Σημαντικές αλλαγές στη μέθοδο, αλλά και στον τρόπο υπολογισμού της απαιτούμενης εφεδρείας στη δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρισμού σε σχέση με τη μέγιστη ζήτηση ηλεκτρισμού, έφερε απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, με την οποία ουσιαστικά τίθεται θέμα ανάγκης αισθητής αύξησης των μονάδων παραγωγής, είτε με συμβατικές μονάδες, είτε με φωτοβολταϊκά, βιομάζα κ.τ.λ.

Σημαντικές αλλαγές στη μέθοδο, αλλά και στον τρόπο υπολογισμού της απαιτούμενης εφεδρείας στη δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρισμού σε σχέση με τη μέγιστη ζήτηση ηλεκτρισμού, έφερε απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, με την οποία ουσιαστικά τίθεται θέμα ανάγκης αισθητής αύξησης των μονάδων παραγωγής, είτε με συμβατικές μονάδες, είτε με φωτοβολταϊκά, βιομάζα κ.τ.λ.

Πρόκειται για απόφαση, με την οποία ουσιαστικά επιταχύνεται η ανάγκη για αύξηση των μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού, με το ανάλογο κόστος.

Συγκεκριμένα, η ΡΑΕΚ, με την απόφασή της για τη «Μεθοδολογία Υπολογισμού για Περιθώριο Εφεδρείας Εγκατεστημένης Ισχύος», τροποποιεί τη λογική που ίσχυε τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια σε σχέση με την εφεδρεία στην παραγωγή ηλεκτρισμού.

Μέχρι τώρα ίσχυε το σκεπτικό ότι η εφεδρεία πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση με περιθώριο της μεγαλύτερης μονάδας παραγωγής, σε σχέση με τη μέγιστη ζήτηση. Δηλαδή, αν η μέγιστη ζήτηση είναι 1.000 μεγαβάτ και η μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής είναι 150 μεγαβάτ, πρέπει η Κύπρος να έχει δυνατότητα παραγωγής τουλάχιστον 1.150 μεγαβάτ, ώστε να καλύπτονται η μέγιστη ζήτηση ακόμα και αν υποστεί βλάβη η μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής.

Με τις νέες ρυθμίσεις καθορίζεται σαφώς ότι η εφεδρεία πρέπει να μπορεί να καλύπτει την απώλεια λόγω βλάβης σε μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής -προφανώς της μεγαλύτερης μονάδας- όπως ταυτόχρονα και την απρόβλεπτη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού, λόγω ασυνήθιστα υψηλής θερμοκρασίας.

Να σημειωθεί ότι η μέγιστη ζήτηση καταγράφεται τα τελευταία χρόνια κατά το καλοκαίρι από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν επικρατούν για συνεχόμενες μέρες πολύ υψηλές θερμοκρασίες και υψηλή υγρασία.

Στο σκεπτικό της η ΡΑΕΚ υποδεικνύει πως για διασυνδεδεμένα ηλεκτρικά συστήματα, οι ρυθμιστικές αρχές ενέργειας συνήθως απαιτούν περιθώριο εφεδρείας εγκατεστημένης ισχύος μεταξύ 10%-20% ως ασφάλεια έναντι βλάβης σε μέρος του συστήματος ή απρόβλεπτης και αιφνίδιας αύξησης της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια. Ωστόσο, στην περίπτωση απομονωμένων ηλεκτρικών συστημάτων, όπως το ηλεκτρικό σύστημα της Κύπρου, απαιτείται περιθώριο εφεδρείας εγκατεστημένης ισχύος μεταξύ 20%-40% προκειμένου να διατηρηθεί η υψηλή αξιοπιστία του ηλεκτρικού συστήματος.

Την ίδια ώρα, δεν σημαίνει ότι λαμβάνεται υπόψη η ονομαστική δυνατότητα παραγωγής των μονάδων. Αντίθετα, ανάλογα με την τεχνολογία των μονάδων παραγωγής, λαμβάνεται υπόψη η μέγιστη πραγματική δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρισμού, που είναι μάλιστα σίγουρο ότι μπορεί να παραχθεί.

Έτσι, οι ατμοστρόβιλοι των 60 μεγαβάτ και 130 μεγαβάτ της ΑΗΚ, υπολογίζονται στην κανονική τους δυνατότητα παραγωγής –60 και 130 μεγαβάτ αντίστοιχα. Οι αεριοστρόβιλοι, όμως, των μονάδων υπολογίζονται με «απώλειες», δηλαδή αυτοί των 37,5 και 38 μεγαβάτ υπολογίζονται για παραγωγή 32 μεγαβάτ. Έτσι οι μονάδες συνδυασμένου κύκλου, όπως η 4 και 5 στο Βασιλικό, ενώ έχουν ονομαστική δυνατότητα παραγωγής 220 μεγαβάτ, υπολογίζονται στα 210 μεγαβάτ.

Οι μονάδες παραγωγής βιομάζας, στις ώρες και περιόδους αιχμής υπολογίζονται στο 100% της συμβολής τους στο ηλεκτρικό σύστημα της Κύπρου για τις περιόδους αιχμής.

Τα φωτοβολταϊκά υπολογίζονται στο 50% της συνεισφοράς τους κατά τις περιόδους μέγιστης ζήτησης.

Τα αιολικά πάρκα δεν υπολογίζονται, αφού δεν υπάρχει καμία εξασφάλιση ότι θα έχει αέρα και θα παράγουν ηλεκτρισμό την ώρα αιχμής που θα χρειαστεί εφεδρεία. Οι υπολογισμοί έγιναν στη βάση των πραγματικών δεδομένων για την περίοδο 2011-2016.

(από την εφημερίδα "Φιλελεύθερος")