Τόσο η πολυδιαφημισμένη συμφωνία προμήθειας της Κίνας με Ρωσικό φυσικό αέριο που υπεγράφη στο Πεκίνο στις 21 Μαΐου όσο και η υπογραφή την περασμένη εβδομάδα (29/05) μιας λιγότερο προβληθείσας, αλλά εξίσου σημαντικής συμφωνίας, μεταξύ Ρωσίας, Καζακστάν και Λευκορωσίας για τη δημιουργία της Ευρωασιατικής Ένωσης επισφραγίζουν τις νέες γεωπολιτικές συντεταγμένες του Κρεμλίνου

Τόσο η πολυδιαφημισμένη συμφωνία προμήθειας της Κίνας με Ρωσικό φυσικό αέριο που υπεγράφη στο Πεκίνο στις 21 Μαΐου όσο και η υπογραφή την περασμένη εβδομάδα (29/05) μιας λιγότερο προβληθείσας, αλλά εξίσου σημαντικής συμφωνίας, μεταξύ Ρωσίας, Καζακστάν και Λευκορωσίας για τη δημιουργία της Ευρωασιατικής Ένωσης επισφραγίζουν τις νέες γεωπολιτικές συντεταγμένες του Κρεμλίνου. Λαμβάνοντας ασφαλώς υπόψη την πολύ πρόσφατη (18/3) προσάρτηση της Κριμαίας, μέσω της οποίας η Ρωσία αποκτά σχεδόν τον απόλυτο έλεγχο στη Μαύρη θάλασσα, θέτοντας ταυτόχρονα ένα τέρμα στην επέλαση της Δύσης στην Ουκρανία, μέσω της αποσταθεροποίησης (από την Ρωσία) της περιοχής.

 

Η Ευρωασιατική Ένωση, στην οποία μέχρι τα τέλη του έτους θα έχουν προσχωρήσει η Αρμενία και το Κιργιστάν ενώ αργότερα προβλέπεται και η προσχώρηση και άλλων πρώην Σοβιετικών δημοκρατιών, στην πρώτη της σημερινή εκδοχή αποτελεί μία οικονομική και πολιτική Ένωση ανάμεσα σε τρείς χώρες με 170 εκατομμύρια κατοίκους, συνολικό ετήσιο ΑΕΠ που φτάνει τα 2,7 τρις δολάρια και τεράστιο ενεργειακό πλούτο- πάνω από 50 τρις κυβικά μέτρα φυσικού αερίου (το ένα πέμπτο των παγκοσμίων αποθεμάτων ) και 110 δις βαρέλια αργού πετρελαίου (αντιστοίχως το 15%). Μια Ενωση η οποία μπορεί, όπως φιλοδοξούν και λένε οι ιδρυτές της, να αποτελέσει το αντίπαλο δέος της Ε.Ε. και σταδιακά να κυριαρχήσει στην Κεντρική Ασία. Μια Ένωση η οποία ταυτόχρονα, σύμφωνα με πολλούς στη Δύση, συμβολίζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την πρόθεση αναβίωσης της πάλαι ποτέ Σοβιετικής υπερδύναμης αλλά υπό ρωσικό μανδύα σήμερα. Σύμφωνα με αναλυτές, αυτή η νέα κίνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν στη γεωπολιτική σκακιέρα, όπου παίζεται μια από τις πλέον σημαντικές και αμφίρροπες ‘’παρτίδες’’ μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελέσει την αρχή της πρώτης πράξης ενός νέου δράματος με τίτλο ‘’η Ανασύνταξη της Ρωσίας και η Επικυριαρχία της στην Ευρωπαϊκή ήπειρο’’, ή στην πλέον λαϊκή της εκδοχή ‘’Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται’’.

 

Παρά τις όποιες ενστάσεις των ΗΠΑ και τα κακεντρεχή σχόλια των Ευρωπαίων η μακροχρόνια συμφωνία πώλησης μεγάλων ποσοτήτων φ.αερίου της Ρωσίας προς την Κίνα, η οποία προϋποθέτει μάλιστα και την κατασκευή ενός εκτενούς δικτύου αγωγών, αναδεικνύεται ως κομβικό σημείο αναφοράς στην προσπάθεια της Μόσχας να διαφοροποιήσει σημαντικά, από γεωγραφικής άποψης, το ενεργειακό της πελατολόγιο. Ακόμα και εάν εξετάσουμε το όλο θέμα με τη λογική των αριθμών τα 38 δις.κυβ. μέτρα ετήσιας προμήθειας αερίου, που μπορεί άνετα να φτάσουν τα 50 και 60 δις. κυβ. μέτρα, αποτελεί ένα υψηλό ποσοστό σε σύγκριση με τις ετήσιες εξαγωγές ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη, όπου συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας αυτές διαμορφώνονται μεταξύ 145 και 165 BCM κατά έτος ανάλογα με την εκάστοτε ζήτηση. Εάν υποθέσουμε ότι οι ρωσικές εξαγωγές αερίου στην Ευρώπη παραμείνουν στάσιμες ή και μειωθούν σταδιακά υπό την αφόρητη πίεση της Ουάσινγκτον, οι συνολικές εξαγωγές ρωσικού αερίου προς τη Κίνα μέχρι το 2020 θα ισοδυναμούν περίπου στο 25% με 30% των τότε εξαγωγών προς την Ευρώπη.

 

Λαμβάνοντας υπ’ όψη τις νέες συντεταγμένες της υπό διαμόρφωσης Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, όπου η απεξάρτηση ή έστω η μείωση των ρωσικών ενεργειακών εισαγωγών αποτελεί το κυρίαρχο σύνθημα, ενώ σε πρακτικό επίπεδο παρατηρείται αδυναμία μείωσης των ρωσικών ενεργειακών προμηθειών από τη μία ημέρα στην άλλη, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι με ορίζοντα 10ετίας αυτές θα μπορέσουν να μειωθούν αισθητα, λ.χ. στα 100 με120 BCM κατά έτος από τα 167 BCM που έφθασαν το 2013, με εναλλακτικούς προμηθευτές, υπάρχοντες και νέους, να συνεισφέρουν στην κάλυψη της διαφοράς που θα προκύψει αλλά και για την αντιμετώπιση της νέας αυξημένης ζήτησης ( incremental demand). Έτσι η Νορβηγία, το Κατάρ, η Αλγερία, το Αζερμπαϊτζάν και ενδεχομένως αύριο το Ισραήλ και η Κύπρος θα κληθούν να αυξήσουν τις παραδόσεις αερίου προς την Ευρωπαϊκή αγορά ενώ ταυτόχρονα αναμένεται ότι θα ενταθούν οι προσπάθειες τόνωσης της εγχώριας παραγωγής στην Ολλανδία, Γερμανία και στα νέα πεδία της Βόρειας Θάλασσας.

 

Την ίδια περίοδο η Ρωσία αναμένεται ότι θα έχει αυξήσει συνολικά την παραγωγή της και τις εξαγωγές της ώστε το 2025 να μπορεί να εξάγει περί τα 250-280 BCM μέσω αγωγών προς Ευρώπη και Κίνα και μέσω των τερματικών υγροποίησης που ήδη διαθέτει στη Σαχαλίνη και των άλλων δύο νέων μονάδων που κατασκευάζονται στην Ανατολική Σιβηρία και την Αρκτική. Να σημειώσουμε ότι ήδη η Ρωσία εξάγει περί τα 15 BCM κατά έτος σε μορφή LNG προς τις αγορές της Ν.Α. Ασίας. Δεν στερείται λοιπόν λογικής η εκτίμησή αρκετών αναλυτών ότι η παρούσα πίεση προς τη Ρωσία να μειώσει τις εξαγωγές της προς την Ευρώπη θα έχει μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα αφού θα υποχρεώσει την Gazprom και τις άλλες ιδιωτικές εταιρίες (λ.χ Novatek, Itera, Lukoil κλπ.) να αυξήσουν τόσο την εγχώρια παραγωγή τους όσο και τις εξαγωγές τους. Άρα, από συνολικές εξαγωγές της τάξης των 180 BCM το χρόνο σήμερα, που συμπεριλαμβάνουν τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω αγωγών αλλά και με LNG, αυτές είναι πολύ πιθανόν ότι θα αυξηθούν την επόμενη 10ετία στα 250 BCM και άνω, με αρκετά διευρυμένο πλέον γεωγραφικό πελατολόγιο και με τις παραδόσεις σε Ευρωπαϊκούς προορισμούς να ισοδυναμούν στο 50% ή και λιγότερο.

 

Στη μονομερή δε προσπάθειά της η Ε.Ε να αποτάξει το ‘’φθοροποιό’’ ρωσικό αέριο προκρίνοντας μία μαζική αύξηση των εισαγωγών LNG θα βρεθεί στη δυσάρεστη και ταυτόχρονα παράλογη θέση να γίνει αποδέκτης Ρωσικού LNG το οποίο μεταφορτούμενο μέσω tankers θα φτάνει στα ευρωπαϊκά τέρμιναλ ως Αλγερινό, Νιγηριανό και Καταριανό ή και ότιδήποτε άλλης προέλευσης. Άρα και παρά τις επιμελείς προσπάθειες των Βρυξελλών, υπό την στενή καθοδήγηση των ΗΠΑ, για μείωση ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου αναπόφευκτα αυτές θα εξακολουθούν να αυξάνονται, έστω και εάν ως ποσοστό των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα εμφανίζονται ότι μειώνονται!

 

Η δε πρόσφατη ενεργειακή συμφωνία ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο ύψους 400 δις. δολάρια σε βάθος 25ετίας, έρχεται να αποδείξει ότι η Ρωσία είναι πολύ μεγάλη για να απομονωθεί από τις κυρώσεις που μάλλον επιπόλαια επεβλήθησαν εις βάρος της από Αμερικανούς και Ευρωπαίους με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία. Όπως εξάλλου παρατηρεί ο Zbigniew Brzezinski στο αποκαλυπτικό του βιβλίο η ‘’Μεγάλη Σκακιέρα’’, «Σήμερα, το γεωπολιτικό ζήτημα δεν είναι πια ποιο γεωγραφικό τμήμα της Ευρασίας είναι το σημείο εκκίνησης για την κυριαρχία στην ήπειρο, ούτε αν η χερσαία δύναμη είναι σημαντικότερη από την θαλάσσια. Η γεωπολιτική μετατοπίστηκε από την περιφερειακή στην παγκόσμια διάσταση, ενώ η υπεροχή σε ολόκληρη την ευρασιατική ήπειρο χρησιμεύει ως κεντρική βάση για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια μη ευρασιατική δύναμη απολαμβάνουν τώρα τη διεθνή πρωτοκαθεδρία και η δύναμή τους εκδιπλώνεται άμεσα σε τρεις περιφέρειες της ευρασιατικής ηπείρου, από τις οποίες ασκούν ισχυρή επιρροή πάνω στα κράτη που καταλαμβάνουν την ευρασιατική ενδοχώρα. Όμως, στο πιο σημαντικό πεδίο του παιχνιδιού που παίζεται στην υδρόγειο –στην Ευρασία- μπορεί να αναδειχθεί κάποια στιγμή ο δυνητικός αντίπαλος της Αμερικής».

 

Φαίνεται λοιπόν ότι η στιγμή αυτή που είχε προβλέψει ο Brzezinski έφθασε με τη Ρωσία να ετοιμάζεται να προκαλέσει την Αμερική στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο με επίκεντρο την προμήθεια εξαγώγιμων ενεργειακών πρώτων υλών. Θα μπορέσει άραγε η Αμερική να ανταποκριθεί στην πρόκληση ή θα αρχίσει μια σταδιακή αποχώρηση και συρρίκνωση της παρουσίας της; Τα επόμενα 4-5 χρόνια θα δείξουν καθώς η Ρωσία θα ανασυντάσσει τις δυνάμεις της σε πολιτικό, στρατιωτικό και ενεργειακό επίπεδο.