Ὄχι ὅμως κάθε Πρωταπριλιά, οὔτε ὁποιαδήποτε Πρωταπριλιά. Πρόκειται εἰδικά γιά ἐκείνη τοῦ 1881. Καί τότε ἡ Ἑλλάδα εἶχε κάποια μᾶλλον σοβαρά προβλήματα. Ἦταν ὅμως κάπως διαφορετικά ἀπό τά σημερινά. Ὄχι, βέβαια, πώς ἐκεῖνο τόν καιρό τά οἰκονομικά τοῦ Κράτους ἦσαν ἀνθηρά. Ἄλλο, ὅμως, ἦταν τό θέμα πού κρατοῦσε τόν ἑλληνικό λαό σέ ἔγερση, διέγερση, ἐξέγερση
Ὄχι ὅμως κάθε Πρωταπριλιά, οὔτε ὁποιαδήποτε Πρωταπριλιά. Πρόκειται εἰδικά γιά ἐκείνη τοῦ 1881. Καί τότε ἡ Ἑλλάδα εἶχε κάποια μᾶλλον σοβαρά προβλήματα. Ἦταν ὅμως κάπως διαφορετικά ἀπό τά σημερινά. Ὄχι, βέβαια, πώς ἐκεῖνο τόν καιρό τά οἰκονομικά τοῦ Κράτους ἦσαν ἀνθηρά. Ἄλλο, ὅμως, ἦταν τό θέμα πού κρατοῦσε τόν ἑλληνικό λαό σέ ἔγερση, διέγερση, ἐξέγερση. Λίγο πρίν, στό συνέδριο τοῦ Βερολίνου, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις εἶχαν ὑποσχεθεῖ ὅτι θά φροντίσουν τά μεταξύ Ἑλλάδας καί Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας σύνορα νά τροποποιηθοῦν πρός ὄφελος τῆς πρώτης. Ἐννοεῖται πώς ἡ δεύτερη ἔδειχνε περιορισμένο ἐνθουσιασμό νά συναινέσει σέ κάτι τέτοιο.

 Ἡὑλοποίηση τῶν προσδοκιῶν τῆς Ἀθήνας φαινόταν νά ἑτεροχρονίζεται. Ἡ ἑλληνική κοινή γνώμη δυσαρεστεῖται, δυσφορεῖ, δυσανασχετεῖ. Ἡ πολιτική ζωή τῆς περιόδου αὐτῆς, ὑφίσταται τίς σχετικές ἐπιπτώσεις καί δέδείχνει πάντα τόν καλύτερό της ἑαυτό. Θά συμβεῖ μάλιστα, νέα κυβέρνηση νά ἔχει ὡς «πρῶτον ἔργον» τήν «...δημοπρατική... ἐκποίησι(ν) τῶν ἵππων καί τῶν ὑποζυγίων τοῦ στρατοῦ καί πάντων τῶν πρός ἐπιστράτευσιν ἐφοδίων,...» πού εἶχε προμηθευθεῖ ἡ προκάτοχός της γιά νά ὑποστηρίξει τά ἑλληνικά αἰτήματα ἐνόπλως.

 Καθώς πλησιάζει ἡ Πρωταπριλιά τοῦ 1881, ἡ κατάσταση διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: οἱ Μεγάλες Δυνάμεις φαίνονται πρόθυμες νά κάνουν κάτι γιά τήν Ἑλλάδα. Αὐτό ὅμως δέ θά ἦταν ὅ,τι θά ἤθελε, ὅ,τι περίμενε, ὅ,τι τήνεἶχαν κάνει νά ἐλπίζει. Ἡ ἐναλλακτική λύση ἦταν φυσικά ὁ πόλεμος, ἡ ρήξη μέ ἀμφίβολα κέρδη καί βέβαιες ζημιές γιά τήν Ἑλλάδα. (Τό 1897 ὁδηγεῖ σέ χρήσιμα συμπεράσματα γιά μιά τέτοια ἐπιλογή). Ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἀποδέχθηκε, κάποια στιγμή, τίς συμβιβαστικές προτάσεις τῶν Δυνάμεων. Πολλές, ὅμως, κακές γλῶσσες ὑποστήριξαν πώς τό ἔκανε μέ τήν ἐλπίδα ἤ καί τήν πεποίθηση ὅτι ἡἙλλάδα θά ἀποφάσιζε νά τίς ἀπορρίψει.

 Ὁ ἄνθρωπος πού θά πάρει τήν ἀπόφαση γιά τή χώραμας εἶναι ὁ πρωθυπουργός Ἀλέξανδρος Κουμουνδοῦρος. Γράφτηκε γι᾽ αὐτόν: «... εἰργάσθη πάντοτε μετ᾽ ἐπιτηδειότητος καί εὐστοχίας καί μετά πατριωτισμοῦ ἀκραιφνοῦς ἐκ πολλῶν καί σπουδαίων κινδύνων σώσας τό Ἔθνος... διεκρίνετο διά τήν χάριτα καί τήν γλυκύτητα τῶν τρόπων, τήν μειλιχιότητα καί ἀγαθότητα τοῦἤθους, τήν εὐγένειαν καί γενναιότητα τῶν αἰσθημάτων,τήν διαλάμπουσαν εὐφυΐαν, ταῦτα δέ πάντα ἀντανακλώμενα ἐξωτερικῶς εἰς μορφήν καλλιπρεπῆ καί παράστημα ἐπιβάλλον». Τόν κατηγοροῦσαν γιά κάποια ὄχιἀσυνήθη ἀδυναμία στούς ἕλληνες πολιτικούς. Φαίνεται,ὅμως, πώς τήν ἔλεγχε μέ τόν τρόπο του: «... παρεῖχε μέν μετά τινος ἀφειδίας ὑποσχέσεις, ἐξεπλήρου δ᾽ αὐτάς μετά πολλῆς τῆς γλισχρότητος».

 Τήν 1ην Ἀπριλίου 1881, ὁ Γεώργιος Σουρῆς δημοσιεύειἕνα ποίημα: «Ὁ Πρωθυπουργός». Ὑποτίθεται ὅτι μιλάει ὁἴδιος ὁ Κουμουνδοῦρος. Λέει διάφορα σέ ἔντονο τόνο:«Θέ νά κάμω ὅ,τι ἔλθη στό δικό μου τό κεφάλι, δένἀκούω πιά κανένα, Ἄγγλο, Γάλλο πρεσβευτή... Τόσου χρόνου ρεζιλίκι εἰς τό ἔθνος μας δέν φθάνει;... Ἄν ἐβάσταξα ὥς τώρα, παραπέρα δέν κρατῶ... δέν ἀκούω τόΘεό μου γιά τοῦ ἔθνους τήν τιμή».

Καί στό τέλος κάθε στροφῆς ἐπανέρχονται ὡς ἐπωδός οἱ στίχοι:«Λοιπόν πόλεμο κηρύττω στ᾽ὄνομα τοῦ Βασιλιᾶ...Μά ἐσεῖς μέ γέλοια λέτε “χά! χά! χά! Πρωταπριλιά!”.»(Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ γραφή τοῦ γέλοιου, συνδέεται ἔτσι ἀμεσότερα μέ τό γελοῖο.) Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι ἀπειλούμενες ἀκραῖες ἑλληνικές πολιτικές θέσεις δέν εἶχαν πάντοτε τήν ἀναμενόμενη ἤ ἐλπιζόμενη πειστικότητα. Ἡ τελευταία στροφή ἀρχίζει ἰδιαίτερα ὁρμητικά καί ἀποφασιστικά:«Ἄν νομίζετε ἀλήθεια πώς καί τώρα χωρατεύτω,ἤ δέν εἶσθε πατριῶται, ἤ δέν ἔχετε μυαλό...»

Γιά νά καταλήξει ἀπροσδόκητα:«Μά μοῦ κόβεται στή μέση ἀπ᾽ τά γέλοια ἡ μιλιά,καί μαζί σας κι ἐγώ λέγω “χά!χά!χά! Πρωταπριλιά! ”.»Δέν εἶναι γνωστό ἄν ὅταν ὁ Σουρῆς ἔγραφε τό ποίημα εἶχε πληροφορηθεῖὅτι «Ὁ Κουμουνδοῦρος ζυγίσας τάςπεριστάσεις, κατανοήσας, ὅτι παρά μέν τῶν Δυνάμεωνοὐ δέν πλειότερον ἠδύνατο ν᾽ἀναμένη, παρά δέ πολέμου ἀμφιβόλου ἐκβάσεως πιθανώτερον ἦτο ὅτι δέν ἤθελε κερδίσει πλείονα, λίαν συνετῶς δι᾽ ἐγγράφου αὐτοῦ πλήρους εὐστροφίας ἀπεδέξατο τήν [νέα μεθοριακή]γραμμήν τήν 31η Μαρτίου». Φρονίμως ὅμως ποιῶν,«Τήν ἀποδοχήν δέν διεκοίνωσεν ὁ Κουμουνδοῦρος,ἀποφεύγων νά παροξύνει τήν κοινήν γνώμην πρό τῆς ὁριστικῆς συμφωνίας μέ τήν Τουρκίαν,...».

Ἐπισημαίνεται ὅτι μέ τήν ἐνέργεια τοῦ νά ἀποδεχθεῖ τή συμβιβαστική λύση «... ἐν γνώσει ἐξετέθη εἰς ἀντιδημοτικότητα...». Ἡ Θεσσαλία ὅμως καί μέρος τῆςἨπείρου προσαρτήθηκαν στήν Ἑλλάδα χωρίς πόλεμο.Τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτοι θεσσαλοί βουλευτές στήν Ἑλληνική Βουλή προσχώρησαν στήν ἀντιπολίτευση καί ὑποχρέωσαν τόν Κουμουνδοῦρο, τόν ἄνθρωπο πού εἶχε πρωταγωνιστήσει στήν ἀπελευθέρωση τοῦτόπου τους, σέ παραίτηση ἀπό τήν πρωθυπουργία,ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πολλά ἀλλόκοτα τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς ἱστορίας. (Τό πρωταπριλιάτικο ποίημα τοῦΣουρῆ «Ὁ Πρωθυπουργός» δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τό ποίημα τοῦἴδιου «Πρωταπριλιά», πού δημοσιεύτηκε τόν ἑπόμενο χρόνο, ὅπου ἁπλῶς ἀπαριθμοῦνταικάποια «πρωταπριλιάτικα» ὅπως:«Οἱ βουλευταί νά μή ζητοῦν ρουσφέτια γιά τούς φίλους,καί πέντε δέκα νἄχωμε τοῦ κράτους ὑπαλλήλους»).

  Πάντως, ἄν ἡ σκιά τοῦ Κουμουνδούρου περιφέρεται καί κυκλοφορεῖ στήν ὁμώνυμή του πλατεία, θά μποροῦσε, ἴσως, νά μοιραστεῖ μέ τήν ἐκεῖ ἑδρεύουσα ἐξουσία τίς ἐμπειρίες καί τήν τεχνογνωσία του.