Μάλλον ανησυχητικά είναι τα νέα σχετικά με την φθίνουσα ενεργειακή κατανάλωση της ΕΕ 28- αφού τα νούμερα αναφέρονται σε στατιστικά στοιχεία του 2015- τα τελευταία 25 χρόνια με παράλληλη αύξηση της εξάρτησης των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα (δηλ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα)

Μάλλον ανησυχητικά είναι τα νέα σχετικά με την φθίνουσα ενεργειακή κατανάλωση της ΕΕ 28- αφού τα νούμερα αναφέρονται σε στατιστικά στοιχεία του 2015- τα τελευταία 25 χρόνια με παράλληλη αύξηση της εξάρτησης των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα (δηλ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα). Όπως αποκαλύπτουν πολύ πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, που ανακοινώθηκαν πριν δύο εβδομάδες (20/2) το 2015 η συνολική ενεργειακή κατανάλωση ( gross inland energy consumption) των ΕΕ 28 έφθασε τους 1626 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου ( mtoe), δηλαδή -2.5% χαμηλότερη σε σύγκριση με το 1990 και 11.6% μικρότερη σε σχέση με το σημείο κορύφωσης των 1.840 mtoe που επετεύχθη το 2006 (βλέπε γραφική παράσταση με το gross inland consumption).

Όπως παρατηρούν οικονομικοί και ενεργειακοί αναλυτές που παρακολουθούν τα στοιχεία ενεργειακής κατανάλωσης των χωρών μελών της ΕΕ, η σημαντική κάμψη στην κατανάλωση έχει δύο βασικά αίτια. Το πρώτο και ίσως το πλέον σημαντικό, αφού η κάμψη άρχισε να παρατηρείται το 2006, δηλαδή τρία σχεδόν χρόνια πριν την κρίση του 2008/2009, οφείλεται στην επίδραση των μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας και βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας κυρίως σε κτίρια, βιομηχανίες και μεταφορές που άρχισαν να γίνονται ιδιαίτερα αισθητή σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης εκείνη την περίοδο. Με την οικονομική κρίση του 2008/2009 να επιτείνει την μείωση στην κατανάλωση λόγω περιορισμού των δαπανών των νοικοκυριών σε όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές χώρες. Η δε σχετική ανάκαμψη που ακολούθησε το 2010 δεν επηρέασε ανοδικά την κατανάλωση αφού ένα δεύτερο κύμα μέτρων περιορισμού της ενεργειακής κατανάλωσης ήρθε να εφαρμοστεί από καταναλωτές εθισμένους πλέον (ως αποτέλεσμα της κρίσης του 2008/2009) στις πρακτικές βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας είτε στις μεταφορές είτε στα σπίτια τους. Ήταν δε τόσο αποτελεσματικό το δεύτερο αυτό κύμα που η μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης εμφάνισε στοιχεία επιτάχυνσης (2010-2015). Έτσι μόλις το 2015 είχαμε επιτέλους ενδείξεις εξισορρόπησης της όλης κατάστασης αφού την χρονιά εκείνη παρατηρήσαμε τα πρώτα σημεία ανάκαμψης της ενεργειακής ζήτησης.


Και ναι μεν για τον καταναλωτή, τα νοικοκυριά και τις εμπορικές επιχειρήσεις η εμπέδωση πρακτικών βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας έφεραν απτά αποτελέσματα στη διαχείριση των προϋπολογισμών τους και προσέφεραν ένα αίσθημα ενεργειακής ασφάλειας όμως για τους παραγωγούς, τους εισαγωγείς και τους διανεμητές ενέργειας η σταθερή αυτή μείωση της κατανάλωσης είχε ολέθρια αποτελέσματα αφού είδαν τα κέρδη τους να εξανεμίζονται ενώ χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν στην εφοδιαστική αλυσίδα. Όμως το πλέον παράδοξο στην όλη υπόθεση ήτο ότι παρά την μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης όλα αυτά τα χρόνια η ενεργειακή εξάρτηση των περισσότερων χωρών μελών και της ΕΕ συνολικά, αυξήθηκε. Δηλαδή το ποσοστό εισαγωγής ορυκτών καυσίμων έναντι της συνολικής κατανάλωσης ενισχύθηκε σημαντικά όπως φαίνεται και από το γράφημα, από το 32% το 1990 σχεδόν στο 75% το 2015. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές ανεξάρτητες ενεργειακά χώρες μέχρι το 1990, όπως λ.χ. το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ολλανδία που βασίζοντο στην εγχώρια παραγωγή της Βόρειας Θάλασσας, μεταβληθείσα αργότερα σε καθαρούς εισαγωγείς ενώ άλλες χώρες όπως λ.χ η Πολωνία και η Τσεχία και αυτές αύξησαν σημαντικά τις εισαγωγές τους.

Αυξήθηκε η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αύξησης της ενεργειακής εξάρτησης αποτελεί η χώρα μας η οποία το 1990 παρουσίασε μία κατανάλωση 22.3 Mtoe, εισάγοντας το 65% των ορυκτών που καταναλώνει (δηλ. πετρέλαιο και άνθρακα, με ένα μεγάλο σχετικά μέρος της ηλεκτροπαραγωγής βασισμένο σε πετρέλαιο ενώ δεν υπήρχαν καθόλου εισαγωγής φυσικού αερίου) και με τα ορυκτά καύσιμα να εκπροσωπούν το 95% της κατανάλωσης. Ενώ το 2005 η κατανάλωση αυξήθηκε στα 31.4 Mtoe, με 94% της κατανάλωσης να αντιστοιχεί σε ορυκτά καύσιμα και την ενεργειακή εξάρτηση να ευρίσκεται στο 72%.


Το 2015, και στον 6ο χρόνο της οικονομικής ύφεσης, η κατανάλωση στην Ελλάδα έχει μεν κατακρημνισθεί κατά 23% σε σχέση με το peak του 2005, έχοντας συρρικνωθεί στα 24.4 Mtoe αλλά με την ενεργειακή εξάρτηση να έχει εν τω μεταξύ εκτοξευθεί στο 79%! Και αυτό παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει εν τω μεταξύ κατορθώσει να μειώσει το ποσοστό των ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό της μίγμα από 95% το 1990 στο 85% το 2015. Με την μείωση να οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη διείσδυση των ΑΠΕ. Όμως παράλληλα αυξήθηκαν σημαντικά οι εισαγωγές φυσικού αερίου από μηδέν το 1990 σχεδόν σε 3.5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2015. Αλλά και οι εισαγωγές πετρελαίου σε απόλυτα νούμερα και ως ποσοστό εμφανίζονται αυξημένα, σε σχέση με το 1990, αφού από 20,000 βαρέλια πετρελαίου που παρήγαγε η χώρα τότε το 2015 η παραγωγή έφθανε μόλις τα 1.800 βαρέλια ενώ εν τω μεταξύ είχε αυξηθεί κατά πολύ η ζήτηση. Συμπερασματικά, για να μπορεί η Ελλάδα να μειώσει την εξάρτηση της από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να αυξήσει περαιτέρω το ποσοστό από την παραγωγή ΑΠΕ ενώ παράλληλα θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες εξεύρεσης και αξιοποίησης των δικών της αποθεμάτων υδρογονανθράκων εντείνοντας ταυτόχρονα την προσπάθεια απανθρακοποίησης του ενεργειακού της συστήματος.