Θέλω, με δύο λόγια, να αναδείξω τη σημασία της ορθής και πλήρους εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου και τον κρίσιμο ρόλο του Δικαστηρίου της Ε.Ε. στον σεβασμό της αρχής του κράτους δικαίου στην εποχή των μνημονίων. Θα γίνει έτσι σαφές ότι η ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν θεσπίζει θεσμούς αυθαιρεσίας και κολασμού, αλλά κράτους δικαίου και αλληλεγγύης. Τους θεσμούς αυτούς οφείλουν με τη σειρά τους και οι «θεσμοί» να σέβονται και να υπηρετούν.

Θέλω, με δύο λόγια, να αναδείξω τη σημασία της ορθής και πλήρους εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου και τον κρίσιμο ρόλο του Δικαστηρίου της Ε.Ε. στον σεβασμό της αρχής του κράτους δικαίου στην εποχή των μνημονίων. Θα γίνει έτσι σαφές ότι η ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν θεσπίζει θεσμούς αυθαιρεσίας και κολασμού, αλλά κράτους δικαίου και αλληλεγγύης. Τους θεσμούς αυτούς οφείλουν με τη σειρά τους και οι «θεσμοί» να σέβονται και να υπηρετούν.

Ας πιάσουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Στις 02.02.2012 υπογράφηκε στις Βρυξέλλες η συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), στο πλαίσιο της οποίας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε στην ανάγκη θέσπισης μόνιμου μηχανισμού σταθερότητας βάσει συγκεκριμένων όρων, με την παρακολούθηση των οποίων επιφορτίζεται κυρίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτά ορίζει η συνθήκη για τον ΕΜΣ και τον ρόλο των ευρωπαϊκών οργάνων (άλλως «θεσμών»). Τίθεται ωστόσο το ερώτημα: Τελικά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στο πλαίσιο αυτής της αποστολής μπορούν να ενεργούν αποκλειστικά ως «δανειστές» που μεριμνούν για την επιστροφή των δανεικών τους (και μάλιστα «νομιμοτόκως»); Η απάντηση είναι: Οχι.

Σύμφωνα με το δίκαιο της Ε.Ε., η δράση οργάνων της Ε.Ε. και δη της Επιτροπής πρέπει να συνάδει με τους κανόνες της Ενωσης ακόμη και όταν η Επιτροπή καλείται να ενεργήσει εκτός του στενού νομικού πλαισίου της Ε.Ε., όπως εν προκειμένω. Οπως μας επισημαίνει το Δικαστήριο της Ε.Ε. με την απόφαση της 20.09.2016 στην υπόθεση Ledra, αναφορικά με το πρόγραμμα στήριξης της Κύπρου, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της συνθήκης για τον ΕΜΣ, όσο σημαντικά και αν είναι, δεν παρέχουν στον ΕΜΣ ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων. Ρητά το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ακόμη και στο πλαίσιο του ΕΜΣ (εκτός δηλαδή της ευρωπαϊκής έννομης τάξης με τη στενή έννοια), μπορεί να στραφεί κανείς κατά της Επιτροπής και της ΕΚΤ, δυνάμει της συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε., με την επίκληση παράνομων συμπεριφορών, ακόμη κι αν συνδέονται με την υπογραφή μνημονίου εξ ονόματος του ΕΜΣ. Με άλλα λόγια, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της συνθήκης για τον ΕΜΣ δεν αλλοιώνουν τις αρμοδιότητες, τις οποίες το ευρωπαϊκό δίκαιο αναθέτει στα εν λόγω θεσμικά όργανα.

Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 17 της συνθήκης Ε.Ε., η Ευρ. Επιτροπή «προάγει το κοινό συμφέρον της Ενωσης» και «επιβλέπει την εφαρμογή του δικαίου της Ενωσης». Εξάλλου, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή από τη συνθήκη για τον ΕΜΣ τής επιβάλλουν (άρθρο 13 Συνθήκης ΕΜΣ) την υποχρέωση να μεριμνά για τη συμβατότητα των μνημονίων κατανόησης που συνάπτονται από τον ΕΜΣ με το δίκαιο της Ενωσης. Η Ευρ. Επιτροπή διατηρεί, λοιπόν, στο πλαίσιο της συνθήκης για τον ΕΜΣ, τον ρόλο του θεματοφύλακα των συνθηκών της Ε.Ε. και «επομένως θα έπρεπε, για παράδειγμα, να μην υπογράψει ένα μνημόνιο κατανόησης η συμβατότητα του οποίου με το δίκαιο της Ενωσης είναι αμφίβολη», όπως η ίδια η Επιτροπή παραδέχθηκε απαντώντας σε ερώτηση που υπεβλήθη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην πρόσφατη υπόθεση Ledra.

Η ευθύνη που φέρουν τα ευρωπαϊκά όργανα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι εξωσυμβατική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις αντίθετες προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Αυτά επιβεβαιώνονται με την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 27.11.2012, Pringle, της 14.10.2014, Giordano, και της 20.09.2016, Ledra).

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του. Οπως μας θυμίζει τόσο ο γενικός εισαγγελέας όσο και το ίδιο το Δικαστήριο της Ε.Ε. στην υπόθεση Ledra, «το δίκαιο της Ε.Ε. καταλαμβάνει τα θεσμικά όργανα της Ενωσης ακόμη και όταν αυτά ενεργούν εκτός του νομικού πλαισίου της Ενωσης». Συνεπώς, στο πλαίσιο του μνημονίου κατανόησης ή οποιουδήποτε άλλου μηχανισμού, η Επιτροπή υποχρεούται να διασφαλίζει ότι δεν παραβιάζεται το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας, π.χ. με την αδικαιολόγητη απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων.

Διότι, σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ε.Ε. Michael Bobek στην πρόσφατη πρότασή του για την υπόθεση Gintaras, «τέτοιες “μαύρες τρύπες” δεν συνάδουν με το όραμα μιας Ενωσης που βασίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου». Μία θέση που μπορεί να αποτελέσει φάρο για όλους τους εμπλεκομένους στις συζητήσεις περί μνημονίων, κυρίως όμως αποδεικνύει την προσήλωση της Ενωσης στις αρχές του κράτους δικαίου και αυτό από μόνο του είναι μια απάντηση στους σκεπτικούς της ολοκλήρωσης.

 

* Ο κ. Νικόλαος Ε. Φαραντούρης είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, καθηγητής της Ευρωπαϊκής Εδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ανταγωνισμού, Ενέργειας και Μεταφορών.

 

(Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)