Τα κεντρικά γραφεία του αρχιτεκτονικού γραφείου Renzo Piano Building Workshop βρίσκονται στη Rue des Archives, στο Μαρέ του Παρισιού, σε μικρή απόσταση από το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, το εμβληματικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Ο διάσημος Ιταλός αρχιτέκτονας συχνά περνάει από εκεί, στέκεται απέναντι από το τεράστιο κτίριο που από μακριά μοιάζει με λαβύρινθο ή με πολύχρωμη υπερμεγέθη μηχανή και το παρατηρεί

Τα κεντρικά γραφεία του αρχιτεκτονικού γραφείου Renzo Piano Building Workshop βρίσκονται στη Rue des Archives, στο Μαρέ του Παρισιού, σε μικρή απόσταση από το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, το εμβληματικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Ο διάσημος Ιταλός αρχιτέκτονας συχνά περνάει από εκεί, στέκεται απέναντι από το τεράστιο κτίριο που από μακριά μοιάζει με λαβύρινθο ή με πολύχρωμη υπερμεγέθη μηχανή και το παρατηρεί. «Δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά, αφού εκεί άρχισαν όλα», μου είπε τον περασμένο Ιούνιο, όταν τον συνάντησα για μια μεγάλη συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό BLUE της Aegean. Πράγματι, εκεί άρχισαν όλα. Εκεί μπήκε το πρώτο λιθαράκι στο οικοδόμημα μιας λαμπρής καριέρας. Ηταν 1971.

«Hμουν 33 ετών, είχα κάνει μερικές δουλειές που γενικά είχαν πάει καλά, μόλις είχαμε ανοίξει το δικό μας γραφείο με τον φίλο μου, Βρετανό, Ρίτσαρντ Ρότζερς, αλλά ουσιαστικά ήμασταν άνεργοι και εντελώς άσημοι. Τότε προκηρύχθηκε διεθνής διαγωνισμός για τη δημιουργία ενός κέντρου πολιτισμού στο Παρίσι. “Τι έχουμε να χάσουμε;” είπαμε. Καταθέσαμε, λοιπόν, την πρότασή μας, μαζί με άλλους 680. Και μας επέλεξαν! Θυμάμαι την έκπληξή μας. Ημασταν δύο νέοι αρχιτέκτονες, στο... περιθώριο των εξελίξεων, και ξαφνικά, γίναμε μέρος του κατεστημένου!» συνέχισε γελώντας. Δεν χρησιμοποίησε χωρίς λόγο τη λέξη «κατεστημένο». Το παρασκήνιο πίσω από τη δημιουργία του Μπομπούρ (όπως συνηθίζουν να το λένε οι Γάλλοι), που γιορτάζει φέτος τα σαράντα του χρόνια, ήταν έντονο.
Το ιστορικό

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο τότε πρωθυπουργός της Γαλλίας Ζορζ Πομπιντού οραματίζεται ένα καινούργιο μουσείο που θα ξαναβάλει τη χώρα του στο επίκεντρο των σύγχρονων εικαστικών κινημάτων. Ομως ο υπουργός Πολιτισμού Αντρέ Μαλρό δεν θέλει άλλος να μπει στα «χωράφια» του και αναθέτει στον διάσημο Ελβετό αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ τον σχεδιασμό μουσείου μοντέρνας τέχνης. Ο θάνατος του Λε Κορμπιζιέ, το 1965, δίνει στον Πομπιντού την ευκαιρία να περάσει στην αντεπίθεση. Προτείνει την αξιοποίηση του «πεδίου Μπομπούρ», μιας αχανούς έκτασης στο 4o δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού, που χρησιμοποιείται ως υπαίθριο πάρκινγκ. Το 1969 ο Πομπιντού γίνεται πρόεδρος. Η ανέγερση του μουσείου είναι η πρώτη απόφαση που υπογράφει. Και την άνοιξη του 1972 το έργο ξεκινά.

Το σχέδιο των Πιάνο και Ρότζερς είναι επαναστατικό για την εποχή του – έξοχο δείγμα της λεγόμενης αρχιτεκτονικής της υψηλής τεχνολογίας. Προβλέπει τη χρήση κυρίως γυαλιού και μετάλλου καθώς και τη μεταφορά των κλιμακοστασίων και των αγωγών ύδρευσης, αέρος και ηλεκτρικού στο εξωτερικό του κτιρίου, μέσα σε διαφορετικών χρωμάτων σωλήνες, ώστε να εξασφαλιστεί περισσότερος χώρος στο εσωτερικό. Προτείνει και τη δημιουργία της μεγαλύτερης, μέχρι τότε, πεζοδρομημένης ζώνης στην πόλη – σχεδόν πέντε εκτάρια.

Η υποδοχή δεν είναι η προσδοκώμενη. Πολλοί Γάλλοι μιλούν για προσβολή, για βεβήλωση του Παρισιού. Αρχιτέκτονες χαρακτηρίζουν το κτίριο τερατώδες και εκτρωματικό. «Στα εγκαίνια, το 1977, οι περισσότεροι από τους υψηλούς προσκεκλημένους –πρόεδροι, πρωθυπουργοί και βασιλείς– νόμιζαν ότι έμπαιναν στο εργοτάξιο, ότι το μουσείο δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη», θυμάται ο συνομιλητής μου.

Τέσσερις δεκαετίες μετά, όλα είναι διαφορετικά. Με βάση τα στοιχεία του 2016 (3,3 εκατ. επισκέπτες ετησίως) το παρισινό μουσείο βρίσκεται στη 18η θέση της λίστας με τα πιο δημοφιλή στον κόσμο. Και δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένας κάτοικος του Παρισιού που να μη συμφωνεί στο ότι το Πομπιντού άλλαξε προς το καλύτερο την πόλη του.

«Ναι, πράγματι, αυτό συμβαίνει αν έχεις κάνει καλά τη δουλειά σου ως αρχιτέκτονας και αν είσαι τυχερός, αν οι πλανήτες είναι ευνοϊκοί», σχολίασε γελώντας ο Ρέντσο Πιάνο όταν του το ανέφερα.

«Στο Πομπιντού, με τον Ρίτσαρντ, νιώσαμε για πρώτη φορά αυτή τη χαρά. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή δεν προκαλέσαμε εμείς καμιά αλλαγή. Ο αρχιτέκτονας είναι όπως ο δημοσιογράφος: βρίσκεται εκεί όπου συμβαίνει μια αλλαγή, για να την καταγράψει και, στην καλύτερη περίπτωση, να την ερμηνεύσει. Εμείς τότε καταγράψαμε ένα momentum: της γαλλικής κοινωνίας μετά τον Μάη του 1968. Σε αυτό το πνεύμα, θέλαμε το μουσείο να είναι “ανοιχτό” στην πόλη, να δημιουργήσει μια νέα “piazza”, να φέρει κοντά στην τέχνη όχι μόνο την ελίτ αλλά και τους ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για την τέχνη. Και φαίνεται ότι το καταφέραμε. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο...».

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")