Η δέσμευση της Κίνας για μείωση της ρύπανσης στην ατμόσφαιρα και τους ποταμούς αποτελεί ορόσημο για την ενεργειακή πολιτική της χώρας που φαίνεται ότι αρχίζει να εγκαταλείπει τα ορυκτά καύσιμα. Το τρέχον εθνικό σχέδιο στοχεύει έως το 2020 το 15% της ενέργειας να προέρχεται από μη ορυκτά καύσιμα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό να έχει φθάσει τουλάχιστον το 30% έως το 2030.

Η δέσμευση της Κίνας για μείωση της ρύπανσης στην ατμόσφαιρα και τους ποταμούς αποτελεί ορόσημο για την ενεργειακή πολιτική της χώρας που φαίνεται ότι αρχίζει να εγκαταλείπει τα ορυκτά καύσιμα. Το τρέχον εθνικό σχέδιο στοχεύει έως το 2020 το 15% της ενέργειας να προέρχεται από μη ορυκτά καύσιμα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό να έχει φθάσει τουλάχιστον το 30% έως το 2030.

Για την επίτευξη των στόχων του, το Πεκίνο εκχώρησε πολλές αρμοδιότητες στις τοπικές κυβερνήσεις. Ενδεικτικό παράδειγμα της εφαρμογής της πολιτικής αυτής αποτελεί η περιοχή Hebei της Κίνας, μία εκ των τριών μεγάλων επαρχιών που αποτελούν το μεγάλο ενεργειακό κόμβο ‘ Jing- Jin- Ji’ μαζί με το Πεκίνο και το Tianjin. Εκεί, η τοπική κυβέρνηση ζήτησε από τις αυτοκινητοβιομηχανίες την αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικών οχημάτων σε μισό εκατομμύριο το χρόνο, ενώ παράλληλα, προχωρά στην εγκατάσταση 1000 σταθμών φόρτισης έως το 2020. Στόχος της τοπικής διοίκησης είναι η μείωση της κατανάλωσης γαιανθράκων και η αύξηση της αξιοποίησης του φυσικού αερίου, θέτοντας στο προσκήνιο τα ηλεκτρικά οχήματα, την αιολική και ηλιακή ενέργεια.

Οι εθνικοί στόχοι που έχει θέσει η Κίνα δε μπορούν παρά να χαρακτηριστούν φιλόδοξοι. Ωστόσο, η έως τώρα πρόοδος αναδεικνύει ότι είναι δυνατό να επιτευχθούν. Σύμφωνα με μελέτη της Greenpeace σε συνεργασία με κινεζικά ιδρύματα, με δυναμικότητα αιολικής ισχύος 129 GW και ηλιακών φωτοβολταϊκών μονάδων 43,18 GW στα τέλη του 2015, η Κίνα κατατάσσεται σήμερα πρώτη παγκοσμίως σε αριθμό νέων εγκαταστάσεων αιολικών και φωτοβολταϊκών μονάδων, αλλά και στο συνολικό αριθμό αυτών. Η ίδια μελέτη υπολογίζει ότι το 2015 η αιολική και ηλιακή ενέργεια αντικατέστησε περίπου 60 εκατομμύρια τόνους άνθρακα. Με το ρυθμό αυτό, έως το 2030 αναμένεται ότι μόνο η αιολική ενέργεια και τα φωτοβολταϊκά θα οδηγήσουν σε μείωση της κατανάλωσης άνθρακα κατά 300 εκατομμύρια τόνους.

Παράλληλα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες, η Κίνα έχει προχωρήσει και τις ανάλογες επενδύσεις στον τομέα της πράσινης ενέργειας. Σύμφωνα με στοιχεία του Petroleum Economist, στα τέλη του 2015 οι επενδύσεις στην αιολική και ηλιακή ενέργεια έφθαναν τα 58,8 δισ. δολάρια, ενώ οι συνολικές επενδύσεις στις ΑΠΕ άγγιζαν τα 103 δισ. δολάρια, ποσό 2,5 φορές μεγαλύτερο από την αντίστοιχη ετήσια δαπάνη των ΗΠΑ και 5 φορές μεγαλύτερο από την επένδυση της Μεγάλης Βρετανίας. Ταυτόχρονα, η Κίνα, φιλοδοξώντας να γίνει η πρωτοπόρος χώρα στην ενεργειακή καινοτομία, δραστηριοποιείται στις εξαγορές εταιριών και αγαθών που σχετίζονται με τις ΑΠΕ σε παγκόσμιο επίπεδο, με χαρακτηριστική την εξαγορά το 2016 της βραζιλιάνικης εταιρείας παραγωγής και διανομής ηλεκτρισμού CPFL Energia έναντι 13 δισ. δολαρίων.

Η πολιτική της κινεζικής κυβέρνησης έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των ιδιωτών με αποτέλεσμα σήμερα να έχουν την έδρα τους στην Κίνα οι πέντε από τους έξι μεγαλύτερους κατασκευαστές ηλιακών πάνελ και οι πέντε από τους δέκα μεγαλύτερους κατασκευαστές ανεμογεννητριών. Η παραγωγή των εταιρειών αυτών δεν προορίζεται αποκλειστικά για την εγχώρια αγορά, αλλά εξάγεται σε τρίτες χώρες και ορισμένες φορές σε τόσο χαμηλές τιμές που, πχ στην περίπτωση των ηλιακών πάνελ, η Κίνα έχει κατηγορηθεί για dumping από την Ευρώπη.

Οι τεράστιες αυτές επενδύσεις δικαιολογούνται, ωστόσο, από τα αναμενόμενα οφέλη. Μεταξύ 2015 και 2030 η αιολική ενέργεια και τα φωτοβολταϊκά αναμένεται να συμβάλλουν κατά 2,1 τρις. δολάρια στο ΑΕΠ της Κίνας, ποσό περίπου επτά φορές μεγαλύτερο από το σημερινό.

Η στροφή της Κίνας στις ΑΠΕ χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με αρκετές διαρθρωτικές και διοικητικές αδυναμίες τις οποίες το Πεκίνο μόλις έχει ξεκινήσει να αντιμετωπίζει, σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκες το Μάιο. Αρχικά, οι τοπικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να ωραιοποιήσουν την κατάσταση, αλλοίωναν τα περιβαλλοντικά δεδομένα, με το Πεκίνο μόλις στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς να ασκεί εντατικότερους ελέγχους των δεδομένων αυτών. Παράλληλα και μολονότι η συνολική δυναμικότητα ΑΠΕ της Κίνας αυξανόταν ραγδαία, ανάλογη αύξηση δεν παρατηρούταν και στην κατανάλωση της παραγόμενης ενέργειας. Αιτία της αναντιστοιχίας αυτής αποτελούσε η έλλειψη δικτύου διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας που παραγόταν από ΑΠΕ, ενώ ανάλογα προβλήματα προσβασιμότητας παρουσίαζαν και πολλές από τις νεοεγκατεστημένες αιολικές μονάδες. Παράλληλα, στην Κίνα οι ιδιώτες δεν έχουν επαρκές εμπορικό δίκτυο πώλησης του πλεονάσματος ενέργειας που παράγουν. Οι αρμόδιες κρατικές αρχές της χώρας επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα θεσπίζοντας έναν ελάχιστο εγγυημένο αριθμό ωρών χρήσης ενέργειας από ΑΠΕ. Ωστόσο, ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι οι εταιρείες δικτύων διανομής προτιμούν να δραστηριοποιηθούν στον τομέα της θερμικής ενέργειας ή του υδροηλεκτρισμού, καθώς τα τέλη για την αιολική ενέργεια είναι υψηλότερα.

Παρά τις αδυναμίες αυτές, η Κίνα ως χώρα χρησιμοποιεί, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα ‘πράσινα’ ομόλογα με τον καλύτερο τρόπο ως μορφή χρηματοδότησης της μείωσης εκπομπών άνθρακα. Το Πεκίνο πρόσφατα επέκτεινε στο σύνολο της χώρας πιλοτικό πρόγραμμα ενός έτους που επιτρέπει σε μικρούς ατομικούς παραγωγούς ηλιακής ενέργειας να πωλούν το πλεόνασμα ηλεκτρισμού που παράγουν, παράδειγμα που επιβεβαιώνει την πίστη της Κίνας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.