Επ' ευκαιρία της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα μεγάλη μερίδα του Τύπου αναφέρθηκε διθυραμβικά στην τεράστια σημασία της διότι, όπως υποστηρίζει θα εσήμαινε μία επανεκκίνηση στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών. Η αντίληψη αυτή υπονοεί ότι οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν διακοπεί ή είχαν υποχωρήσει, ή πληγεί σοβαρά κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε βαθμό που απαιτείτο επειγόντως μία μεγάλη προσπάθεια για την επανεκκίνηση τους

Επ' ευκαιρία της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα μεγάλη μερίδα του Τύπου αναφέρθηκε διθυραμβικά στην τεράστια σημασία της διότι, όπως υποστηρίζει θα εσήμαινε μία επανεκκίνηση στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών. Η αντίληψη αυτή υπονοεί ότι οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν διακοπεί ή είχαν υποχωρήσει, ή πληγεί σοβαρά κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε βαθμό που απαιτείτο επειγόντως μία μεγάλη προσπάθεια για την επανεκκίνηση τους. Εάν εξετάσουμε όμως διαχρονικά τις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις τα τελευταία 40 και κάτι χρόνια θα διαπιστώσουμε ότι αυτές ουδέποτε στην πράξη διακόπηκαν ή πάγωσαν, αλλά αντίθετα εξελίσσοντο διευρυνόμενες κλαδικά και διογκούμενες οικονομικά.

Μπορεί για ορισμένους η επίσκεψη του κ. Αλέξη Τσίπρα στην Μόσχα και η συνάντηση του με τον πρόεδρο της Ρωσίας κ. Βλαντιμίρ Πούτιν να αποτελεί γεγονός υψίστης πολιτικής και οικονομικής σημασίας αλλά εάν εξετάσουμε το όλο θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις και λάβουμε υπ’ όψιν την ιστορία των Ελληνο-Ρωσικών οικονομικών και εμπορικών σχέσεων, τότε θα αντιληφθούμε ότι η όλη υπόθεση αποτελεί απλώς μία ακόμη φάση σ’ ένα συνεχόμενο αφήγημα. Ένα αφήγημα όπου σήμερα το ενεργειακό-βιομηχανικό σκέλος, μαζί με τα θρησκευτικά και πολιτιστικά θέματα, συμπεριλαμβανομένου και του τουρισμού, αποτελούν το κυρίως υπόβαθρο. Σε κάθε περίπτωση η Ρωσία ήτο και παραμένει ένας από τους βασικούς οικονομικούς και εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας.

Σε ότι αφορά δε το ενεργειακό θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ουσιαστικές σχέσεις των δύο χωρών ξεκίνησαν την δεκαετία του 1950 με την εισαγωγή ποσοτήτων Ρωσικού πετρελαίου ποικιλίας Ουραλίων από την εταιρεία Μαμιδάκη και συνεχίστηκαν αυξητικά όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, ακόμα και επί της επταετούς διακυβέρνησης από την στρατιωτική χούντα, και αψηφώντας κατ’ ουσία το έντονο ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατούσε τότε στην Ευρώπη. Οι εισαγωγές Ρωσικού αργού κορυφώθηκαν το 2012-2013 όταν λόγω αδυναμίας εισαγωγών από το Ιράν (λόγω του Αμερικανο-Ευρωπαϊκού εμπάργκο) η Ελλάδα έφθασε να καλύπτει τις ανάγκες της κατά 70% με Ρωσικό πετρέλαιο, από ένα 30% που ήτο ιστορικά το αναλογούν μερίδιο. Σήμερα οι εισαγόμενες ποσότητες από τα δύο διυλιστικά συγκροτήματα της χώρας κινούνται μεν σε υψηλά επίπεδα καλύπτοντας σχεδόν το 40% των εισαγωγών αργού, ποσό που αντιστοιχεί περίπου σε 9.0 με 11.0 δισεκατομμύρια ευρώ κατ’ έτος για την περίοδο 2012-2013, για να μειωθεί αυτό στα 7.0 με 8.0 δισεκατομμύρια ευρώ το 2014. Ένα μέρος των εισαγωγών αυτών που αντιστοιχούν περίπου σε 5.0 εκατομμύρια τόνους χρησιμοποιούνται για διύλιση και παραγωγή προϊόντων για εγχώρια κατανάλωση και ένα ισόποσο μέγεθος για εξαγωγές. Συνολικά οι δύο Ελληνικοί διυλιστηριακοί όμιλοι εκτιμάται ότι κατέβαλαν συνολικά περί τα 6.5-7.0 δισεκατομμύρια ευρώ για εισαγωγές Ρωσικού αργού το 2014.

Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι το 1996 η Ελλάδα ξεκινήσε τις πρώτες εισαγωγές Ρωσικού φυσικού αερίου έχοντας προηγηθεί η κατασκευή του κύριου αγωγού (Σιδηρόκαστρο – Πάτημα) και πολλών κλάδων που υλοποιήθηκαν από εξειδικευμένες Ρωσικές εταιρείες. Με τις εισαγωγές να αυξάνονται σταδιακά φθάνοντας στα σημερινά επίπεδα των 2.2-2.6 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων κατ’ έτος με εμπορική αξία άνω των 1.0 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με προοπτικές για περαιτέρω εισαγωγές εφόσον ανακάμψει η Ελληνική οικονομία και η κυβέρνηση αποφασίσει να προωθήσει την επέκταση του υπό σχεδίαση αγωγού Turkish Stream στα Ελληνικά εδάφη, όπου μέσω αυτών θα οδεύσει για να προμηθεύσει τις κύριες Ευρωπαϊκές αγορές (μέσω του υπό σχεδίαση αγωγού Tesla που θα ενώνει την Ελλάδα, FYROM, Σερβία και θα καταλήγει στην Ουγγαρία). Με την κατασκευή του Ελληνικού τμήματος του ανωτέρω αγωγού ως τώρα να αποτελεί το νέο στοιχείο στις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις.

Άρα σε ότι αφορά την ενέργεια, και κατ’ επέκταση ισχύει και για αρκετούς άλλους τομείς των οικονομικών σχέσεων, με ιδιαίτερο σημείο αναφοράς τον τουρισμό, ομιλούμε περί μίας σταδιακής εμβάθυνσης και επέκτασης των οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών που ουδέποτε πλήγησαν ανεπανόρθωτα ώστε να απαιτούν σήμερα μία επανεκκίνηση. Εάν για κάτι είχε ενδιαφέρον η επίσκεψη Τσίπρα στη Ρωσική πρωτεύουσα και την συνάντησή του με την πολιτική ηγεσία της ομόθρησκης χώρας, ήτο ότι αυτή πραγματοποιήθηκε σε μία ιδιαίτερα δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο όπου εν μέσω μίας καταρρέουσας οικονομίας και εκατέρωθεν Ευρωπαϊκής αμφισβήτησης, η κυβέρνηση ψάχνει απεγνωσμένα για στηρίγματα στον διεθνή χώρο. Υπό αυτή την άποψη, η επίσκεψη Τσίπρα είχε μεγάλη συμβολική σημασία και έδρασε καταλυτικά σε ψυχολογικό επίπεδο προσφέροντας μία αχτίδα φωτός στο κατά τα άλλα απελπιστικά θολό και ομιχλώδες οικονομικό και πολιτικό τοπίο.

Προς Θεού όμως μην έχουμε και εσφαλμένη εντύπωση ότι η επίσκεψη αυτή στάθηκε αφορμή για επανεκκίνηση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών. Αυτές ουδέποτε διαταράχθηκαν, αν και σε πολλές περιπτώσεις ειδικά την τελευταία δεκαετία δοκιμάστηκαν πολλαπλά, αφού η τοποθέτηση της Ελλάδας, στο Δυτικό στρατόπεδο και εντός του ΝΑΤΟ, αναπόφευκτα δημιουργεί τρυγμούς στις ΗΠΑ και τους άλλους συμμάχους (με πολλούς από τους οποίους η Μόσχα διατηρεί άριστες οικονομικές σχέσεις, έστω και σε εποχή κυρώσεων-) κάθε φορά που η Αθήνα επιχειρεί ανοίγματα, ιδίως στον ενεργειακό τομέα. Ουσιαστικά πρόκειται περί ενός ανελέητου οικονομικού και εμπορικού ανταγωνισμού, μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, όπου η Ελλάδα οφείλει να σταθμίσει προσεκτικά τις επιλογές της, να διαμορφώσει τις συμμαχίες της και να αξιοποιήσει στο έπακρον το γεωγραφικό της πλεονέκτημα.