στα 615 εκατ. ευρώ!

Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι με τους πλέον συντηρητικούς υπολογισμούς μόνο η αξία του τερματικού της Ρεβυθούσας, μαζί με την αδειοδότηση του και επέκταση του, ξεπερνά το ποσό των 600 εκατ. ευρώ, τότε δια γυμνού οφθαλμού γίνεται αντιληπτό το μεγάλο ξεπούλημα του ΔΕΣΦΑ και η σκόπιμη υποεκτίμηση της αξίας του από τους εγκεφάλους του ΤΑΙΠΕΔ. Σύμφωνα με ανεξάρτητους εκτιμητές ( quantity surveyors) με εξειδίκευση σε βιομηχανικές και ενεργειακές υποδομές, μια γενική αποτίμηση των παγίων και goodwillτου Διαχειριστή υπολογίζει την αξία του στα 1.4-1.6 δις ευρώ και μάλιστα βάσει συντηρητικών παραδοχών.

Τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει σοβαρό διαδικαστικό κώλυμα από πλευράς Κομισιόν,όπου η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού έχει δικαιολογημένα διατυπώσει σοβαρές επιφυλάξεις για την νομιμότητα της πώλησης του ΔΕΣΦΑ στην SOCARλόγω μη διασφάλισης του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού, αφού ο προμηθευτής που είναι η SOCARαποκτά κυριότητα της υποδομής μεταφοράς (αντίθετα με τα προβλεπόμενα στο 3οΕνεργειακό Πακέτο), είναι ευκαιρία για την κυβέρνηση να σταματήσει πάραυτα και να ακυρώσει την όλη διαδικασία πώλησης.

Εάν λάβουμε υπ’ όψη την παρατεταμένη νομική εμπλοκή λόγω των γνωστών διατάξεων περί ανταγωνισμού, και ότι η εγγυητική επιστολή της SOCAR για συμμετοχή της στο διαγωνισμό λήγει στις 31/8, τότε προσφέρεται μία άριστη ευκαιρία στην κυβέρνηση να κηρύξει άγονο τον διαγωνισμό και να μην τον επαναπροκηρύξει. Αντ’ αυτού η κυβέρνηση σε συνεννόηση με τους δανειστές, δηλαδή το κουαρτέτο, θα μπορεί να επιλέξει μία άλλη ιδιωτικοποίηση στον ενεργειακό τομέα η οποία να είναι άμεσα υλοποιήσιμη χωρίς νομικές ή άλλες εμπλοκές. Η πώληση του 34% που κατέχει το Ελληνικό Δημόσιο στα ΕΛΠΕ προσφέρεται κάλλιστα για μία τέτοια αποκρατικοποίηση αφού αποτελεί ένα χειροπιαστό στόχο, την στιγμή όπου η κερδοφορία της συγκεκριμένης εταιρείας, αλλά και γενικότερα του δυιλιστικού κλάδου σε Ευρώπη και ΗΠΑ, έχει αρχίσει να ανακάμπτει. Της πώλησης του κρατικού μεριδίου στα ΕΛΠΕ θα μπορούσε να ακολουθήσει η μετοχοποίηση της ΔΕΠΑ, και όχι πώληση μεγάλου τμήματος της εταιρείας όπως πάλι ατυχώς είχε επιχειρηθεί (βλέπε αιφνιδιαστική αποχώρηση GAZPROM από σχετικό διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ τον Ιούνιο του 2013). Η δε είσοδος της ΔΕΠΑ στο Χρηματιστήριο (με πώληση 25-30%) θα απέφερε σημαντικά οφέλη τόσο στο Ελληνικό Δημόσιο όσο και στους νέους μετόχους ενώ ταυτόχρονα θα ενίσχυε τον χρηματιστηριακό θεσμό ο οποίος και αποτελεί βασικό εργαλείο των ώριμων και σύγχρονων οικονομιών.

Εάν για την πώληση του ΔΕΣΜΗΕ, που είναι ο αντίστοιχος φορέας διαχειριστού για το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας, η κυβέρνηση έχει θέσει βέτο και μάλιστα σπεύδει να τον κρατικοποιήσει (αφαιρώντας τον αντίστοιχα από τη ΔΕΗ την οποία και θα πρέπει να αποζημιώσει) με ποια λογική υποστηρίζει και επιδιώκει την πώληση του ΔΕΣΦΑ και μάλιστα με ένα μάλλον χαριστικό τίμημα; Στην περίπτωση του ΔΕΣΦΑ ο οποίος διαχειρίζεται την αγορά φυσικού αερίου, η οποία δεν είναι τόσο ώριμη όσο αυτή του ηλεκτρισμού (κάθε άλλο μάλιστα καθότι η αγορά φυσικού αερίου ευρίσκεται σε ένα αρχικό στάδιο με το φυσικό αέριο να έχει εισαχθεί στη χώρα μόλις το 1996)η αναγκαιότητα να διατηρηθεί για ένα εύλογο χρονικό διάστημα υπό κρατικό έλεγχο είναι προφανής. Είναι δε απορίας άξιο πως σε ένα τομέα όπου η κυβέρνηση μπορούσε με άνεση, και μάλιστα με πλήρη κοινοτική κάλυψη, να αντικρούσει και να ακυρώσει τη συγκεκριμένη πώληση δεν το έπραξε επιλέγοντας να πουλήσει «τσαμπουκά», διατυπώνοντας έωλα επιχειρήματα, αβάσιμες αντιρρήσεις και αστεία εμπόδια σε σωρεία άλλων θεμάτων του ενεργειακού τομέα που λόγω Κοινοτικών Οδηγιών και εκφρασμένης πολιτικής της ΕΕ είχε από χέρι την υπόθεση χαμένη (λ.χ. άνοιγμα αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ανταγωνισμού με πρόσβαση τρίτων σε λιγνίτες και υδροηλεκτρικά). Η κυβέρνηση, μέσω του αρμόδιου υπουργού ΠΕΠΑ, κ. Πάνου Σκουρλέτη, έστω την ύστατη αυτή ώρα καλείται να δώσει εξηγήσεις.