Παρόλο που οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθούν να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των απαιτούμενων πόρων για τις εγκαταστάσεις των μονάδων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυξάνουν σταδιακά τη συμμετοχή τους στον τομέα αυτό.

Παρόλο που οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθούν να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των απαιτούμενων πόρων για τις εγκαταστάσεις των μονάδων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυξάνουν σταδιακά τη συμμετοχή τους στον τομέα αυτό.

Αν εξετάσουμε για παράδειγμα τον τομέα της αιολικής ενέργειας, η αύξηση του μεγέθους των αιολικών πάρκων απαιτεί τη διεύρυνση των επενδυτών. Τα υπεράκτια αιολικά πάρκα ανήκουν, στην πλειονότητά τους, σε πολλούς εταίρους, λόγω των μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται και της ανάγκης διαφοροποίησης του κινδύνου, επισημαίνει η τελευταία έκθεση του περιοδικού WindPower.

Στο πλαίσιο αυτό, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, 18 εταίροι συμμετείχαν στα έξι αιολικά πάρκα που είναι συνδεδεμένα με το ευρωπαϊκό δίκτυο. Αν και οι εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατείχαν, στο διάστημα αυτό, σχεδόν το 50% της συνολικής δυναμικότητας, οι επενδυτικοί οργανισμοί φαίνεται ότι δεν παραβλέπουν τα πλεονεκτήματα της αιολικής ενέργειας και άλλων ενεργειακών έργων που βασίζονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ακόμη και μεγάλα επενδυτικά funds διστάζουν εξαιτίας της εγγενούς επικινδυνότητας των upstream δραστηριοτήτων και εκτιμούν τα σταθερά, μακροπρόθεσμα έσοδα από τα αιολικά πάρκα. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, τα επενδυτικά funds χρηματοδότησαν το 38% της νέας αιολικής δυναμικότητας στην Ευρώπη, σε σύγκριση με περίπου 25% την ίδια περίοδο του 2016, μια σημαντική αύξηση που δείχνει ελάχιστα σημάδια επιβράδυνσης.

Παράλληλα, ορισμένες από τις κατασκευάστριες εταιρείες ανήκουν σε ιδιωτικά κεφάλαια με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της γερμανικής Senvion, η οποία παρείχε το 31% της νέας αιολικής ισχύος στην Ευρώπη κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017 και ελέγχεται από την εταιρεία ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου Centerbridge Partners.

Οι εξελίξεις στον τομέα της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δείχνουν πλέον ότι η τεχνολογία ΑΠΕ και οι επενδύσεις κεφαλαίου βαδίζουν σε κοινή, αμοιβαία επωφελή πορεία. Όπως σημειώνει ο ολλανδικός τραπεζικός και χρηματοπιστωτικός κολοσσός ING, ο συνδυασμός αυτός οδηγεί σε μικρότερες περιόδους αποπληρωμής. «Είμαστε μάρτυρες μιας σημαντικής μετάβασης στο ενεργειακό τοπίο», σχολιάζει. «Αυτή η μεταμόρφωση θα επηρεάσει και το τραπεζικό τοπίο. Αναμένουμε να επωφεληθούμε από τις συνδυασμένες ικανότητές του ενεργειακού και χρηματοπιστωτικού τομέα».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ING έχει επενδύσει στη γεωθερμική ενέργεια, ένα σχετικά παραμελημένο τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που όμως κινείται ανοδικά στην Ασία, κυρίως στην Ινδονησία. Μια κοινοπραξία διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της ING, συγκέντρωσε $ 1,17 δισ. για το έργο Sarulla, το οποίο είναι σχεδιασμένο να έχει εγκατεστημένη ισχύ 320 MW και να παράγει απόλυτα ‘καθαρή’ ενέργεια όταν τεθεί σε πλήρη λειτουργία.

 

Ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον

Καθώς η τεχνολογία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας βελτιώνεται, ο χρόνος για την επίτευξη των κερδών θα ελαχιστοποιείται και η εμπορική προοπτική των έργων ΑΠΕ θα γίνεται αναλογικά περισσότερο ελκυστική. Το 2016, για παράδειγμα, η μέση τιμή μιας ανεμογεννήτριας ανά MW παραγόμενης ισχύος εκτιμάται σε € 0,83 εκατ. έναντι € 0,91 εκατ. το 2015. Παράλληλα, οι ανεμογεννήτριες πλέον παράγουν περισσότερη ισχύ. Περίπου το 66% των εγκαταστάσεων που ολοκληρώθηκαν ή βρίσκονταν υπό κατασκευή στην Ευρώπη το 2017 αξιοποίησαν ανεμογεννήτριες νέου τύπου ισχύος 7ΜW, ενώ σε δύο μονάδες θα εγκατασταθούν ανεμογεννήτριες 8MW.

Σε αυτό το ασφαλέστερο επενδυτικό περιβάλλον, ένας από τους πιο δραστήριους εναλλακτικούς χρηματοδότες είναι η επενδυτική τράπεζα Laidlaw Capital. Διαθέτει το 10,2% της νέας δυναμικότητας αιολικής ενέργειας στην Ευρώπη, ενώ η Copenhagen Infrastructure Partners ( CIP), εταιρεία επενδύσεων με εστίαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και χρόνο λειτουργίας μόλις πέντε ετών, αντιπροσώπευε το 7,6%. Παράλληλα, η CIP έχει επίσης μερίδιο 35% στο υπεράκτιο αιολικό πάρκο Beatrice στην περιοχή Outer Moray Firth της Βόρειας Θάλασσας, προϋπολογισμού € 3,41 δισ., το οποίο πρόκειται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία εντός του 2019.

Η CIP αποτελεί καλό παράδειγμα για το πού κατευθύνεται η χρηματοδότηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η εταιρεία εξακολουθεί να αξιοποιεί άμεσες πηγές ιδιωτικού κεφαλαίου για επενδύσεις σε έργα ΑΠΕ. Όπως επισημαίνει, αυτές οι επενδύσεις παρέχουν μακροπρόθεσμες σταθερές ταμειακές ροές και συχνά αποδόσεις υψηλότερες των στόχων.

Σε μια αγορά που θεωρείται δύσκολη για την άντληση κεφαλαίων από ιδιώτες επενδυτές, η CIP κέρδισε το 2017 αναλήψεις υποχρεώσεων ύψους € 1,9 δισ. σε μόλις τέσσερις μήνες, κεφάλαια που κατεύθυνε κυρίως σε μεγάλης κλίμακας έργα αιολικής και ηλιακής ενέργειας, βιομάζας, μετατροπής απόβλητων σε ενέργεια και διανομής ενέργειας.

Ωστόσο, παρόλο που αυξάνεται η χρηματοδότηση των ΑΠΕ από εταιρείες εκτός του κλάδου παραγωγής ενέργειας, οι απαιτήσεις είναι κατά πολύ μεγαλύτερες. Περίπου € 75-95 δισ. θα απαιτηθούν έως το 2020 για την εκπλήρωση των στόχων εκπομπών με εντολή των Βρυξελλών - και αυτό ισχύει μόνο για την αιολική ενέργεια. Ο ΟΟΣΑ θέτει τον πήχη ακόμη υψηλότερα, εκτιμώντας ότι οι ετήσιες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα πρέπει να αυξηθούν κατά 150%, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.