Μια πιθανή αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την ονομασία της γείτονος χώρας συνεπάγεται πολύ δυσάρεστες συνέπειες για τα ελληνικά συμφέροντα. Θα επιβαρυνθεί περισσότερο η αρνητική εικόνα της Ελλάδας και, σε διεθνές επίπεδο, ενδέχεται να παρακαμφθούν οι ενστάσεις της- μια σοβαρή επικοινωνιακή και διπλωματική ήττα, μια χώρα ακόμη περισσότερο δυσφημισμένη και αδυνατισμένη

Μια πιθανή αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την ονομασία της γείτονος χώρας συνεπάγεται πολύ δυσάρεστες συνέπειες για τα ελληνικά συμφέροντα. Θα επιβαρυνθεί περισσότερο η αρνητική εικόνα της Ελλάδας και, σε διεθνές επίπεδο, ενδέχεται να παρακαμφθούν οι ενστάσεις της- μια σοβαρή επικοινωνιακή και διπλωματική ήττα, μια χώρα ακόμη περισσότερο δυσφημισμένη και αδυνατισμένη.

Τι θα συμβεί, όμως, αν ο ελληνικός πολιτικός κόσμος αποδεχθεί τη “λύση”; Αντίθετα με ό,τι νομίζεται, σημασία δεν έχει πλέον με ποιο όνομα θα αναγνωριστεί το γειτονικό κράτος· μόνον στην Ελλάδα δεν αποκαλείται “Μακεδονία”. Ανεξαρτήτως τού τι θα συμφωνηθεί, ουδείς θα προσαρμοστεί στην όποια νέα εκδοχή. Εμπράκτως, η συμφωνία θα περιορίζεται σε κάποια επίσημα διεθνή κείμενα. Επομένως, τι διακυβεύεται;

Καλώς ή κακώς, στις παγκόσμιες ιστορικές αναπαραστάσεις, όποιος κατέχει την Αθήνα κατέχει το σύνολο της ελληνικής ιστορικής κληρονομίας. Δεν υφίσταται, δηλαδή, απειλή για τη μακεδονική ιστορική κληρονομία, όσο και αν τη διεκδικεί μια άλλη πρωτεύουσα, με σαφή εξάλλου βαλκανική εικόνα. Ως προς το ζήτημα του αλυτρωτισμού, σημασία δεν έχουν οι εθνικές φαντασιώσεις, αλλά οι συσχετισμοί δυνάμεων. Και εμείς ονειρευόμαστε την Κωνσταντινούπολη· δεν αισθάνεται, όμως, η Τουρκία απειλούμενη από τον ελληνικό αλυτρωτισμό.

Η “λύση” υπό τις υφιστάμενες σημερινές συνθήκες συνεπάγεται δύο πραγματικούς κινδύνους οι οποίοι, αντίθετα με όποιους επικαλούνται οι σημερινοί “μακεδονομάχοι”, δεν είναι υποθετικοί και μακρυνοί, αλλά απτοί και άμεσοι.

Ο πρώτος κίνδυνος είναι εσωτερικός. Ήδη, στην Αμερική και στην Ευρώπη διακρίνεται το ρήγμα ανάμεσα στις ελίτ και τους λαούς. Το πρόβλημα είναι δυνάμει σοβαρότερο σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η ελίτ συνδέεται με την εισαγωγή δυτικών προτύπων, σε αντιπαράθεση με τις παραδοσιακές αξίες. Όχι μόνον η Αμερική του Τραμπ, αλλά και η Τουρκία του Ερντογάν δείχνουν τον δυσοίωνο δρόμο προς τη λαϊκιστική και αυταρχική κατάκτηση της εξουσίας.

Η παρατηρούμενη συστράτευση της ελληνικής κοσμοπολιτικής ελίτ για τη “λύση” κινδυνεύει να εξελιχθεί όπως το δημοψήφισμα του 2015: η φιλοευρωπαϊκή πίεση έφερε το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η αντίδραση αυτή πρέπει να ερμηνευτεί ως φυσική συνέπεια της στάσης των διανοουμένων. Η υπεροπτική και συχνά προσβλητική αντιμετώπιση όσων αντιτίθενται στις “ορθές” θέσεις βαθαίνει το χάσμα: όποιοι διαφωνούν χαρακτηρίζονται ακροδεξιοί ή ανεγκέφαλοι. Η πνευματική και πολιτική ελίτ δεν εφοδίασε τον ελληνικό πληθυσμό με τα απαραίτητα διανοητικά εργαλεία, ώστε να κατανοεί και να επεξεργάζεται τα σύνθετα διεθνή ζητήματα τα οποία, άλλωστε, έχει καταστήσει ιδιαιτέρως περίπλοκα η εκρηκτική ανάδυση του ζητήματος της ταυτότητας. Η ελίτ αυτή επί δεκαετίες κήρυσσε τη “σύνδεση της παιδείας με την παραγωγή”, την αποδυνάμωση των κλασικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Κυρίως, όμως ανέχθηκε να διαβρωθεί η ελευθερία της έκφρασης. “Η αποσιώπηση των αντιθέσεων δεν γονιμοποιεί τις θέσεις για να προκύψουν επωφελείς για τη χώρα συνθέσεις” (Πάσχος Μανδραβέλης, Καθημερινή, 28.1.18). Χωρίς βαθειά και κριτική γνώση της Ιστορίας και της Γεωγραφίας, χωρίς ανοικτό, ελεύθερο και ευρύ δημόσιο διάλογο, πώς να εκλογικευθούν οι γεωπολιτικοί φόβοι; Αφορούν πληθυσμούς, οι πρόγονοι των οποίων υπέστησαν εθνοκαθάρσεις· οι οποίοι, μόλις προ εικοσαετίας, είδαν να εκτυλίσσονται οι ίδιες τραγωδίες στους γειτονικούς λαούς. Ο πρώτος κίνδυνος, λοιπόν, είναι η “τραμποποίηση” της ελληνικής πολιτικής ζωής.

Το δεύτερο πρόβλημα αφορά τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή. Ουδείς θα θεωρήσει ότι η “λύση” προέκυψε από μια μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική, με γνώμονα τα συμφέροντα και τη βούληση του ελληνικού λαού. Αντιθέτως, θα εκληφθεί ως μια ακόμη υποχώρηση σε διεθνείς πιέσεις. Μετά από την πρώτη “κωλοτούμπα” στην οικονομία, ετοιμάζεται η δεύτερη, σε έναν τομέα πολύ περισσότερο ευαίσθητο- εφ’όσον αφορά, σύμφωνα με τις διαρκείς ελληνικές δηλώσεις, την εθνική ταυτότητα και κληρονομία. Τι μήνυμα λαμβάνουν, επί παραδείγματι, οι Τούρκοι για τις δυνάμεις αντιστάσεως της Ελλάδας σε έξωθεν πιέσεις; Όσοι έχουν βλέψεις στα ελληνικά ιστορικά κεκτημένα θα ενθαρρυνθούν από την εικόνα αδυναμίας για να προωθήσουν επιθετικά τις απαιτήσεις τους.

Η κυβέρνηση έχει οδηγήσει τη χώρα σε ένα αδύνατο δίλημμα: χαμένοι χωρίς “λύση”, χαμένοι και με “λύση”. Η διέξοδος από τη δεινή αυτή κατάσταση απαιτεί εμπνευσμένη και ευέλικτη διπλωματία και, κυρίως, ειλικρίνεια απέναντι στους πολίτες. Απαιτεί, επίσης, χρόνο για να αναπτυχθούν οι πολλαπλές πλευρές μιας τέτοιας στρατηγικής: επικοινωνιακή πολιτική προς την Ευρώπη και την Αμερική, προσέγγιση με τις σοβαρές δυνάμεις της γείτονος και, βέβαια, ανοικτός και ελεύθερος διάλογος στο εσωτερικό. Εν τω μεταξύ πρέπει να καλυφθούν οι ανησυχίες των Δυτικών συμμάχων οι οποίοι βλέπουν να πλησιάζουν απειλητικά στα Βαλκάνια αφ’ενός η τουρκική αστάθεια και επιθετικότητα και, αφ’ετέρου, ο ρωσικός αυτοκρατορικός αναθεωρητισμός.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 04/02/2018)