Ενδιαφέρον για την απόκτηση τουλάχιστον μίας από τις προς πώληση λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ έχουν εκδηλώσει περί τους 15 επενδυτές. Σύμφωνα με το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) το λιγνιτικό πακέτο -με τη μονάδα της Μελίτη Ι, την άδεια για τη Μελίτη ΙΙ και τις δύο μονάδες (3 και 4) της Μεγαλόπολης- κρίθηκε ικανοποιητικό και «δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να τροποποιηθεί».

Ενδιαφέρον για την απόκτηση τουλάχιστον μίας από τις προς πώληση λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ έχουν εκδηλώσει περί τους 15 επενδυτές. Σύμφωνα με το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) το λιγνιτικό πακέτο -με τη μονάδα της Μελίτη Ι, την άδεια για τη Μελίτη ΙΙ και τις δύο μονάδες (3 και 4) της Μεγαλόπολης- κρίθηκε ικανοποιητικό και «δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να τροποποιηθεί».

Στο market test, το οποίο πραγματοποίησε η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp), συμμετείχε πλήθος εταιρειών μεταξύ των οποίων «παίκτες» της ελληνικής ενεργειακής αγοράς, μεγάλοι εγχώριοι καταναλωτές (βιομηχανία) αλλά και πολλοί μεγάλοι παραγωγοί απ' όλον τον κόσμο (Ευρώπη, Αμερική, Ασία). Συνολικά 140 εταιρείες κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα και την ελκυστικότητα των μονάδων προς αποεπένδυση.

Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου, οι τελευταίες εκκρεμότητες έκλεισαν σε τηλεδιάσκεψη την περασμένη Τετάρτη, με την ελληνική πλευρά να απαντά σε όλα τα ζητήματα που έθεσε η αγορά. Αυτά κυρίως αφορούσαν κυρίως τον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό της Ελλάδας, ώστε να γίνει σαφές το ποσοστό του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή τα επόμενα χρόνια. Επίσης, είχαν σχέση με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, την τροφοδοσία των μονάδων (κυρίως της Φλώρινας), αλλά και τα εργασιακά, με έμφαση στον αριθμό των εργαζομένων που θα πάνε «πακέτο» με τις προς πώληση μονάδες.

«Το market test στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και υπήρξε ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον. Η DG Comp, λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις που έλαβε, κατέληξε σε τεχνικού χαρακτήρα παρατηρήσεις, τις οποίες κοινοποίησε τις προηγούμενες ημέρες στην ελληνική πλευρά. Αυτές ήδη συζητήθηκαν και υπήρξε οριστική συμφωνία, στη βάση της οποίας η κυβέρνηση θα νομοθετήσει», δήλωσε χθες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας o υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Γιώργος Σταθάκης.

Όσον αφορά στη συζήτηση περί πώλησης υδροηλεκτρικών μονάδων, το υπουργείο σε ανακοίνωσή του επισημαίνει ότι «δεν τίθεται με οποιονδήποτε τρόπο τέτοιο ζήτημα». Όπως αναφέρεται, επιτυγχάνεται πλήρης συμμόρφωση με την απόφαση του ευρωδικαστηρίου για την αποεπένδυση της ΔΕΗ από τους λιγνιτες και υλοποίηση της συμφωνίας με τους δανειστές, με τη ΔΕΗ να διατηρεί:

  • το 100% του σημερινού δυναμικού σε υδροηλεκτρικές μονάδες
  • το 100% του σημερινού δυναμικού σε μονάδες φυσικού αερίου
  • το 78,6% του λιγνιτικού δυναμικού βραχυπρόθεσμα (έως το τέλος της δεκαετίας), το 68% του λιγνιτικού δυναμικού μεσοπρόθεσμα (έως το 2026) και το 65% μακροπρόθεσμα (μέσος όρος περιόδου 2018-35).

Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, διασφαλίζονται πλήρως οι θέσεις και οι σχέσεις εργασίας στις μονάδες προς αποεπένδυση. Τις σχετικές προβλέψεις θα περιλαμβάνει η νομοθετική ρύθμιση η οποία αναμένεται να εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή τον Μάρτιο. Στη συνέχεια, θα προσληφθεί από τη ΔΕΗ ο ειδικός σύμβουλος, ο οποίος θα αναλάβει τις διαδικασίες για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού. Αν τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα, ο διαγωνισμός αναμένεται ότι θα ξεκινήσει τον Ιούνιο.

Όπως σημειώνεται από το ΥΠΕΝ, «στη συμφωνία γίνεται ρητή αναφορά περί δίκαιου τιμήματος μέσα από ανοιχτό διεθνή διαγωνισμό, ο οποίος θα διενεργηθεί από την ίδια τη ΔΕΗ. Διασφαλίζονται, έτσι, πλήρως τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μετόχων της, άρα και του Ελληνικού Δημοσίου».

Όσον αφορά στον περιορισμό των μεριδίων της ΔΕΗ στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού, μέσω των δημοπρασιών ενέργειας τύπου ΝΟΜΕ, τα επίσημα στοιχεία του Λειτουργού της αγοράς (ΛΑΓΗΕ) για τον Δεκέμβριο του 2017 είναι απογοητευτικά. Η επιχείρηση αύξησε το μερίδιό της πάνω από μία ποσοστιαία μονάδα κατά τον τελευταίο μήνα του 2017 και το ποσοστό της διαμορφώθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου στο 85,40 %, οπότε έπρεπε -βάσει των μνημονιακών δεσμεύσεων- να είχε περιοριστεί στο 75,25%. Να σημειωθεί ότι, το «ραντεβού» για την επαναξιολόγηση των ΝΟΜΕ έχει οριστεί από τους δανειστές τον Φεβρουάριο, οπότε θα αποφασιστεί εάν θα πρέπει να ληφθούν επιπλέον δομικά μέτρα για το άνοιγμα της αγοράς.