Μια στρατιωτική ήττα δεν ανατρέπεται ποτέ στη διαπραγμάτευση που ακολουθεί. Είτε εξωραΐζεται και νομιμοποιείται θεσμικά, είτε επιβάλλεται ως μια σκληρή πραγματικότητα που η μια από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να αμφισβητήσει έμπρακτα
Μια στρατιωτική ήττα δεν ανατρέπεται ποτέ στη διαπραγμάτευση που ακολουθεί. Είτε εξωραΐζεται και νομιμοποιείται θεσμικά, είτε επιβάλλεται ως μια σκληρή πραγματικότητα που η μια από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να αμφισβητήσει έμπρακτα.

Επί της ουσίας η διαπραγμάτευση μεταξύ Κιέβου και Μόσχας - εξεγερθέντων δεν αφορά κάποια μομφή ομοσπονδίας ή χαλαρής συνομοσπονδίας αλλά την επιλογή ανάμεσα στο μοντέλο της Βοσνίας και αυτό της Γεωργίας.

Στη Βοσνία η συνθήκη του Ντέιτον στα τέλη του 1995 στην ουσία νομιμοποίησε τη διχοτόμηση της χώρας ανάμεσα στη Σερβοβοσνιακή Δημοκρατία και την Κροατομουσουλμανική Ομοσπονδία. Στην πράξη πρόκειται για δύο ξεχωριστά κράτη που διατηρούν μια αποδυναμωμένη κεντρική κυβέρνηση, που κατά κύριο λόγο εκπροσωπεί διεθνώς τη χώρα.

Στη Γεωργία η Αμπχαζία που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ακτογραμμής της χώρας στον Εύξεινο Πόντο, αλλά και η Νότια Οσετία που τα σύνορά της φθάνουν περίπου τριάντα χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας Τιφλίδας, είναι εδώ και είκοσι τρία χρόνια de facto ανεξάρτητες περιοχές υπό την προστασία της Μόσχας. Η σκληρή απάντηση της Ρωσίας όταν η Γεωργία επεχείρησε το καλοκαίρι του 2008 να αμφισβητήσει με στρατιωτικές επιχειρήσεις το status quo έχει παγιώσει μια de facto απόσχιση, με την Τιφλίδα να καλείται να υποταγεί πλήρως στη Μόσχα, αν θέλει να σωθούν τα προσχήματα της εδαφικής της ακεραιότητας.

Η μέθοδος είναι παλαιά και έχει τις ρίζες της στον 19ο αιώνα, όταν η χειραφέτηση των επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια αλλά και στην Αίγυπτο δεν γινόταν με τη μορφή ίδρυσης κυρίαρχου κράτους, αλλά είτε με τη μορφή φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο Ηγεμονίας, στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Σερβία, είτε με την ίδρυση αντιβασιλείας στην Αίγυπτο.

Σε ποια από τα δύο μοντέλα θα επενδύσει το Κίεβο; Το ερώτημα είναι θεωρητικό, καθώς η επιστροφή σε μια ενιαία χώρα με φιλορώσους ένοπλους στην Ανατολή και ακροδεξιούς ένοπλους εξτρεμιστές στην υπόλοιπη χώρα προβάλλει ως εξωπραγματικό σενάριο. Αν ο Ποροσένκο θέλει να διατηρήσει κάποιο έλεγχο στο Λουγκάνσκ και στο Ντονιέτσκ, θα πρέπει επί της ουσίας να αποδεχθεί το δικαίωμα βέτο των δύο αυτών επαρχιών στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας.

Μια Ουκρανία με σαφή μονομερή φιλοδυτικό προσανατολισμό θα πληρώσει ως τίμημα την απώλεια τουλάχιστον δύο ανατολικών επαρχιών και πιθανόν του συνόλου της ανατολικής και νότιας περιοχής, ένα τίμημα που μαζί με την απώλεια της Κριμαίας ισοδυναμεί με διχοτόμηση, και όχι μόνον, καθώς η βιομηχανική παραγωγή του συνολικά ανέρχεται στο περίπου 50% του ΑΕΠ της χώρας.

Με δεδομένο τον μονόδρομο της υποχώρησης που είναι έμμεση αλλά σαφής παραδοχή της ήττας, αποκτά αυξημένο ενδιαφέρον το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στις 26 Οκτωβρίου, που θα διεξαχθούν μετά την παραχώρηση από τον Ποροσένκο καθεστώτος διευρυμένης αυτονομίας στις ανατολικές επαρχίες.

Ετσι στα τέλη Νοεμβρίου, έναν ακριβώς χρόνο μετά τη μοιραία απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Βίλνιους να προτείνει στην Ουκρανία το καθεστώς της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης, η χώρα θα έχει πληρώσει ένα δυσθεώρητο φόρο αίματος και οικονομικό κόστος, χωρίς να έχει πετύχει θεσμική προσέγγιση ή ένταξη στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, μια προοπτική που -αν αναζητηθεί εκ νέου- θα σφραγίσει αμετάκλητα τη διχοτόμηση.

Η Ουκρανία, στο πλαίσιο της στρατηγικής των ΗΠΑ να υποδαυλίζουν την ένταση στην πρώην ΕΣΣΣΔ χωρίς επί τόπου εμπλοκή, ήταν αναλώσιμη, καθώς ο κύριος στόχος ήταν να πιστοποιηθεί η Μόσχα ως επιτιθέμενος για να ανασυνταχθεί το ΝΑΤΟ από την Εσθονία μέχρι και τη Ρουμανία.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 11/09/2014)