Στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, η Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας (EPA) των ΗΠΑ ανέφερε ότι από το 2009, η VW είχε εγκαταστήσει στο αμερικανικό έδαφος παράνομο λογισμικό σε εκατοντάδες χιλιάδες κινητήρες 2.0 λίτρων

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, η Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας (EPA) των ΗΠΑ ανέφερε ότι από το 2009, η VW είχε εγκαταστήσει στο αμερικανικό έδαφος παράνομο λογισμικό σε εκατοντάδες χιλιάδες κινητήρες 2.0 λίτρων.

Το λογισμικό αυτό, που χρησιμοποιήθηκε στα εμπορικά σήματα της Volkswagen, της Porsche, της Audi, της Seat και της Skoda, βοήθησε τα αυτοκίνητα να πληρούν τα πρότυπα ρύπανσης καυσαερίων στη διάρκεια των δοκιμαστικών ελέγχων, ενώ στην πραγματικότητα οι εκπομπές τους υπερέβαιναν τα επιτρεπτά όρια.

Τέσσερις μέρες αργότερα, η εταιρεία παραδέχτηκε ότι με το λογισμικό αυτό είχαν εξοπλιστεί περίπου 11 εκατομμύρια πετρελαιοκίνητα οχήματα παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων 8,5 εκατομμυρίων στην Ευρώπη.

Η συνταρακτική αυτή αποκάλυψη επέφερε ραγδαία πτώση των μετοχών της εταιρείας κατά 40% μέσα σε δύο ημέρες.

Η απάντηση της VW

Ο διευθύνων σύμβουλος της VW, Martin Winterkorn, υπέβαλε την παραίτησή του πέντε ημέρες μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, επιμένοντας ότι δεν είχε ενημερωθεί για το περιστατικό. Αντικαταστάθηκε από τον επικεφαλής της Porsche, Matthias Müller.

Στην προσπάθεια να γυρίσει σελίδα μετά από αυτή την κρίση, η εταιρεία έθεσε σε διαθεσιμότητα μέρος από το προσωπικό και ανακάλεσε οχήματα που ήταν εξοπλισμένα με το παραποιημένο λογισμικό.

Το Μάρτιο, η VW προχώρησε σε διευθέτηση των νομικών εκκρεμοτήτων της, προσθέτοντας άλλα 4,3 δις δολάρια σε ποινικά και αστικά πρόστιμα στο σύνολο των 17,5 δις δολαρίων που είχε συμφωνήσει να καταβάλλει ως αποζημίωση σε ιδιοκτήτες και αντιπροσώπους αυτοκινήτων, καθώς και για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος.

Επιπλέον, ανακοίνωσε ότι θα επικεντρωθεί στα ηλεκτρικά οχήματα, με απώτερο στόχο να έχει αναδειχθεί παγκόσμιος ηγέτης στον κλάδο αυτό έως το 2025.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου η VW πρότεινε να αγοράσει τα οχήματα των πελατών, δεν προσέφερε καμία αποζημίωση στους οδηγούς εντός της ΕΕ, πυροδοτώντας πλήθος αντιδράσεων από τις αρχές προστασίας του καταναλωτή των κρατών-μελών.

Συνέπειες για την VW

To 2015, η εταιρεία ανακοίνωσε –την πρώτη μέσα σε 20 χρόνια- καθαρή απώλεια ύψους σχεδόν 1,6 δις ευρώ, στην προσπάθεια να καλύψει το αναμενόμενο κόστος του σκανδάλου.

Ωστόσο, το 2016, τα καθαρά κέρδη της άγγιξαν τα 5,1 δις ευρώ, ξεπερνώντας την ιαπωνική Toyota και αναδεικνύοντάς τη σε κορυφαία αυτοκινητοβιομηχανία παγκοσμίως, με πωλήσεις 10,3 εκατομμυρίων οχημάτων.

Η VW προέβλεψε προσωρινές πιστώσεις ύψους 22,6 δις ευρώ από την αρχή του σκανδάλου μέχρι την κάλυψη των νομικών εξόδων της υπόθεσης, χωρίς, ωστόσο, να καταβάλλει χρήματα μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2017.

Η εταιρεία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με αγωγές από χιλιάδες αγοραστές αυτοκινήτων και επενδυτές στη Γερμανία.

Ισχυρισμοί περί δημιουργίας καρτέλ

Στο μάτι του κυκλώνα βρίσκονται κι άλλες επιχειρήσεις της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως η Daimler της Mercedes-Benz, η Audi και η Porsche -πολυτελείς θυγατρικές της BMW και της VW, μετά τους ισχυρισμούς για τη δημιουργία καρτέλ.

Τον Ιούλιο, το περιοδικό Spiegel δημοσίευσε στοιχεία από την επιστολή της VW προς τις γερμανικές και ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού, στην οποία αναφέρει, ότι οι κολοσσοί της αυτοκινητοβιομηχανίας συνεργάζονταν ήδη από την δεκαετία του ’90 πάνω σε θέματα που αφορούσαν στην τεχνολογία, τους προμηθευτές, το κόστος, τις πωλήσεις και τις αγορές.

Σύμφωνα με το περιοδικό, πραγματοποιήθηκαν μυστικές συμφωνίες σε βάρος των καταναλωτών και των προμηθευτών, ενώ ταυτόχρονα οι συνομιλίες που αφορούσαν τεχνολογικές λύσεις για την επίτευξη στόχων μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από οχήματα ντίζελ, έθεσαν τα θεμέλια για το σκάνδαλο εκπομπών ρύπων.

Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος Τύπου της Volkswagen δήλωσε στην AFP ότι η εταιρεία δεν θα σχολιάσει τις «εικασίες» αυτές. Παρομοίως, η BMW και η Daimler αρνήθηκαν να προβούν σε περαιτέρω σχολιασμό για τους ισχυρισμούς αυτούς.