Καθώς τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα συζητούν τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, θα εκθέσουν τις στρατηγικές διαφορές μεταξύ των μελών του Νότου, του Βορρά και της Ανατολής, δίνοντας μια «γεύση» από τις διαφωνίες που θα έρθουν το επόμενο έτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Stratfor για το δ’ τρίμηνο του 2017

Καθώς τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα συζητούν τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, θα εκθέσουν τις στρατηγικές διαφορές μεταξύ των μελών του Νότου, του Βορρά και της Ανατολής, δίνοντας μια «γεύση» από τις διαφωνίες που θα έρθουν το επόμενο έτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Stratfor για το δ’ τρίμηνο του 2017.

Η Γερμανία και η Γαλλία θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τη στρατηγική συμμαχία τους καθ’ όλη τη διάρκεια των συζητήσεων, που θα καλύψουν ζητήματα όπως η μεταρρύθμιση της ευρωζώνης και η αύξηση των δαπανών στο μπλοκ, όμως ο συμβιβασμός θα είναι δύσκολος.

Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης θα έρθουν αντιμέτωπες με στρατηγικές αποφάσεις για το μέλλον τους, ενώ οι εκλογές σε Αυστρία και Τσεχία θα «δοκιμάσουν» την αντοχή των εθνικιστικών αισθημάτων.

Οι προσπάθειες της Γαλλίας να προστατεύσει τις εθνικές οικονομίες από τον ανταγωνισμό εντός του μπλοκ και να αποτρέψει την απόκτηση εταιρειών στρατηγικών τομέων από επενδυτές του εξωτερικού θα έχουν περιορισμένη επιτυχία.

Την ίδια ώρα, θα συνεχίσουν να προκύπτουν διαφορές μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς θα συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, όμως και οι δύο πλευρές θα εργαστούν ώστε να υπάρξει συμφωνία, ακόμα και αν πάρει περισσότερο χρόνο απ’ όσο αναμένεται.

Η ΕΕ συζητά το μέλλον της

Κατά τους πρώτους τρεις μήνες του έτους, οι εκλογές σε χώρες-κλειδιά της ΕΕ όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία, είχαν ως αποτέλεσμα ουσιαστικά να «παγώσουν» οι πολιτικές διαδικασίες του μπλοκ. Τώρα που τελείωσε η εκλογική περίοδος, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ξεκινήσει σοβαρές συζητήσεις για το μέλλον της.

Τα θέματα που θα βρεθούν στο τραπέζι περιλαμβάνουν τα επενδυτικά προγράμματα στο μπλοκ, την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, την εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας των μελών της ΕΕ και τον επανεξοπλισμό της ευρωζώνης.

Αν και οι διαπραγματεύσεις ουσιαστικά θα ξεκινήσουν του χρόνου, ωστόσο το δ’ τρίμηνο του 2017 θα δώσει μια «γεύση» των συζητήσεων που θα πραγματοποιηθούν το 2018, καθώς τα κράτη-μέλη της ΕΕ και οι θεσμοί θα παίρνουν θέσεις και θα παρουσιάζουν τις προτάσεις για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους.

Τρεις βασικές ομάδες θα αναδυθούν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα πιέσουν για αυξημένες δαπάνες σε όλο το μπλοκ και για εισαγωγή μέτρων διαμοιρασμού του ρίσκου στην ευρωζώνη, όπως ένα κοινό πρόγραμμα εγγύησης καταθέσεων για τις τράπεζες της ευρωζώνης ή ένα κοινό πρόγραμμα ασφάλισης για την ανεργία.

Ως αντάλλαγμα για να σκεφτούν τις προτάσεις, τα κράτη-μέλη της Βόρειας Ευρώπης θα ζητήσουν μεγαλύτερο έλεγχο επί των δημοσιονομικών πολιτικών των νότιων εταίρων τους.

Εν τω μεταξύ, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα εμβαθύνουν τις σχέσεις τους με τη Δυτική Ευρώπη, και ίσως εκχωρήσουν μεγαλύτερο μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας, ή θα αψηφήσουν τους θεσμούς της ΕΕ στις Βρυξέλλες και θα διακινδυνεύσουν να απομονωθούν.



Πέραν των έντονων διαβουλεύσεων, λίγα θα γίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτό το τρίμηνο. Η Γερμανία και η Γαλλία, οι δύο χώρες του πολιτικού και οικονομικού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα δυσκολευτούν να βρουν ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων στην Ευρώπη.

Η Γαλλία είναι πρόθυμη να συμβιβαστεί ώστε να συμμετέχει και η Γερμανία στις μεταρρυθμίσεις που προωθεί, αν και ανησυχεί πως το Βερολίνο θα προσπαθήσει να περιορίσει τα μέτρα. Και οι ηγέτες της Γερμανίας θα είναι πολύ απασχολημένοι με την εγχώρια πολιτική, μετά τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου, για να λάβουν στρατηγικές αποφάσεις στο μπλοκ. Καθώς από τις εκλογές προέκυψε μια κατακερματισμένη Bundestag, οι Γερμανοί πολιτικοί ίσως περάσουν μεγάλο μέρος του τριμήνου προσπαθώντας να καταλήξουν σε συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Αυτό δεν σημαίνει πως το Βερολίνο θα αποφύγει να εκφράσει την άποψή του, ωστόσο θα χρειαστεί καιρός ώστε η πολιτική στην ΕΕ να «ανεβάσει ταχύτητα».

Προωθώντας τον προστατευτισμό

Μαζί με τις θεσμικές αλλαγές, η ΕΕ θα συζητήσει αλλαγές στην ενιαία αγορά προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των εθνικών οικονομιών. Τα θέματα προς συζήτηση θα περιλαμβάνουν μηχανισμούς για την προστασία των εταιρειών σε στρατηγικούς τομείς από επενδυτές εκτός του μπλοκ και τρόπους για να κλείσουν τα φορολογικά «παραθυράκια» που ωφελούν τις διαδικτυακές εταιρείες σε ορισμένα κράτη-μέλη. Οι ηγέτες θα προτείνουν επίσης αναθεωρήσεις σε κανονισμούς που επιτρέπουν σε εργάτες από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να εργάζονται με μειωμένους μισθούς σε σχέση με τους ντόπιους εργάτες σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Η Γαλλία θα μιλά πιο ανοικτά για τις μεταρρυθμίσεις, όμως καθώς τα μέτρα είναι αμφιλεγόμενα, πιθανότατα θα πρέπει να συμβιβαστεί με «νερωμένες» εκδοχές των προτάσεών της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, πιθανότατα θα συμφωνήσει στον επανασχεδιασμό του συστήματος για τους εργαζόμενους με προσωρινή απόσπαση σε χώρες της ΕΕ (posted workers), στο πλαίσιο του οποίου εταιρείες μπορούν να προσλάβουν προσωρινά εργαζόμενους από την Ανατολική Ευρώπη για εργασία στη Δυτική Ευρώπη με χαμηλότερους μισθούς απ’ ό,τι θα έπαιρναν οι εγχώριοι εργαζόμενοι. Όμως για να αποφευχθεί η εμβάθυνση του χάσματος μεταξύ των χωρών της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, το μπλοκ πιθανότατα δεν θα καταργήσει τελείως το σύστημα, επιλέγοντας να περιορίσει τη χρήση του.

Ομοίως η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί κάλλιστα να συμφωνήσει να αυξήσει τις διαδικασίες ελέγχου για ξένες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς, όμως οι Βρυξέλλες πιθανότατα θα αφήσουν τον μεγαλύτερο όγκο των ερευνών στις εθνικές κυβερνήσεις, δίνοντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έναν πιο συμβουλευτικό ρόλο.

Το θέμα του κλεισίματος των φορολογικών «παραθύρων» για τις ψηφιακές εταιρείες θα είναι πιο περίπλοκο, διότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτείται ομόφωνη συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών για την αλλαγή της φορολογικής πολιτικής. Χώρες όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο θα αντιταχθούν στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, που θα δημιουργούσαν πρόβλημα στα οικονομικά τους μοντέλα, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η λήψη απόφασης για το θέμα.

Συνέχιση των διαπραγματεύσεων για το Brexit

Κατά τη διάρκεια του δ’ τριμήνου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις τους για το Brexit. Οι ηγέτες της ΕΕ θα συζητήσουν το status της πρώτης φάσης της διαπραγμάτευσης, που καλύπτουν τους όρους της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, στη σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί στις 19 Οκτωβρίου.

Το Λονδίνο ελπίζει πως το μπλοκ θα αξιοποιήσει την ευκαιρία για να εξουσιοδοτήσει την έναρξη της δεύτερης φάσης των διαπραγματεύσεων για το Brexit -τις συζητήσεις για τη μελλοντική εμπορική συμφωνία των δύο πλευρών-, αν και με βάση την έλλειψη προόδου στους πρόσφατους γύρους διαπραγματεύσεων, οι Βρυξέλλες ίσως καθυστερήσουν την επόμενη φάση. Ωστόσο, η σύνοδος του Οκτωβρίου είναι πιο πολύ μια συμβολική ημερομηνία απ’ ό,τι μια προθεσμία. Ακόμα και αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν δώσει το «πράσινο φως» μέχρι τότε, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα θελήσουν να προχωρήσουν στην επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων αργότερα φέτος ή στις αρχές του επόμενου έτους.

Εν τω μεταξύ, το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες θα συνεχίσουν το δύσκολο έργο του ξεκαθαρίσματος σε ό,τι αφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό μετά το Brexit. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται η Βρετανία να συνεχίσει να δίνει στον προϋπολογισμό, διαφορετικά τα εναπομείναντα 27 μέλη θα πρέπει να αυξήσουν τις συνεισφορές τους, κάτι στο οποίο αντιτίθεται η Βόρεια Ευρώπη, ή να μειώσουν τις δαπάνες σε τομείς όπως οι αγροτικές επιδοτήσεις ή τα αναπτυξιακά κεφάλαια -μια μη αποδεκτή επιλογή για τη Νότια και Ανατολική Ευρώπη.

Το Λονδίνο έχει να σκεφτεί τη βρετανική οικονομία και ελπίζει πως θα υπάρξει μια περίοδος προσαρμογής πριν από την οριστική συμφωνία, ώστε να αμβλυνθούν οι οικονομικές επιπτώσεις του Brexit. Η συνέχιση της συνεισφοράς στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, όσο αμφιλεγόμενο θέμα και να είναι για τον βρετανικό λαό, θα βοηθήσει το Ηνωμένο Βασίλειο να υλοποιήσει αυτόν τον διακανονισμό.

Την ώρα που η βρετανική κυβέρνηση θα διαπραγματεύεται με τους εταίρους στην ΕΕ, θα συνεχίσει να επιδιώκει εμπορικές συμφωνίες με όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες εκτός μπλοκ. Το Λονδίνο δεν μπορεί νόμιμα να υπογράψει δική του συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μέχρις ότου φύγει από την ΕΕ, όμως εργάζεται για να θέσει τις βάσεις για μελλοντικές συμφωνίες. Όμως, το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να μην προχωρήσει πολύ σε αυτό το εγχείρημα, αφού οι περισσότεροι δυνητικοί εμπορικοί εταίροι θα προτιμούσαν να περιμένουν και να δουν πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις της Βρετανίας με το μπλοκ, προτού λάβουν οποιαδήποτε απόφαση.

Αν και η κάθε πλευρά στις διαπραγματεύσεις έχει τη δική της προτεραιότητα για το Brexit, και οι δύο θέλουν να διατηρήσουν την ειρηνευτική διαδικασία στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια και μετά την αποχώρηση της Βρετανίας.

Για τον ίδιο περίπου λόγο, η Ιρλανδία θα παρακολουθεί στενά τις διαπραγματεύσεις. Η ιρλανδική κυβέρνηση στο Δουβλίνο ενδιαφέρεται για ένα όσο το δυνατόν πιο ήπιο Brexit, ώστε να διασφαλίσει τους εμπορικούς δεσμούς με το Ηνωμένο Βασίλειο και τα ανοικτά του σύνορα με τη Βόρεια Ιρλανδία. Το Δουβλίνο θα πιέσει υπέρ μιας συμφωνίας στις διαπραγματεύσεις εξόδου και για να μη σταματήσουν οι διαπραγματεύσεις, όμως δεν θα μπορεί να κάνει περισσότερα.

«Φορτισμένο» τρίμηνο σε Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία

Η Γαλλία θα έχει συγκεντρωμένη την προσοχή της σε δημοσιονομικά ζητήματα αυτό το τρίμηνο, έχοντας εγκρίνει μια σειρά εργασιακών μεταρρυθμίσεων το περασμένο τρίμηνο. Η γαλλική κυβέρνηση θα συμπεριλάβει μειώσεις φορολογίας για επιχειρήσεις και νοικοκυριά στον προϋπολογισμό του 2018, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη. Όμως θα πρέπει επίσης να διατηρήσει υπό έλεγχο το  έλλειμμά της.

Για τον σκοπό αυτό, το Παρίσι ίσως εισαγάγει αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών σε άλλους τομείς. Όποιο και αν είναι το δημοσιονομικό σχέδιό της, η κυβέρνηση της Γαλλίας δεν θα δυσκολευτεί να το περάσει από το νομοθετικό σώμα, όπου η πλειοψηφία τής δίνει ισχυρό πλεονέκτημα έναντι της αδύναμης και κατακερματισμένης αντιπολίτευσης. Επειδή η ανεργία εξακολουθεί να είναι υψηλή, όμως, και η οικονομική ανάπτυξη παραμένει μέτρια, το Παρίσι θα μπορούσε του χρόνου να βρεθεί αντιμέτωπο με έναν δυσαρεστημένο λαό.



Εν τω μεταξύ, στην Ισπανία, η πολιτική και θεσμική κρίση που προκάλεσε το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία  της Καταλονίας θα συνεχιστεί. Μετά την καταστολή από τους αστυνομικούς έναντι των ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου, η ισπανική κυβέρνηση πιθανότατα θα προχωρήσει σε επιπλέον ενέργειες για να καταστείλει το κίνημα της ανεξαρτησίας.

Οι επιλογές της Μαδρίτης περιλαμβάνουν την αναστολή της αυτονομίας της Καταλονίας ή τη διάλυση της καταλανικής κυβέρνησης και κήρυξη νέων περιφερειακών εκλογών. Οποιαδήποτε επιλογή θα οδηγούσε σε περαιτέρω κοινωνικές αναταραχές και νέες συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των διαδηλωτών.

Ο πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι θα πρέπει να κάνει λεπτούς χειρισμούς, διότι οι φωνές που θα ζητούν την παραίτησή του θα ενταθούν αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης γίνουν όλο και πιο επικριτικά έναντι των χειρισμών της κρίσης στην Καταλονία από τη Μαδρίτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε επίσης να παίξει σημαντικό ρόλο, καθώς το μπλοκ μπορεί να απαντήσει στις νέες αναταράξεις στην Καταλονία με πιέσεις προς τη Μαδρίτη να ανοίξει διάλογο με την τοπική κυβέρνηση.

Οι εκλογές θα βρίσκονται στο επίκεντρο και της Ιταλίας αυτό το τρίμηνο. Η χώρα έχει μέχρι τον Μάιο του 2018 το αργότερο να διενεργήσει τις επόμενες εκλογές της. Έχοντας αποτύχει να συμφωνήσουν σε έναν νέο εκλογικό νόμο πριν τη θερινή διακοπή, οι Ιταλοί βουλευτές θα περάσουν τους επόμενους μήνες προσπαθώντας να οριστικοποιήσουν τη νομοθεσία, η οποία θα επηρεάσει το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών.

Τα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα θα πιέσουν για έναν νόμο που θα δυσκολεύει τον σχηματισμό κυβέρνησης από το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων, όμως την ίδια ώρα, τα περισσότερα κόμματα της χώρας θα επικρίνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να προσελκύσουν ψηφοφόρους. Ενώ κάποιοι πολιτικοί θα επιτεθούν στο ευρώ, οι περισσότεροι θα στοχεύσουν τις επιθέσεις τους στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, υποστηρίζοντας πως θα πρέπει να τροποποιηθούν, ώστε να δώσουν στην Ιταλία περισσότερο περιθώριο δαπανών.

Η δυσαρέσκεια της χώρας με την ΕΕ θα παίξει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του μέλλοντος του μπλοκ. Μια μη συνεργάσιμη κυβέρνηση στη Ρώμη, άλλωστε, θα καθιστούσε ακόμα δυσκολότερη την επίτευξη συμβιβασμού στις διαπραγματεύσεις για τις μεταρρυθμίσεις της ΕΕ και θα ήγειρε ερωτήματα αναφορικά με τη συνέχιση της συμμετοχής της Ιταλίας στην ευρωζώνη.

Μεταναστευτικό και Ρωσία

Το μεταναστευτικό θα είναι ένα «καυτό» θέμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση αυτό το τρίμηνο. Όμως το μπλοκ είναι πιθανότερο να βρει μια συμβιβαστική λύση για να διαχειριστεί το πρόβλημα βραχυπρόθεσμα, παρά να το αντιμετωπίσει με πρωτοφανείς μεταρρυθμίσεις. Για να αμβλύνει τις πιέσεις προς τις χώρες προορισμού, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα θα τους προσφέρει περισσότερα χρήματα και πόρους.

Θα προσφέρει επίσης αυξημένη χρηματοδότηση και υποστήριξη logistics στις χώρες προέλευσης και μετάβασης στην Αφρική και στις ευρωπαϊκές αποστολές περιπολίας στη Μεσόγειο, ώστε να προσπαθήσει να επιβραδύνει τη ροή μεταναστών προς την Ευρώπη. Ωστόσο, είναι απίθανο να υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στο σύστημα Δουβλίνου, στο πλαίσιο του οποίου οι μετανάστες πρέπει να αιτηθούν άσυλο στην χώρα εισόδου στην ΕΕ. Και ενώ τα κράτη που βρίσκονται στις κύριες μεταναστευτικές οδούς στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη μπορεί να συμφωνήσουν να άρουν τους ελέγχους στα σύνορα, ωστόσο δεν θα διστάσουν να τους επαναφέρουν στην περίπτωση που αυξηθούν οι μεταναστευτικές ροές.

Ομοίως, η Ευρώπη δεν είναι πιθανό να αλλάξει στάση σε ό,τι αφορά στη Ρωσία. Τα μέλη της ΕΕ θα συζητήσουν την πολιτική τους για τη Μόσχα καθώς πλησιάζει -τον Ιανουάριο- η λήξη των κυρώσεων που έχουν επιβάλει στη Ρωσία. Όμως τα κράτη-μέλη πιθανόν θα επιλέξουν να παρατείνουν τις κυρώσεις μέχρις ότου η Ρωσία εφαρμόσει πλήρως την ειρηνευτική συμφωνία του Μινσκ, όπως έκαναν και κάθε φορά που ψηφιζόταν το θέμα.