Η καταβύθιση στο σκοτάδι, το «κενό» και το ωκεάνιο ψύχος διήρκεσε πέντε ολόκληρες ώρες, έως ότου το βαθυσκάφος επικάθησε στην ιλύ μιας «ερήμου στο χρώμα της κανέλλας». Ηταν η πρώτη φορά στην Ιστορία που άνθρωποι έφτασαν στα 10.916 μ., σ' ένα από τα βαθύτερα σημεία των θαλασσών στον πλανήτη μας, στην Τάφρο των Μαριαννών κοντά στο νησί του Ειρηνικού Γκουάμ.

Η καταβύθιση στο σκοτάδι, το «κενό» και το ωκεάνιο ψύχος διήρκεσε πέντε ολόκληρες ώρες, έως ότου το βαθυσκάφος επικάθησε στην ιλύ μιας «ερήμου στο χρώμα της κανέλλας». Ηταν η πρώτη φορά στην Ιστορία που άνθρωποι έφτασαν στα 10.916 μ., σ' ένα από τα βαθύτερα σημεία των θαλασσών στον πλανήτη μας, στην Τάφρο των Μαριαννών κοντά στο νησί του Ειρηνικού Γκουάμ.

Το βαθυσκάφος ονομαζόνταν «Trieste» (Τεργέστη) και το πλήρωμα αποτελούνταν από δύο άτομα, τον Ελβετό ιστορικό, μηχανικό και ωκεανογράφο Ζακ Πικάρ και τον σημαιοφόρο του αμερικανικού Ναυτικού Ντον Ουόλς. Επί οκτώ χρόνια ο Πικάρ μαζί με τον πατέρα του Ογκίστ ασχολούνταν με την κατασκευή του, διεξάγοντας αληθινό αγώνα για τη χρηματοδότησή του. Αρχικώς υποστηρίχθηκε από το Βέλγιο, κατόπιν από τις Γαλλία και Ιταλία και το 1958 ο Ζ. Πικάρ το πούλησε στο αμερικανικό Ναυτικό, που τον προσέλαβε ως ειδικό σύμβουλο και τελικώς του παραχώρησε το δημιούργημά του για την ωκεάνια αποστολή.

Στην πρωτοπορία αυτή, που στις 23 Ιανουαρίου συμπλήρωσε 50 χρόνια, είναι αφιερωμένο ειδικό άρθρο έρευνας στην ιστοσελίδα της γερμανικής επιθεώρησης «Σπίγκελ». Το «Trieste» είχε δυνατότητα κίνησης μόνο σε δύο κατευθύνσεις, προς τα πάνω και προς τα κάτω. Αποτελούνταν από μια δεξαμενή καυσίμων, στο κάτω μέρος της οποίας είχε στερεωθεί μια μεταλλική καμπίνα που προφύλασσε τους επιβάτες από την πίεση του περιβάλλοντος -αντίστοιχης με βάρος 170.000 τόνων. Ο Πικάρ ωστόσο ανησυχούσε περισσότερο για κάτι άλλο: «μήπως αυτή η "πτήση στα τυφλά" προσγειωθεί επάνω σε κάποιο από τα πολυάριθμα ναυάγια πολεμικών σκαφών», όπως είχε πει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, το 2008, στην ελβετική «Νόιε Τσίρχερ Τσάιτουνγκ». (Ο Πικάρ απεβίωσε την ίδια χρονιά σε ηλικία 86 ετών.) Εάν το «Trieste» προσέκρουε κι έμενε προσκολημμένο σ' ένα κανόνι ή σ' έναν πύργο πυροβόλου, οι δύο εξερευνητές θα ήταν χαμένοι.

Τελικώς η κατάδυση ξεκίνησε το πρωί της 23ης Ιανουαρίου 1960, έπειτα από σειρά αναβολών λόγω κακοκαιρίας αλλά και συνεχών μετακινήσεων με τη βοήθεια ρυμουλκού ανοιχτής θαλάσσης, έως ότου εντοπίστηκε το αόρατο εκείνο σημείο, -όπου σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ωκεανογράφων- βρισκόταν κατά προσέγγιση το βαθύτερο σημείο της Τάφρου των Μαριαννών. Στην ορμή των κυμάτων, ύψους επτά μέτρων, «υπέκυψε» το ταχύμετρο του βαθυσκάφους και οι εξερευνητές χρειάστηκε ν' αρκεστούν σ' ένα μανόμετρο και σε πίνακα λογαριθμικών υπολογισμών. Η καμπίνα, κατασκευασμένη από τα εργοστάσια «Krupp» από ένα κράμα νικελίου, χρωμίου, μολυβδενίου και χάλυβα, ζύγιζε 14 τόνους κι είχε διάμετρο δύο μέτρων, αλλά τα επιστημονικά όργανα άφηναν στους δύο επιβάτες μετά βίας έναν χώρο 90 εκ. x 90 εκ. Το πάχος των τοιχωμάτων της ήταν 12 εκ. ενώ του γυάλινου καλύμματός της 18 εκ.

Το «σκοτεινό βασίλειο»

Το μεγαλύτερο μέρος της δεξαμενής ήταν γεμάτο με 142.000 λίτρα βενζίνης κι επειδή ο όγκος του καυσίμου μειώνεται με την αύξηση της πίεσης, κατά την κατάδυση δημιουργούνταν χώρος όπου εισέρρεε θαλασσινό νερό διευκολύνοντας την καθοδική πορεία. Οπως αναφέρει, με μια χροιά απογοήτευσης στις σημειώσεις της αποστολής ο Πικάρ, στα 731 μ. «βασίλευε απόλυτο σκοτάδι, γύρω απλωνόταν μια απέραντη έρημος, χωρίς κοπάδια ψαριών, ούτε θαλάσσια τέρατα». Στα 9.875 ακούστηκε ένας απότομος ήχος, αλλά δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί τι τον προκάλεσε, έτσι η κατάδυση συνεχίστηκε. Μία ώρα αργότερα το «Τριέστε» κάθησε απαλά στον βυθό χωρίς κανένα «κακό» συναπάντημα των επίφοβων ναυαγίων ή άλλο. «Ωστόσο δύο μεγάλα μάτια μάς κοίταζαν μέσα από τη λάσπη -και τα δύο στην ίδια πλευρά του κεφαλιού». Ηταν ένα επίπεδο ψάρι του βυθού μισοχωμένο στη λάσπη διαστάσεων 30 εκ. x 15 εκ., «που έφυγε σε λίγο με αργές κινήσεις». Ο Πικάρ αναφέρει ότι «πέρασε μπροστά στο γυαλί και μια ωραία, κοκκινωπή γαρίδα», περίτρανη απόδειξη ζωής ακόμη και σε τέτοια αβυσσαλέα βάθη.

Γρήγορα αποδείχθηκε τι ήταν ο προηγούμενος θόρυβος: ο Ουόλς ανακάλυψε μικρές ρωγμές στο γυάλινο κάλυμμα του πυργίσκου που, αν έσπαγε, οι εξερευνητές θα παγιδεύονταν κατά την ανάδυση λίγα μέτρα κάτω από τη θαλάσσια επιφάνεια. Ευτυχώς, αυτό δεν συνέβη. Μετά 20 λεπτά παραμονής στο απίστευτο αυτό βάθος ο Πικάρ ξεκίνησε τη διαδικασία ανάδυσης αποσυνδέοντας τον μαγνήτη που συγκρατούσε με ηλεκτρισμό τα σιδηρομεταλλεύματα για το έρμα. Το βαθυσκάφος έφτασε στην επιφάνεια 3,5 ώρες αργότερα, έχοντας αδειάσει σταδιακά το έρμα στα ωκεάνια βάθη.

Μέχρι σήμερα το δίδυμο Πικάρ - Ουόλς παραμένει το μοναδικό πλήρωμα βαθυσκάφους που αντίκρισε το περιβάλλον τέτοιου ωκεάνιου βάθους, αναφέρει χαρακτηριστικά το ειδικό αφιέρωμα στην ηλεκτρονική έκδοση του «Σπίγκελ». Η κατάδυση του «Trieste» υπήρξε επιστημονικός θρίαμβος, ο Ελβετός επιστήμονας κι ο Αμερικανός βαθμοφόρος απήλαυσαν τιμές ηρώων και συγχρόνως απέδειξαν στους σκεπτικιστές, αλλά και σ' όσους εξέφραζαν έντονες αντιρρήσεις, ότι ακόμη και σε τέτοια αβυσσαλέα βάθη υπάρχουν μορφές ζωής. Και - φυσικά!- όπως όλα τα επιτεύγματα της ψυχροπολεμικής εποχής στο όνομα της προόδου και η αποστολή του αμερικανικού βαθυσκάφους χαρακτηρίστηκε ως «μικρή νίκη επί του θεωρητικώς προοδευτικού κομμουνισμού».

Ο ίδιος ο Πικάρ μίλησε αργότερα για την ουσιαστική σημασία της συγκεκριμένης αποστολής με τα εξής λόγια: «Επειτα απ' αυτήν, από το ψηλότερο όρος έως την πλέον παγωμένη γωνιά των Πόλων δεν υπήρχε πλέον κανένας τόπος στη Γη, όπου ο άνθρωπος δεν θα είχε "ελεύθερη πρόσβαση"».

Το τελευταίο γήινο σύνορο είχε ξεπεραστεί· τώρα ο άνθρωπος δεν είχε παρά να στραφεί στα άστρα, για να τα κατακτήσει και αυτά. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

(από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 29/1/2010)