Βέβαιος για την «αναπόφευκτη» ανάκαμψη στην οικονομία της Ρωσίας εμφανίστηκε χθες ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, μολονότι προειδοποίησε πως θα συνεχισθούν επί δύο έτη τα οικονομικά προβλήματα

Βέβαιος για την «αναπόφευκτη» ανάκαμψη στην οικονομία της Ρωσίας εμφανίστηκε χθες ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, μολονότι προειδοποίησε πως θα συνεχισθούν επί δύο έτη τα οικονομικά προβλήματα κι ενώ οικονομικοί αναλυτές προεξοφλούν πως η οικονομική και νομισματική κρίση στη Ρωσία θα πλήξει τη δημοτικότητά του που μετά την προσάρτηση της Κριμαίας έχει εκτιναχθεί στο 80%. 

Αν και η καθιερωμένη ετήσια συνέντευξή του επικεντρώθηκε στην οικονομική κρίση της Ρωσίας, την οποία απέδωσε για μια ακόμη φορά σε «εξωγενείς παράγοντες», ο Ρώσος πρόεδρος εξέφρασε τη διάθεση συνεργασίας της Ρωσίας σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα κατασκευής αγωγού φυσικού αερίου στα ελληνοτουρκικά σύνορα με σκοπό τη μεταφορά του στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας. Επανέλαβε, επίσης, πως η χώρα του προσπαθεί να έχει μια «ισορροπημένη» στάση στο πρόβλημα της Κύπρου.

Τόνισε συγκεκριμένα πως ο κόμβος διανομής φυσικού αερίου στα ελληνοτουρκικά σύνορα είναι εφικτός όπως και η μεταφορά του αερίου στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας αλλά εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Ενωση και όχι από τη Ρωσία. «Θέλουν να έχουν σταθερές, εγγυημένες και ασφαλείς προμήθειες ενεργειακών πηγών τις οποίες χρειάζονται, πολύ ωραία τότε θα εργαστούμε» υπογράμμισε, απευθυνόμενος έμμεσα στους Ευρωπαίους εταίρους της Ρωσίας. 

«Δεν το επιθυμούν; Τότε δεν θα πάμε» συμπλήρωσε, αναφερόμενος εμφανώς στην πρόσφατη απόφασή του να ακυρώσει την κατασκευή του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου South Stream, που επρόκειτο να διέρχεται μέσω Βουλγαρίας για να καταλήγει στην Κεντρική Ευρώπη. Υπογράμμισε, πάντως, πως η Ευρώπη δεν διαθέτει άλλον φθηνότερο και πιο αξιόπιστο προμηθευτή φυσικού αερίου από τη Ρωσία και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει στο ορατό μέλλον.

Ο Ρώσος πρόεδρος δεν παρέλειψε, άλλωστε, να αναφερθεί στην Κύπρο για τη οποία δήλωσε στους δημοσιογράφους «γνωρίζετε ότι προσπαθούμε να έχουμε ισορροπημένη θέση και να οδηγήσουμε την υπόθεση έως την επίλυση του προβλήματος». Προσέθεσε, επίσης, πως η Ρωσία έχει πολύ καλές σχέσεις με την Τουρκία, οι οποίες έτσι κι αλλιώς επεκτείνονται και στη «Βόρεια Κύπρο» για να καταλήξει πως «θα επιδιώκουμε όπως και στο παρελθόν μια ισορροπημένη λύση χωρίς έξωθεν επιβολή». 

Σε ό,τι αφορά την ελεύθερη πτώση που γνωρίζει τις τελευταίες ημέρες το ρούβλι, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, υπεραμύνθηκε μεν των χειρισμών της κεντρικής τράπεζας αλλά επισήμανε πως θα μπορούσε να έχει κινηθεί νωρίτερα ώστε να μην είχε χρειαστεί η θεαματική άνοδος των επιτοκίων του ρουβλίου από το 10,5% στο 17%. Διαβεβαίωσε, πάντως, τους Ρώσους πως η ρωσική οικονομία θα προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα των χαμηλών τιμών του πετρελαίου «κι αν οι τιμές παραμείνουν στα 60 δολάρια το βαρέλι ή ακόμη και στα 40 δολάρια το βαρέλι, το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα θα γίνει η προσαρμογή της».

Επισημαίνοντας, πάντως, πως η κυβέρνηση φέρει μέρος της ευθύνης για την ιλιγγιώδη πτώση του νομίσματος έδωσε λαβή για εικασίες περί επικείμενης απομάκρυνσης του Ντιμίτρι Μεντβέντεφ από τον πρωθυπουργικό θώκο. Αυτή αφορά την κριτική του πως η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει μεριμνήσει ώστε να διαφοροποιήσει περισσότερο τη χειμαζόμενη από την πτώση του πετρελαίου και τις κυρώσεις ρωσική οικονομία και να έχει περιορίσει την εξάρτησή της από τις εξαγωγές ενέργειας. «Ολα αυτά υποδηλώνουν μεγάλες διαφωνίες μέσα στην κυβέρνηση ως προς το ποια είναι η ενδεδειγμένη αντίδραση στην κρίση» σχολίασε σχετικά ο Τίμοθ Ας, επικεφαλής της μονάδας αναδυόμενων αγορών στη Standard Bank του Λονδίνου. 

Παράλληλα ο Νιλ Σίρινγκ, οικονομολόγος της Capital Economics το Λονδίνο, επισημαίνει πως ο Ρώσος πρόεδρος δεν ανακοίνωσε καμία αλλαγή πολιτικής και εκτιμά πως «οι έλεγχοι στις κινήσεις κεφαλαίου παραμένουν πάντα το τελευταίο όπλο και η πρώτη γραμμή άμυνας για το ρούβλι». Ωστόσο, ο Ρώσος πρόεδρος υποσχέθηκε να διατηρήσει «τη σταθερότητα των επιχειρήσεων» και να διασφαλίσει «ρευστότητα σε ρούβλια» με τα μέτρα στήριξης των ρωσικών τραπεζών που έχει ήδη εξαγγείλει η κεντρική τράπεζα. Σημειωτέον ότι το επιτόκιο της διατραπεζικής έφθασε χθες στο 28,3% καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο από το 2005.

Πηγή: Kathimerini.gr