Μή 'Ορατές 'Αλήθειες γιά τήν 'Ανεργία

Μή Ορατές Αλήθειες γιά τήν Ανεργία
τοῦ Ἀθαν. Χ. Παπανδρόπουλου*
Τετ, 16 Απριλίου 2014 - 13:02
Ἦταν ὄντως ἐξόχως ἐνδιαφέρουσα ἡ τελευταία ἐκδήλωση τοῦ Ἱδρύματος Οἰκονομικῶν καί Βιομηχανικῶν Ἐρευνῶν (ΙΟΒΕ) καί τῆς Ὁμάδος Δράσεως γιά τήν Ἑλλάδα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς, γνωστῆς καί ὡς Task Force. Σέ συνεργασία μέ τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς στήν Ἑλλάδα, οἱ δύο φορεῖς παρουσίασαν τίς οἰκονομικές ἐπιδράσεις τῶν διαρθρωτικῶν ἀλλαγῶν στήν χώρα μας –γεγονός πού, εἰς ὅ,τι μᾶς ἀφορᾶ, ἐπιβεβαίωσε τίς περισσότερες θέσεις καί ἀπόψεις πού διατυπώνουμε ἀπό τίς στῆλες αὐτές

Ἦταν ὄντως ἐξόχως ἐνδιαφέρουσα ἡ τελευταία ἐκδήλωση τοῦ Ἱδρύματος Οἰκονομικῶν καί Βιομηχανικῶν Ἐρευνῶν (ΙΟΒΕ) καί τῆς Ὁμάδος Δράσεως γιά τήν Ἑλλάδα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς, γνωστῆς καί ὡς Task Force. Σέ συνεργασία μέ τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς στήν Ἑλλάδα, οἱ δύο φορεῖς παρουσίασαν τίς οἰκονομικές ἐπιδράσεις τῶν διαρθρωτικῶν ἀλλαγῶν στήν χώρα μας –γεγονός πού, εἰς ὅ,τι μᾶς ἀφορᾶ, ἐπιβεβαίωσε τίς περισσότερες θέσεις καί ἀπόψεις πού διατυπώνουμε ἀπό τίς στῆλες αὐτές.

 

Διότι, μέσα ἀπό τίς παρουσιάσεις πού ἔκαναν οἱ κ.κ. Χόρστ Ράϊχενμπαχ, ἐπικεφαλῆς τῆς Task Force, Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής τοῦ ΙΟΒΕ, Σβέτσλαβ Ντάντσεφ, ὑπεύθυνος
μικροοικονομικῆς ἀναλύσεως τοῦ ΙΟΒΕ καί Νίκος Ζόνζηλος, ἐπιστημονικός συνεργάτης τοῦ ΙΟΒΕ, ἡ οὐσία δέν βρίσκεται στά ὅσα εἶπαν ἀλλά στίς πολύ σκληρές πραγματικότητες πού
προκύπτουν ἀπό τήν μή ὁρατή πλευρά τῶν ἐρευνῶν τους. Το ἴδιο βεβαίως ἰσχύει καί γιά τόν κ. Χ. Ράϊχενμπαχ, ὁ ὁποῖος, ὁμιλῶντας τήν πιό γνήσια κοινοτική διάλεκτο, ἔδωσε νά κα-
ταλάβουν στούς μυημένους σέ αὐτήν ὅτι ὁ δρόμος γιά την Ἑλλάδα εἶναι πολύ μακρύς καί ἐξαιρετικά δύσβατος, ἄν κάποιοι σέ τούτη τήν χώρα δέν συνέλθουν ἀπό μιά βαρειά κλη-
ρονομιά ἀνευθυνότητος καί ἐγκληματικοῦ κρατισμοῦ. Ἄς δοῦμε, ὅμως, τίς ἔρευνες τοῦ ΙΟΒΕ πιό διεξοδικά.

 

Ὁ κ. Νίκος Βέττας, πού εἶναι ἐπίσης καθηγητής στο Οἰκονομικό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, παρουσίασε τά ποσοτικά στοιχεῖα μιᾶς σημαντικῆς ὁριζόντιας προσαρμογῆς πού ἔχει ἐπιτευχθεῖ στήν ἑλληνική οἰκονομία, ὅπως αὐτή ἀντανακλᾶται καί ἀπό τίς θετικές ἐξελίξεις στό πρωτογενές πλεόνασμα καί στό ἰσοζύγιο τρεχουσῶν συναλλαγῶν. Χαρακτηρίζοντας δέ τήν προσαρμογή αὐτή ὡς ἐξόχως ἐντυπωσιακή γιά τά διεθνῆ οἰκονομικά χρονικά, προσέθεσε ὅτι εἶναι τελικά τό προϊόν μιᾶς ἀφύσικης ὑφέσεως τῆς τάξεως τοῦ 20% τήν περίοδο 2009-2013 ἡ ὁποία συνοδεύτηκε καί μέ τήν κατά 40% μείωση τῆς ζητήσεως, τήν κατά 20% πτώση τοῦ Ἀκαθαρίστου Ἐγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) καί τήν κατά 21% ἄνοδο τῆς ἀνεργίας –ποσοστά πρωτοφανῆ γιά μία θεωρητικῶς μή τριτοκοσμική οἰκονομία.

 

Ὡστόσο, εἶναι σαφές ὅτι οἱ παραπάνω ἀριθμοί φέρνουν στό προσκήνιο ὅλες τίς στρεβλώσεις καί δομικές ἀδυναμίες τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας καί θέτουν ἐπί τάπητος τό πιό σοβαρό πρόβλημά της, πού εἶναι αὐτό τῆς διαπλοκῆς κράτους καί ὀργανωμένων συμφερόντων. Πρόβλημα τό ὁποῖο, ἀπό την βαθύτερη ἀνάλυση τῆς οἰκονομίας μας, ὁδηγεῖ στό βάσιμο συμπέρασμα ὅτι ἡ διαπλοκή εἶναι καί ἡ βασική αἰτία τῆς ἀνεργίας. Μέ πιό ἁπλά λόγια, ἡ διαπλοκή καί ὁ ἄκρατος κρατισμός πού τήν τρέφει εἶναι οἱ παράγοντες πού ὁδήγησαν στήν ἐκτίναξη τῆς ἀνεργίας στό 27% τοῦ ἐνεργοῦ πληθυσμοῦ, μέ παράλληλη κάμψη τοῦ ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαῖες μονάδες.

 

Ἡ διαπίστωση πού ξεκάθαρα πλέον προκύπτει εἶναι ὅτι, μέ ἀφορμή τήν κρίση χρέους καί ζητήσεως, γιά κάθε ποσοστιαία μονάδα μειώσεως τοῦ ΑΕΠ, ἡ ἀνεργία αὐξανόταν κατά τό ἀντίστοιχο ποσοστό. Ὅμως, εἶναι γνωστό ἀπό την διεθνῆ ἐμπειρία ὅτι, σέ φυσιολογικές συνθῆκες, ἡ σχέση αὐτή –πού εἶναι γνωστή καί ὡς νόμος τοῦ Okun (1962)– διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό τήν ἑλληνική περίπτωση. Κατά τον Ἀμερικανό οἰκονομολόγο Ἄρθουρ Ὀκούν, συνήθως μία μεταβολή τῆς ἀνεργίας σέ ποσοστό 1% ἀντιστοιχεῖ σέ ἀντίστοιχη μεταβολή τοῦ ΑΕΠ 2%. Εἰδικά δέ στίς ΗΠΑ, ἔγραφε ὁ Ἄ. Ὀκούν, γιά νά ὑπάρξει κατά 1% αὔξηση τῆς ἀπασχολήσεως θά πρέπει τό ΑΕΠ νά ἀνέβει κατά 3% περίπου.

 

Ὅλα αὐτά μᾶς ὁδηγοῦν στήν διαπίστωση ὅτι στήν Ἑλλάδα κρατισμός, διαπλοκή καί παρασιτισμός εἶχαν ὁδηγήσει σέ μία ἀντιπαραγωγική καί ἐσωστρεφῆ ἀνάπτυξη πρίν τήν
κρίση, μέ ὑπερδιόγκωση, ὅπως ἐπισημαίνουν οἱ οἰκονομολόγοι κ.κ. Δημήτρης καί Χρῆστος Α. Ἰωάννου, τοῦ τομέα τῶν «διεθνῶς μή ἐμπορεύσιμων ἀγαθῶν καί ὑπηρεσιῶν τῆς
οἰκονομίας», ὁ ὁποῖος εἶναι μέν τομέας «ἐντάσεως ἐργασίας», ἀλλά διαχρονικῶς ἐπίπεδης παραγωγικότητος.

Ὑπό αὐτές τίς διαρθρωτικές συνθῆκες, ὑποστηρίζουν οἱ δύο ἔγκριτοι οἰκονομολόγοι καί συμφωνοῦμε μαζί τους, ἡ ραγδαία κατάρρευση τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας μετά τό 2009
ὀφείλεται στήν δυσμενῆ τιμή πού εἶχε ὁ συντελεστής τοῦ Ὀκούν σέ ὅλη τήν προηγούμενη περίοδο –δηλαδή στό ὅτι οἱ νέες θέσεις ἐργασίας, ἐπισφαλεῖς καί χαμηλῆς παραγωγικό-
τητος ὡς ἐπί τό πλεῖστον, «ἀγοράζονταν» ἀπό τήν οἰκονομία ἐξαιρετικά «ἀκριβά» (καί μέ δανεικό, φυσικά, χρῆμα). Δεν ὀφείλεται οὔτε στό Μνημόνιο, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ δημα-
γωγοί, οὔτε στούς ὑψηλούς «πολλαπλασιαστές», ὅπως ἰσχυρίζονται ἐκεῖνοι πού, τελείως λανθασμένα, θεωροῦν την οἰκονομία ὡς ἕνα ἁπλό «ὑδραυλικό σύστημα».

 

Τό δεύτερο συμπέρασμα εἶναι ὅτι, προκειμένου νά μειωθεῖ καί πάλι ἡ ἀνεργία στά ἐπίπεδα τοῦ 2008, δηλαδή κατά 20% ἡ ἑλληνική οἰκονομία θά πρέπει νά ἀναπτυχθεῖ μέ ὅρους διεθνοῦς ἀνταγωνιστικότητος –πράγμα πού σημαίνει ὅτι εἶναι ἀναπότρεπτα ἀναγκασμένη νά λειτουργήσει (τουλάχιστον) με ἀναλογία αὔξησης τοῦ ΑΕΠ κατά 2%, προκειμένου νά μειώνεται ἡ ἀνεργία κατά 1%. Καί τοῦτο διότι ἡ ἐν λόγω ἀνάπτυξη, με «περιορισμένη» ἀλλά ὄχι «μηδενική» ἀπασχόληση, μπορεῖ να προέλθει ἀποκλειστικά σχεδόν ἀπό τήν ἐνδυνάμωση τοῦ τομέα τῶν «διεθνῶς ἐμπορεύσιμων», ὁ ὁποῖος, ὅμως, δυστυχῶς,εἶναι χαμηλότερης «ἐντάσεως ἐργασίας» ἀπό τόν παραπληρωματικό του τῶν «διεθνῶς μή ἐμπορεύσιμων».

 

Στήν πρό τοῦ 2008 περίοδο, ἡ σχέση στήν δημιουργία τῶν θέσεων ἐργασίας μεταξύ τῶν δύο τομέων ἦταν περίπου 1 στά «διεθνῶς ἐμπορεύσιμα» πρός 6 στά «διεθνῶς μή ἐμπορεύσιμα». Γιά νά ὑπάρξει, ὅμως, ἕνας διατηρήσιμος και εὐσταθής ρυθμός «ὑγιοῦς» ἀνάπτυξης ἀπό τοῦδε καί στο ἑξῆς, αὐτός θά πρέπει νά στηριχθεῖ σέ μία σχέση δημιουργίας νέων θέσεων ἐργασίας στούς δύο τομεῖς πού θά εἶναιπολύ ὑψηλότερος, δηλαδή 1 πρός 3.

 

Ἐάν ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνεργοι παραμείνουν στήν ἀγορά ἐργασίας (καί κάποιοι ἀνάμεσά τους δέν ἀποχωρήσουν ἀπογοητευμένοι), αὐτό συνεπάγεται ὅτι θά χρειαστεῖ ἀνάπτυξη τοῦ ΑΕΠ τοῦ ὕψους τοῦ 40%, δηλαδή κάτι τό ὁποῖο θά ἀπαιτήσει μέση ἐτήσια αὔξηση 3,5% τουλάχιστον γιά μία δεκαετία.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")