Ενα σταθερό χαρακτηριστικό της κρίσης στην Ευρωζώνη από την άνοιξη του 2010 μέχρι και σήμερα είναι δίχως αμφιβολία το μικρό πολιτικό βάρος και βεληνεκές τόσο του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μ. Μπαρόζο, όσο και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Βαν Ρομπάι

Ενα σταθερό χαρακτηριστικό της κρίσης στην Ευρωζώνη από την άνοιξη του 2010 μέχρι και σήμερα είναι δίχως αμφιβολία το μικρό πολιτικό βάρος και βεληνεκές τόσο του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μ. Μπαρόζο, όσο και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Βαν Ρομπάι.

Η απουσία όχι μόνο πολιτικών ευρωπαϊκών οραμάτων που σφράγισαν την περίοδο Ντελόρ (1984-1992), αλλά ούτε καν της διεκπεραίωσης των θεσμικά κατοχυρωμένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων σε χαμηλούς τόνους κατά το πρότυπο του Σαντέρ, μαζί με την απουσία συντονισμού της Γαλλίας με τις χώρες του Νότου της Ευρωζώνης, διευκόλυναν αποφασιστικά την κυριαρχία της Γερμανίας στους ενδοευρωπαϊκούς συσχετισμούς.

Ο μόνος που υπήρξε εξαίρεση σε αυτή την εθελούσια παραίτηση των ευρωπαϊκών θεσμών από τις αρμοδιότητες και ευθύνες του είναι δίχως αμφιβολία ο μέχρι πριν από ένα χρόνο πρόεδρος του Eurogroup Ζ. Κ. Γιούνκερ: Για όσους το έχουν ξεχάσει είχε εναντιωθεί τόσο στα ληστρικά επιτόκια του πρώτου πακέτου διάσωσης της Ελλάδας, όσο και στην εμπλοκή του ΔΝΤ σε μια καθαρά ευρωπαϊκή υπόθεση.

Ο τότε πρόεδρος του Eurogroup και πρωθυπουργός του μικρού Λουξεμβούργου είχε το πολιτικό ανάστημα να αντιταχθεί χωρίς περιστροφές και δημόσια στους Μέρκελ-Σόιμπλε και να καλύψει εν μέρει το έλλειμμα των Σαρκοζί-Ολάντ στη Γαλλία, των Θαπατέρο-Ραχόι στην Ισπανία, αλλά και την αδράνεια της Ιταλίας λόγω παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας.

Το ότι το ειδικό βάρος του Γιούνκερ ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο από τη χώρα του, είχε διαπιστωθεί και την άνοιξη του 2003, όταν ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου στο πλευρό του Σιράκ και του Σρέντερ πρωταγωνίστησε στην εναντίωση της Ευρώπης στην επικείμενη εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και στη συνέχεια πήρε ενεργό μέρος στις διαβουλεύσεις για την αμυντική χειραφέτηση της Ε.Ε.

Σήμερα ο Γιούνκερ υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Επιτροπής προβάλλει ως η ιδανική επιλογή σε μια κρίσιμη καμπή για την Ευρωζώνη και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνολικά.

Η δυνατότητα του επικεφαλής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι να προχωρήσει στην ποσοτική επέκταση γρήγορα και αποτελεσματικά βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με την ενεργό πολιτική δέσμευση προς την ίδια κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Από τον Ιούλιο του 2012 όπου ο Ντράγκι δεσμεύθηκε να κάνει ό,τι χρειάζεται για να σώσει το ευρώ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπήρξε προκλητικά απούσα, καθώς θα μπορούσε να ασκήσει πίεση διευκολυντική για τις κινήσεις του κεντρικού τραπεζίτη υιοθετώντας τις προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο εγκλωβισμού της Ευρωζώνης στον αποπληθωρισμό, που έρχονται από όλες τις κατευθύνσεις.

Ας θυμηθούμε λίγο υπό ποιες συνθήκες επελέγη ο Μπαρόζο την άνοιξη του 2004 για να διαδεχθεί τον Πρόντι στην προεδρία της Επιτροπής: Τότε ήταν ανοικτή η διαμάχη για την επικύρωση ή όχι της Συνταγματικής Συνθήκης που προέβλεπε αυξημένη κοινοτική συνοχή σε σχέση με τις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας και ο τότε πρωθυπουργός της Πορτογαλίας επελέγη ως συμβιβαστική λύση μεταβατικού χαρακτήρα, καθώς ήταν αποδεκτός και από τον γαλλογερμανικό άξονα και από μινιμαλιστικές χώρες, όπως η Βρετανία και η Σουηδία.

Σε αντίστιξη με τον Γιούνκερ, ο Σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του απερχόμενου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος για την Προεδρία της Επιτροπής Σουλτς έχει δύο μειονεκτήματα: Προέρχεται από την ισχυρότερη ευρωπαϊκή δύναμη και από ένα κόμμα που συγκυβερνά με τους Μέρκελ-Σόιμπλε.

Τέλος, η ιστορία του Λουξεμβούργου και η μεικτή εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα επιτρέπουν στο Γιούνκερ να μιλά ως Γάλλος στους Γάλλους και ως Γερμανός στους Γερμανούς.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", Μ. Τετάρτη, 16/04/2014)