Αφήστε τις Αγορές να Αντιμετωπίσουν Μόνες τους την Ενεργειακή Κρίση

Αφήστε τις Αγορές να Αντιμετωπίσουν Μόνες τους την Ενεργειακή Κρίση
Του κ. Tony Hayward / Εκτελεστικού Διευθυντή της ΒΡ
Τετ, 18 Ιουνίου 2008 - 07:45
Από τότε που έλαβα την θέση του εκτελεστικού διευθυντή της ΒΡ δεν έπαψα να υποστηρίζω ούτε στιγμή ότι η σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πετρελαίου είναι ιδιαίτερα τεταμένη. Βέβαια, όπως πολλά άλλα άτομα δεν περίμενα να δω τις τιμές του πετρελαίου να εκτοξεύονται σ’ αυτά τα ύψη, και μάλιστα τόσο γρήγορα, όπως συνέβη τους τελευταίους μήνες.

Από τότε που έλαβα την θέση του εκτελεστικού διευθυντή της ΒΡ δεν έπαψα να υποστηρίζω ούτε στιγμή ότι η σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πετρελαίου είναι ιδιαίτερα τεταμένη. Βέβαια, όπως πολλά άλλα άτομα δεν περίμενα να δω τις τιμές του πετρελαίου να εκτοξεύονται σ’ αυτά τα ύψη, και μάλιστα τόσο γρήγορα, όπως συνέβη τους τελευταίους μήνες. Δεν με εκπλήσσει επίσης το γεγονός ότι τα συναισθήματα των ανθρώπων βρίσκονται σε ένταση καθώς οι απλοί καταναλωτές απ’ τη μια και οι επιχειρήσεις απ’ την άλλη αναγκάζονται να πληρώνουν για καύσιμα όλο και περισσότερα. Κατανοώ απόλυτα αυτά τα συναισθήματα. Οι κυβερνήσεις από την άλλη και οι εταιρείες ενέργειας προσπαθούν επειγόντως να βρουν κάποιες λύσεις αλλά αν πράγματι θέλουμε να βρούμε μια αποτελεσματική λύση πρέπει με συνετό τρόπο να σκύψουμε πάνω από τα πραγματικά γεγονότα και να τα μελετήσουμε προσεκτικά. Πρέπει να δεχτούμε την πραγματικότητα έτσι ακριβώς όπως είναι κι όχι όπως ελπίζουμε ότι θα μπορούσε να ήταν.

Η τελευταία ‘‘Στατιστική Έκθεση για την Παγκόσμια Ενέργεια’’ που εκδίδει η ΒΡ εδώ και 57 χρόνια επικεντρώνεται περισσότερο στους θεμελιώδεις κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης ενώ παράλληλα παρουσιάζονται και κάποιοι μύθοι που αντίθετα με τις απόψεις των περισσοτέρων αναλυτών κάθε άλλο παρά επηρεάζουν μακροπρόθεσμα τις τιμές.

Ο πρώτος μύθος είναι ότι αυτή η ξέφρενη πορεία του μαύρου χρυσού επηρεάζεται καταλυτικά από τεχνικούς παράγοντες όπως επί παραδείγματι αυτόν της κερδοσκοπίας. Σίγουρα σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο η κερδοσκοπία στις χρηματιστηριακές αγορές μπορεί να επηρεάσει οριακά τις τιμές αλλά δεν είναι η βασική αιτία που καθορίζει την πορεία της ενεργειακής αγοράς. Είναι ευνόητο ότι με την συνεχή μεγέθυνση αγορών ενεργειοβόρων χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία και παράλληλα την μείωση της προσφοράς σε πετρέλαιο από τις χώρες του OPEC το τελευταίο έτος κατά 350.000 βαρέλια ημερησίως, η αυξημένη ζήτηση και η μειωμένη προσφορά δημιουργούν σημαντικό πρόβλημα στην αγορά με αποτέλεσμα την συνεχή αύξηση των τιμών στο πετρέλαιο.

Πριν τριάντα χρόνια βέβαια με την πετρελαϊκή κρίση που είχε ξεσπάσει ξανά η αύξηση στην παραγωγή πετρελαίου από την Βόρειο θάλασσα είχε επουλώσει κατά κάποιον τρόπο τις πληγές δίνοντας σημαντικές ανάσες ζωής στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά. Σήμερα όμως τα κράτη του ΟΟΣΑ παρουσιάζουν μια εικόνα σύμφωνα με την οποία δεν είναι εύκολο να αυξηθεί η παραγωγή πετρελαίου είτε γιατί κάποια αποθέματα στερεύουν όπως τα κοιτάσματα στην Βόρεια Θάλασσα τα οποία σημείωσαν μια μείωση κατά 10% του αποθέματος τους το 2007 είτε γιατί υπάρχουν σημαντικές τεχνικές δυσκολίες εξαγωγής πετρελαίου όπως στην Αρκτική ή εξαιτίας του μεγάλου βάθους όπως επί παραδείγματι στον κόλπο του Μεξικού.

Η κατάσταση στην παγκόσμια προσφορά πετρελαίου έρχεται να επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο με το αυξανόμενο κύμα εθνικοποίησης της ενεργειακής αγοράς σε αρκετές χώρες οι οποίες μ’ αυτόν τον τρόπο δεν αφήνουν τις μεγάλες εταιρείες όπως η ΒΡ να κινηθούν ελεύθερα χρησιμοποιώντας τις εξειδικευμένες εκείνες τεχνολογίες που είναι αναγκαίες για την εξαγωγή πετρελαίου σε κοιτάσματα που παρουσιάζουν δυσκολίες στην εξόρυξη. Από την άλλη η Ρωσία μία χώρα με μεγάλη παραγωγή πετρελαίου σύμφωνα με ανακοινώσεις της ρωσικής Lukoil παρουσιάζει σταθερή μείωση των αποθεμάτων της.

Όλα αυτά πιθανόν δημιουργούν την αίσθηση ότι τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου μειώνονται δραματικά κάτι που φυσικά οδηγεί σε εφιαλτικά σενάρια και πυροδοτεί ισχυρισμούς σύμφωνα με τους οποίους η άνοδος των τιμών έχει την αιτία της σε κάποιους τέτοιους παράγοντες. Αντίθετα όμως μ’ αυτά τα δυσοίωνα σενάρια η αλήθεια είναι πως υπάρχει αρκετό πετρέλαιο για να τροφοδοτήσει την παγκόσμια οικονομία για τουλάχιστον 40 χρόνια, φυσικό αέριο για 60 χρόνια ενώ ο άνθρακας μπορεί να συνεισφέρει ως καύσιμο για 130 περίπου ακόμα χρόνια. Στην ουσία λοιπόν πρόκειται για έναν ακόμα μύθο που παρουσιάζει μια κατάσταση βέβαια που στο μέλλον η ανθρωπότητα θα πρέπει να αντιμετωπίσει αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνιστά στο παρόν ρεαλιστική αιτία που μπορεί να δικαιολογήσει την αύξηση των τιμών στο πετρέλαιο και γενικότερα στους υδρογονάνθρακες.

Ο τρίτος μύθος είναι ότι μπορούμε να περάσουμε με πολύ γρήγορο τρόπο από την οικονομία των υδρογονανθράκων σε μια οικονομία που θα στηρίζεται σε πηγές ενέργειας που θα εκπέμπουν σαφώς λιγότερους ρίπους και δεν θα δημιουργούν βλαπτικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Αυτό φαίνεται πολύ απλά από το γεγονός ότι ενώ η αγορά των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) μεγεθύνεται παγκοσμίως με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς εντούτοις συνεισφέρουν λιγότερο από το 2% της παγκόσμιας παραγωγής ενέργειας. Από την μια η τεχνολογία δεν είναι επαρκής για να δώσει σημαντικά ποσά ενέργειας, όπως επί παραδείγματι τα φωτοβολταϊκά και από την άλλη τα βιοκαύσιμα μπορούν να προκαλέσουν ανυπολόγιστες επιπτώσεις σε άλλους τομείς όπως αυτόν των τροφίμων. Φυσικά στο μέλλον οι ΑΠΕ ίσως γίνουν η κυρίαρχη πραγματικότητα αναφορικά με την παραγωγή ενέργειας αλλά σίγουρα η εποχή των υδρογονανθράκων αλλά και του άνθρακα δεν έχει ακόμα παρέλθει.

Ωστόσο ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι των μύθων αυτών το πρόβλημα αναφορικά με το πετρέλαιο και των συνεχών αυξήσεων στις τιμές παραμένει, διχάζοντας τους αναλυτές και δημιουργώντας έντονα την αίσθηση ότι δεν θα βρεθεί λύση και αποτελεσματική θεραπεία στο φαινόμενο. Σύμφωνα με τον θεμελιώδη νόμο της προσφοράς και της ζήτησης σε μια ελεύθερη οικονομία όπου υπάρχουν οι λιγότεροι δυνατοί παρεμβατισμοί, η αγορά από μόνη της θα διορθώσει τα κακώς κείμενα και θα βρει το άριστο σημείο στις ανθρώπινες διαδράσεις. Ήδη στις Η.Π.Α. στον Καναδά και στην Ευρώπη εξαιτίας των υψηλών τιμών σε πετρέλαιο παρατηρείται μείωση της κατανάλωσης ενώ ο κόσμος αρχίζει και προσανατολίζεται σε τρόπους εξοικονόμησης ενέργειας. Οι κυβερνήσεις από την άλλη χωρίς να παρεμβαίνουν άμεσα στην αγορά μπορούν να δώσουν ώθηση με νέες επενδύσεις στην τεχνολογία στην εξοικονόμηση ενέργειας και στην αποτελεσματικότητα της παραγωγής. Τέλος είναι απαραίτητο πλέον να υπάρξει στενή σχέση μεταξύ ΟΟΣΑ και OPEC ώστε και οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες και οι καταναλώτριες χώρες να καταλάβουν ότι πρέπει από κοινού να ενεργούν ως ένα κοινό σώμα όπου οι πράξεις του ενός θα έχουν άμεση επίπτωση στις δραστηριότητες του άλλου και αντίστροφα.