Κάτω από το πλακόστρωτο υπάρχει παραλία, φώναζαν οι φοιτητές τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, θέλοντας να διαμαρτυρηθούν για την τσιμεντοποίηση της πόλης. Κάτω από την άσφαλτο υπάρχουν ρέματα, θα μπορούσαμε να πούμε στην Αττική του 2014. Τα ρέματα και τα ποτάμια στην Αττική είναι ξεχασμένα πια και τα περισσότερα καταχωνιασμένα.

Κάτω από το πλακόστρωτο υπάρχει παραλία, φώναζαν οι φοιτητές τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, θέλοντας να διαμαρτυρηθούν για την τσιμεντοποίηση της πόλης. Κάτω από την άσφαλτο υπάρχουν ρέματα, θα μπορούσαμε να πούμε στην Αττική του 2014. Τα ρέματα και τα ποτάμια στην Αττική είναι ξεχασμένα πια και τα περισσότερα καταχωνιασμένα. Τα 700 έφταναν τα ρέματα που διέτρεχαν την Αττική γη στα τέλη του 19ου αιώνα. Στις αρχές του 21ου αιώνα δεν ξεπερνούν τα 50 πλέον. Τα ρέματα όμως έχουν μια κακή συνήθεια. Οσο και αν τα θάβουμε, όσο και αν προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε, αυτά εμφανίζονται όταν πέσει δυνατή βροχή (όπως προ δεκαημέρου στη Δυτική Αθήνα), με αποτέλεσμα πλημμύρες και καταστροφές. Πολλά και σωστά γράφτηκαν για τα αναγκαία αντιπλημμυρικά έργα, την άναρχη δόμηση, τις ελλιπείς υποδομές, τις περικοπές στους κρατικούς και δημοτικούς προϋπολογισμούς που αφήνουν ανοχύρωτη την πόλη.

Είναι ανάγκη όμως να πάμε ακόμα βαθύτερα στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Αθήνα και ευρύτερα η Αττική, όσον αφορά τα πλημμυρικά φαινόμενα. Πρόβλημα που κάνει πιο δύσκολη και πιο ακριβή την αντιπλημμυρική προστασία. Το 1893 διέτρεχαν την Αττική 1.277 χιλιόμετρα ανοικτών κλάδων ρεμάτων. Το 1945 είχαν απομείνει 858 χλμ., ενώ το 1973, 734 χλμ. Από τότε και μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, με τη λεγόμενη προαστιοποίηση και τη δημιουργία πολλών δορυφορικών πόλεων - προαστίων σε όλη την Αττική, πραγματοποιήθηκε μια πολύ μεγάλης έκτασης καταστροφή των ανοικτών ρεμάτων,με άναρχο, ή σχετικά οργανωμένο τρόπο, δηλαδή με ανάπτυξη στοιχειωδών υποδομών. Το αποτέλεσμα ήταν οι ανοικτοί κλάδοι ρεμάτων και ποταμών να περιοριστούν στις αρχές του 21ου αι. σε μόλις 434 χλμ. Μετράμε δηλαδή μια συνολική μείωση που φτάνει τα 2/3 (από 1.277 σε 434)! Τα στοιχεία αυτά που προέρχονται από μελέτη του ΕΜΠ (Εργαστήριο Εγγειοβελτιωτικών Εργων και Διαχείρισης Υδατικών Πόρων σε συνεργασία με το Εργαστήριο Φωτογραμμετρίας της Σχολής Τοπογράφων) είναι αποκαλυπτικά.

Την ίδια ώρα, η τσιμεντοποίηση του Λεκανοπεδίου έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Προσέξτε: Το 1945 μόλις το 17,7% της Αττικής ήταν πυκνοδομημένος αστικός χώρος. Το 1973 ήταν 39,55%, ενώ στις αρχές του 2000 είχε φτάσει το 68,5%. Ειδικά, εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας υπολογίζεται ότι πάνω από το 80% της συνολικής έκτασης αποτελείται πια από αδιαπέραστες επιφάνειες για τα ύδατα (κτίρια, δρόμοι, πλακόστρωτα, έργα υποδομής κ.λπ.). Υπολογίζεται πως οι εκτάσεις που υπάρχει χώμα, απλό χώμα για να απορροφά το νερό, δεν είναι πάνω από 20%. Πρόσφατα, ο καθηγητής Πολεοδομίας κ. Γιάννης Πολύζος έχει σημειώσει πως οι ελεύθεροι χώροι στην Αθήνα δεν ξεπερνούν το 4%. Είναι φανερό πως με αυτές τις συνθήκες η Αθήνα μετατρέπεται σε έναν επιταχυντή υδάτων. Οπως εκτιμούν ερευνητές του Πολυτεχνείου, το αποτέλεσμα είναι η όξυνση των πλημμυρικών φαινομένων. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΕΜΠ, η πλημμυρική παροχή στην Αττική υπερδιπλασιάστηκε από το 1945 έως τα τέλη του 20ού αιώνα.

Αν συνυπολογίσουμε και την αποψίλωση που έχουν δεχθεί τα βουνά, ειδικά γύρω από την Αθήνα, με αποτέλεσμα να κατεβάζουν πιο ορμητικά το νερό, συνειδητοποιούμε την ένταση του προβλήματος.

Η αναστροφή αυτής της κατάστασης δεν είναι βέβαια εύκολη, ούτε μπορεί να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η συνειδητοποίηση του προβλήματος είναι όμως μία αρχή. Κατ’ αρχήν μπορεί να βάλει ένα φρένο (χειρόφρενο καλύτερα) στην παραπέρα καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Από εκεί και πέρα χρειάζονται πρωτοβουλίες σε πολλά επίπεδα. Ας δούμε μερικά σημεία, τα οποία έχουν υποδειχθεί από επιστημονικές έρευνες ή εφαρμόζονται σε άλλες χώρες. Το πρώτο βεβαίως είναι η υπεράσπιση και διεύρυνση όλων των ελεύθερων χώρων στην Αθήνα και η μετατροπή τους σε πράσινες οάσεις, με χώμα και φυτά. Η διαμόρφωση χώρων περιπάτου, αναψυχής μέσα σε πάρκα, ακόμα και μεγάλων χώρων στάθμευσης και με χώμα ή υλικά που επιτρέπουν τη μερική διαπερατότητα από νερό και τη συνύπαρξη με το χώμα, έτσι ώστε μέρος της βροχής που πέφτει να απορροφάται επιτόπου. Η ανάπτυξη στους ελεύθερους χώρους γύρω από κατοικίες τμημάτων με χώμα και η αποφυγή της πλήρους τσιμεντοποίησης. Παρόμοιες παρεμβάσεις δεν ωφελούν μόνο αντιπλημμυρικά, αλλά και από την άποψη ανάπτυξης πρασίνου, αντιμετώπισης των υψηλών θερμοκρασιών το καλοκαίρι, βελτίωσης της ποιότητας ζωής.

Αναποτελεσματικά αντιπλημμυρικά

Η παραδοσιακή αντίληψη για τα αντιπλημμυρικά έργα σε υπάρχοντα ρέματα στηριζόταν στη λογική του εγκιβωτισμού, με τσιμεντοποίηση των πρανών, και στη διευθέτησή τους. Στην ελληνική εκδοχή της αχαλίνωτης τσιμεντοποίησης συνοδεύτηκε και με την εξαφάνιση των ρεμάτων κάτω από δρόμους και αυτοκινητοδρόμους, οι περιβόητες υπογειοποιήσεις, που στερούν την πόλη από το υγρό στοιχείο και φυσικές διόδους ανανέωσης του αέρα. Οι προσεγγίσεις αυτές αμφισβητούνται πλέον έντονα σε διεθνές επίπεδο, που προωθούνται επεμβάσεις πιο ήπιες, ακολουθώντας όσα διαμόρφωσε σε αιώνες η φυσική ροή των πραγμάτων, αντί για πολυδάπανα έργα, που συχνά αποδεικνύονται αναποτελεσματικά. Ο εγκιβωτισμός της κοίτης και των πρανών με σκυρόδεμα καταστρέφει τη φυσικότητα του ρέματος. Η χρήση των συγκεκριμένων υλικών δεν επιτρέπει την απορρόφηση μέρους του ύδατος, μειώνει τη φυσική τραχύτητα και μεγιστοποιεί την απορροή. Πέρα από τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (χλωρίδα, πανίδα, υδροφόρος ορίζοντας, τοπίο) το αποτέλεσμα είναι τα νερά να μετακινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα και σε μεγαλύτερους όγκους, με αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης πλημμυρών. Απεναντίας, η διατήρηση όσο το δυνατόν περισσότερο της φυσικότητας των ρεμάτων και των πρανών τους, η προστασία της όχθης τους και των παρόχθιων περιοχών, είναι προτιμότερα τόσο για την προφύλαξη από τις πλημμύρες όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")