Η Ελλάδα κινείται στο μέσο όρο της Ε.Ε. για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην ενεργειακή κατανάλωση, έχοντας, ήδη, φθάσει πολύ κοντά στο δεσμευτικό εθνικό στόχο έξι χρόνια πριν από το 2020. Παρά το γεγονός ότι προηγούνται αρκετά κράτη-μέλη με εντυπωσιακότερη πρόοδο, ορισμένα, μάλιστα, έχουν υπερβεί τους εθνικούς στόχους τους, η χώρα μας έχει κάνει σημαντικά βήματα στον τομέα αυτό και από το 12,1% που ήταν το μερίδιο των ΑΠΕ στη διετία 2011-2012 έχει φθάσει το 2013 στο 15%, με σταθερή αύξηση

Η Ελλάδα κινείται στο μέσο όρο της Ε.Ε. για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην ενεργειακή κατανάλωση, έχοντας, ήδη, φθάσει πολύ κοντά στο δεσμευτικό εθνικό στόχο έξι χρόνια πριν από το 2020. Παρά το γεγονός ότι προηγούνται αρκετά κράτη-μέλη με εντυπωσιακότερη πρόοδο, ορισμένα, μάλιστα, έχουν υπερβεί τους εθνικούς στόχους τους, η χώρα μας έχει κάνει σημαντικά βήματα στον τομέα αυτό και από το 12,1% που ήταν το μερίδιο των ΑΠΕ στη διετία 2011-2012 έχει φθάσει το 2013 στο 15%, με σταθερή αύξηση.

Τα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνονται στην Έκθεση 2015, που έδωσε στη δημοσιότητα η Κομισιόν για την πρόοδο που έχει συντελεσθεί ως τώρα στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, με ορίζοντα το δεσμευτικό στόχο του 20% στην ενεργειακή κατανάλωση ως το 2020 και στο 10% στις μεταφορές, σε συνδυασμό με τους εθνικούς δεσμευτικούς στόχους. Η Έκθεση παραδόθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο Υπουργών, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών.

Το 2012 το μερίδιο των ΑΠΕ στην εγχώρια ενεργειακή κατανάλωση ανήλθε στο 13,4%, με την καμπύλη της τροχιάς ανάπτυξης τους να έχει βελτιωθεί το 2013/2014, σε σχέση με το 2011/2012. Σύμφωνα με την Έκθεση της Κομισιόν, ο εθνικός δεσμευτικός στόχος για το 2020 είναι στο 18%, όταν ήδη στην Ελλάδα η εγκατεστημένη ισχύς μονάδων ΑΠΕ στο διασυνδεδεμένο σύστημα έφθασε τον Απρίλιο του 2015 στο 25,50%, έναντι 25,09% των λιγνιτικών μονάδων, 28,40% του φυσικού αερίου, 17,85% των υδροηλεκτρικών και 3,94% των πετρελαϊκών (στοιχεία ΛΑΓΗΕ).

Οι ΑΠΕ έχουν τεθεί πλέον σε τροχιά σε ολόκληρη την Ε.Ε. για την κάλυψη του δεσμευτικού στόχου 20% στην ακαθάριστη συνολική ενεργειακή κατανάλωση ως το 2020. Ήδη, το μερίδιο των ΑΠΕ έφθασε το 2014 στο 15,3%,κατά μέσο όρο, ποσοστό που αφορά στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ε.Ε. Μάλιστα, 25 κράτη-μέλη εμφανίζονται να έχουν καλύψει τους ενδιάμεσους στόχους τους έξι χρόνια πριν από το 2020, όπως, η Τσεχία, η Ισπανία, η Κροατία, η Ιταλία, η Λεττονία, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία και η Φινλανδία, ενώ υπάρχουν κράτη που έχουν υπερβεί ακόμη και τους εθνικούς στόχους, όπως, η Σουηδία, η Εσθονία, η Βουλγαρία και η Λιθουανία.

Από το σύνολο της ενεργειακής κατανάλωσης στην Ευρώπη το 46% αφορά στη θέρμανση και ψύξη. Οι ΑΠΕ το 2014 κάλυψαν τις ανάγκες αυτές με συνολικό μερίδιο 16,6%, δηλαδή, ακόμη μεγαλύτερο από το μέσο όρο της συνολικής κατανάλωσης. Σήμερα, το 26% της ευρωπαϊκής παραγωγής ενέργειας προέρχεται από τις ΑΠΕ, ενώ το 10% της ηλεκτρικής ενέργειας έχει ως πηγή τον ήλιο και τον αέρα.

Η εικόνα, βέβαια, διαφοροποιείται στον τομέα των μεταφορών, όπου η Έκθεση καταγράφει υστέρηση στη διείσδυση των ΑΠΕ. Ενώ ο δεσμευτικός στόχος για το 2020 είναι οι ΑΠΕ να διαθέτουν μερίδιο 10% για την κάλυψη των αναγκών των μεταφορών, το 2014 περιορίζεται μόλις στο 5,7%. Η κύρια αιτία που αποδίδεται στο γεγονός αυτό είναι η αβεβαιότητα που προκαλείται από την καθυστέρηση της οριστικοποίησης της πολιτικής για τον περιορισμό των κινδύνων από την έμμεση αλλαγή των χρήσεων γης, καθώς και η ανεπαρκής πρόοδος στην ανάπτυξη εναλλακτικών βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς.

Να σημειωθεί ότι πέρυσι η Ε.Ε. ενέκρινε ένα νέο πλαίσιο για το Κλίμα και την Ενέργεια, το οποίο περιλαμβάνει στόχο τουλάχιστον 27% για τις ΑΠΕ ως το 2030, με την ευελιξία, ωστόσο, στα κράτη-μέλη να θέσουν τους δικούς τους στόχους.