Το κλείσιμο του οικονομικού έτους 2017 βρήκε τα διαθέσιμα της κυβέρνησης στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων χρόνων – μόνον ο Βαρουφάκης τα είχε στείλει χαμηλότερα, στα ντουζένια της αγωνιστικής διαπραγμάτευσης. Δεν καταγράφεται πουθενά η μαγιά του «μαξιλαριού» των 0,9 δισ. ευρώ που είδε το Eurogroup ή των 1,5 δισ. της εξόδου στις αγορές του Ιουλίου 2017. Ηδη τον πρώτο μήνα του 2018 η κυβέρνηση κατέφυγε σε νέο εσωτερικό δανεισμό 5 δισ. ευρώ.

Το κλείσιμο του οικονομικού έτους 2017 βρήκε τα διαθέσιμα της κυβέρνησης στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων χρόνων – μόνον ο Βαρουφάκης τα είχε στείλει χαμηλότερα, στα ντουζένια της αγωνιστικής διαπραγμάτευσης. Δεν καταγράφεται πουθενά η μαγιά του «μαξιλαριού» των 0,9 δισ. ευρώ που είδε το Eurogroup ή των 1,5 δισ. της εξόδου στις αγορές του Ιουλίου 2017. Ηδη τον πρώτο μήνα του 2018 η κυβέρνηση κατέφυγε σε νέο εσωτερικό δανεισμό 5 δισ. ευρώ.

Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ο υπουργός Οικονομικών από τους θεσμούς στην πρόσφατη επίσκεψή τους ήταν να του επιτρέψουν να διευρύνει τη δυνατότητα να δανείζεται (και με καλύτερους όρους) από τους δημόσιους φορείς. Οι εξελίξεις στις διεθνείς αγορές από τις αρχές Φεβρουαρίου, μετά την έκδοση του επταετούς ομολόγου (οι αποδόσεις όλων των ομολόγων της Ευρωζώνης έπεσαν, ενώ των ελληνικών ανέβηκαν σημαντικά, χωρίς τάση αποκλιμάκωσης) καθιστούν σχεδόν απαγορευτική (ή πάρα πολύ ακριβή) την άντληση κεφαλαίων από αυτές. Για τη δημιουργία του «μαξιλαριού», η μόνη επιλογή είναι η συμπλήρωση των πόρων του ESM με βραχυπρόθεσμο εσωτερικό δανεισμό.

Το «μαξιλάρι» είναι καλό να υπάρχει – να μη χρησιμοποιείται, όμως, παρά για μικρές ανάγκες. Αν χρησιμοποιηθούν πόροι του σε σημαντικό ύψος, ακόμη και σε περίπτωση συγκυριακής έξαρσης των αποδόσεων ομολόγων, οι επενδυτές το εκλαμβάνουν ως αδυναμία, με πιθανότερη κατάληξη την αποχή τους από τη χρηματοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα είναι η αποστράγγιση του «μαξιλαριού». Παρά το ότι οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους από τον Αύγουστο 2018 έως τα τέλη του 2019 είναι λίγο πάνω από 11 δισ. ευρώ, το Eurogroup αναφέρεται σε ύψος «μαξιλαριού» 20 δισ. ευρώ για το συγκεκριμένο διάστημα. Η Ελλάδα πρέπει να δείχνει στους επενδυτές πως μπορεί να δανείζεται ακόμη και αν δεν υπάρχουν τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% και άνω. Υποχρεωτική σχεδόν η τοποθέτηση του Eurogroup, δεδομένου ότι το χρέος αυξήθηκε σημαντικά τη διετία 2016-17, παρά τα θηριώδη πλεονάσματα τα οποία υπερέβησαν τους τόκους που κατεβλήθησαν.

Με μια ματιά στις ωριμάνσεις του χρέους, βλέπουμε ότι το πρώτο εξάμηνο του 2019 οι χρηματοδοτικές ανάγκες είναι 7,7 δισ. ευρώ, με άλλα 2,8 δισ. να περιμένουν το δεύτερο εξάμηνο. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι τόκοι μπορεί να εξυπηρετούνται από τα πρωτογενή πλεονάσματα, το μισό «μαξιλάρι» θα έχει αναλωθεί, αν εν τω μεταξύ (εντός του 2018) δεν έχει επιτευχθεί η πλήρης πρόσβαση στις αγορές. Το στοίχημα Τσακαλώτου πολύ δύσκολα βγαίνει. Αν δε προστεθεί το πολιτικό ρίσκο των εκλογών εντός του 2019, η επιστροφή στην αγκαλιά των μηχανισμών στήριξης –αν υπάρχει ως επιλογή– εμφανίζεται σχεδόν ως μονόδρομος μπροστά στο φάσμα καταστροφικών εξελίξεων.

Η συσσώρευση προβλημάτων κυρίως το πρώτο εξάμηνο 2019 κάνει τη σημερινή πολιτική να φαντάζει όχι ως σχέδιο εξόδου από τα μνημόνια, αλλά ως πλάνο υπονόμευσης της επόμενης κυβέρνησης. Σε συνδυασμό με τα πολιτικά προβλήματα της προεδρικής εκλογής και του εκλογικού νόμου, παραπέμπει σε σχεδιασμό «δεξιάς παρένθεσης». Η πολιτική αντιπαράθεση στο ενδεχόμενο αυτό είναι υποχρέωση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης – η «παρένθεση» θα συνοδεύεται από καταστροφικά αποτελέσματα.

Οι θεσμοί έχουν επίγνωση του στραγγαλισμού που παραμονεύει το 2019. Γι’ αυτό ο Ντράγκι τα έψαλε στον Τσακαλώτο στις 19/2 για τον τρόπο εξόδου στις αγορές. Γι’ αυτό έχει μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η εξαγορά από τον ESM των δανείων του ΔΝΤ – θα ελαφρύνει τις ανάγκες μέχρι τέλους 2019 κατά 2,8 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό και φαίνεται να έχουν δώσει την «άδεια» στον υπουργό Οικονομικών να αυξήσει τον εσωτερικό δανεισμό, παρότι έτσι διαλύει το κοινωνικό κράτος. Γι’ αυτό και οι φωνές αυστηρής εποπτείας πληθαίνουν.

Με τον τρέχοντα σχεδιασμό της κυβέρνησης Τσίπρα - Καμμένου, αν δεν αντληθούν από τις αγορές εντός του 2018 επαρκή κεφάλαια, το μέλλον της χώρας κρέμεται από μία κλωστή. Σε μια τέτοια εξέλιξη, η διενέργεια εκλογών εντός του 2019 πολλαπλασιάζει το πρόβλημα. Η εθνικώς υπεύθυνη επιλογή είναι ο αποκλεισμός του πολιτικού κινδύνου, παρέχοντας επαρκή χρόνο στην επόμενη κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το απειλητικό 2019.

 

* Ο κ. Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, πρώην καθηγητής του Columbia University.

 

(«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)