Για κάποιον που ασχολείται συστηματικά με τον ενεργειακό τομέα και έχει την ευκαιρία να επισκέπτεται συχνά τις Βαλκανικές χώρες και την ΝΑ Ευρώπη γενικότερα, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η τραγική απουσία της Ελλάδας από το ενεργειακό γίγνεσθαι της περιοχής. Όχι ότι η χώρα μας είναι τελείως απούσα από τις ενεργειακές αγορές της περιοχής αλλά παραμένει τελείως αμέτοχη από τις σημαντικές διεργασίες που σήμερα ευρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη κυρίως στους κλάδους του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου

Για κάποιον που ασχολείται συστηματικά με τον ενεργειακό τομέα και έχει την ευκαιρία να επισκέπτεται συχνά τις Βαλκανικές χώρες και την ΝΑ Ευρώπη γενικότερα, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η τραγική απουσία της Ελλάδας από το ενεργειακό γίγνεσθαι της περιοχής. Όχι ότι η χώρα μας είναι τελείως απούσα από τις ενεργειακές αγορές της περιοχής αλλά παραμένει τελείως αμέτοχη από τις σημαντικές διεργασίες που σήμερα ευρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη κυρίως στους κλάδους του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου.

Σήμερα οι Ελληνικές εταιρείες με προεξέχουσα την «Ελληνικά Πετρέλαια» συμμετέχουν ενεργά στην αγορά λιανικής υγρών καυσίμων σε Βουλγαρία, Σερβία, FYROM, Μαυροβούνιο και Κύπρο, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός μικρών εταιρειών έχουν επενδύσει σε φωτοβολταϊκά εκτός Ελλάδος κυρίως σε Βουλγαρία και Ρουμανία και σε μικρά υδροηλεκτρικά στην Αλβανία. Ακόμη η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή έχει με επιτυχία επενδύσει σε αιολικά πάρκα στη Βουλγαρία και στην Πολωνία ενώ ο Όμιλος Μυτιληναίος, μέσω της ΜΕΤΚΑ, συμμετέχει ως EPC contractor στην κατασκευή θερμοηλεκτρικών μονάδων στην Τουρκία, και μέσω αυτής σε χώρες της ΜΕΝΑ. Ακόμη η ΔΕΠΑ συνεργάζεται με την Βουλγαρική Bulgarian Energy Holding για την κατασκευή ενός μικρού αλλά υψηλής στρατηγικής σημασίας διασυνδετήριου αγωγού φυσικού αερίου, του γνωστού IGB, ένα έργο το οποίο, με υπαιτιότητα της Βουλγαρικής πλευράς, κυριολεκτικά σέρνεται τα τελευταία 5 χρόνια με αβέβαιο και διαρκώς αναπροσαρμοζόμενο το χρονοδιάγραμμα κατασκευής του.

Μπορεί η ανωτέρω δραστηριοποίηση Ελληνικών ενεργειακών εταιρειών να θεωρείται από ορισμένους ως απόλυτα ικανοποιητική όμως ουδόλως ανταποκρίνεται στις σημαντικές δυνατότητες και προσδοκίες του ενεργειακού τομέα, ο οποίος μέχρι πρόσφατα χαρακτηρίζετο, από έντονη κινητικότητα και δυναμισμό. Το γεγονός ότι ουδεμία Ελληνική εταιρεία μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους έχει επενδύσει στον κλάδος της παραγωγής και διανομής ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου είναι ενδεικτικό της ατολμίας και έλλειψης μακροπρόθεσμης στρατηγικής από πλευράς Ελληνικών εταιρειών οι οποίες πιεζόμενες από τις διαρκώς επιδεινούμενες συνθήκες της Ελληνικής ενεργειακής αγοράς αδυνατούν να τοποθετηθούν εκτός συνόρων ιδίως όταν δεν απολαμβάνουν της απαραίτητης χρηματοδοτικής στήριξης από το εγκλωβισμένο και υπερσυντηρητικό Ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Όμως και την εποχή των μεγάλων ευκαιριών στη Βαλκανική αγορά, δηλαδή την πρώτη δεκαετία του αιώνα, οι Ελληνικές ενεργειακές εταιρείες με εξαίρεση τα ΕΛΠΕ, δεν επέδειξαν το στρατηγικό όραμα και την επιχειρηματική εξωστρέφεια που απαιτείτο με αποτέλεσμα να μείνουν εκτός νυμφώνος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ΔΕΗ η οποία με διάφορες ασύνδετες κινήσεις και χωρίς μία προσεκτικά επεξεργασμένη στρατηγική προσπάθησε χωρίς επιτυχία να εισέλθει στις αγορές της περιοχής είτε λαμβάνοντας μέρος σε διαγωνισμούς είτε υποβάλλοντας επενδυτικές προτάσεις σε Μαυροβούνιο, Αλβανία , FYROM και Βουλγαρία. Παρά τις οικονομικά ελκυστικές προσφορές που υπέβαλε κάθε φορά έβλεπε τα έργα να κατοχυρώνονται σε υποδεέστερους αντιπάλους της μόνο και μόνο επειδή διέθεταν υπόγειες ή φανερές διασυνδέσεις με εγχώριους ολιγάρχες ή απλούστατα υποστηρίζοντο σθεναρά από τις κυβερνήσεις τους.

Η έλλειψη συνειδητής και οργανωμένης υποστήριξης ενεργειακών εταιρειών από τις υπηρεσίες και κατά τόπους πρεσβείες του ΥΠΕΞ ήταν, και παραμένει, ένας ανασχετικός παράγοντας για όποια Ελληνική εταιρεία αποφασίσει να επενδύσει στη ΝΑ Ευρώπη. Μία αντίφαση στο κατά τα άλλα πολύ θετικό κλίμα για την Ελλάδα, ως επιχειρηματική δύναμη και ως έθνος, που απαντάται σε όλες σχεδόν τις χώρες της περιοχής. Μία περιοχή, επιπλέον, όπου το τραπεζικό σύστημα κυριαρχείται από τις μεγάλες Ελληνικές τράπεζες.

Όμως παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως οι μεγάλες επιχειρηματικές ευκαιρίες στον ενεργειακό τομέα φαίνονται να έχουν εξαντληθεί ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, τους τελευταίους 18 μήνες παρατηρούνται σημαντικές ανακατατάξεις με την αποχώρηση νεοεισελθέντων παικτών (πχ. βλέπε της Τσεχικής CEZ από Αλβανία και Βουλγαρία της Lukoil από την Ρουμανία) και την ανάγκη εισόδου νέων παικτών στις αγορές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου στο πλαίσιο του επιβεβλημένου ανοίγματος των αγορών βάσει των επιταγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που στα Δυτικά Βαλκάνια προωθείται από το Energy Community. Ακόμη υπάρχουν ευκαιρίες στον χώρο των λιγνιτικών μονάδων σε Μαυροβούνιο, Κόσοβο, Βοσνία – Ερζεγοβίνη και Σερβία. Με την ΔΕΗ να διαθέτει υψηλή τεχνογνωσία στην αξιοποίηση του λιγνίτη, μία επένδυση σε αυτές τις χώρες για την κατασκευή και λειτουργία μεγάλων θερμοηλεκτρικών μονάδων αποτελεί μία σοβαρή πρόκληση αλλά και καλή επιχειρηματική ευκαιρία. Το ίδιο ισχύει και στον κλάδο του φυσικού αερίου όπου στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς διαφαίνονται ευκαιρίες για την είσοδο νέων παικτών στον τομέα της διανομής και εμπορίας.

Μπορεί η Ελλάδα σήμερα να μην διαθέτει την οικονομική και πολιτική ισχύ και επιχειρηματική επιφάνεια που διέθετε προ του 2009, όμως το ανθρώπινο δυναμικό και η επιχειρηματική κουλτούρα δεν έχουν καταστραφεί. Η αγορά ενέργειας στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης εξακολουθεί να δημιουργεί επιχειρηματικές ευκαιρίες και οι Ελληνικές εταιρείες, και οι Έλληνες γενικότερα, εξακολουθούν να είναι ευπρόσδεκτοι. Αυτό που λείπει τις περισσότερες φορές είναι το στρατηγικό όραμα, το καλομελετημένο επιχειρηματικό σχέδιο, η δέσμευση σε συγκεκριμένους στόχους και η εξοικείωση με τις τοπικές αγορές. Αυτές όμως είναι οι βασικές προϋποθέσεις για οποιοδήποτε άνοιγμα στις διεθνείς αγορές, έναν χώρο που οι Έλληνες διακρίνονται, εάν κρίνουμε από τις επιτυχίες τους στην ναυτιλία, τον τραπεζικό τομέα, στα τρόφιμα και στο κόσμημα - για να απαριθμήσουμε ορισμένους μόνο τομείς. Με ή χωρίς την υποστήριξη της κυκλοθυμικής δημόσιας διοίκησης, οι Έλληνες επιχειρηματίες, ακόμη και στελέχη που προΐστανται κρατικών εταιρειών, θα πρέπει αυτήν την χρονική περίοδο να εξετάσουν με προσοχή τις επιχειρηματικές δυνατότητες στην ενέργεια που διαφαίνονται για μία ακόμη φορά στην ΝΑ Ευρώπη.