Η υπογραφή από τον Donald Trump του προεδρικού διατάγματος με το οποίο δίνεται η "χαριστική βολή" στη συμφωνία ΤΡΡ (ανάμεσα στις ΗΠΑ και 12 χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού, εξαιρουμένης επιδεικτικά της Κίνας) ήταν μία κίνηση αναμενόμενη -ωστόσο παραμένει εντυπωσιακή

Η υπογραφή από τον Donald Trump του προεδρικού διατάγματος με το οποίο δίνεται η "χαριστική βολή" στη συμφωνία ΤΡΡ (ανάμεσα στις ΗΠΑ και 12 χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού, εξαιρουμένης επιδεικτικά της Κίνας) ήταν μία κίνηση αναμενόμενη -ωστόσο παραμένει εντυπωσιακή. Ο Trump είχε σε τέτοιο βαθμό καταφερθεί εναντίον της συμφωνίας προεκλογικά ώστε και η Hillary Clinton απέσυρε την αρχική της υποστήριξη, ενώ το Κογκρέσο ουδέποτε επικύρωσε την ΤΡΡ -εξ ού και ο Trump μπόρεσε να ακυρώσει την αμερικανική συμμετοχή με ένα απλό προεδρικό διάταγμα.

Ωστόσο, ο συμβολισμός είναι ισχυρός: ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ κάνει ένα πρώτο βήμα στην αποσυναρμολόγηση της τάξης πραγμάτων που οικοδομήθηκε από τους προκατόχους του των τελευταίων δεκαετιών. Ακούγεται πρωτόγνωρο – μόνο που δεν είναι.

Στις 15 Αυγούστου 1971 οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέπληξαν τον κόσμο προχωρώντας, χωρίς καμία προειδοποίηση, στην αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση Nixon κατεδάφιζε τη διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική όπως αυτή είχε προκύψει από τις συμφωνίες του Bretton Woods (1944). Η φράση "είναι δικό μας νόμισμα, είναι δικό σας πρόβλημα" αφορά το δολάριο και χρονολογείται από εκείνη την εποχή: την απηύθυνε ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ στον Γάλλο ομόλογό του.

Ο Nixon συνόδευσε μάλιστα τις εξαγγελίες του με την επιβολή πρόσθετων δασμών της τάξης του 10% στα εισαγόμενα προϊόντα. "Αν αγοράζεις προϊόντα κατασκευασμένα στις ΗΠΑ, τα δολάριά σου θα έχουν αύριο την ίδια αξία με σήμερα" επιχειρηματολογούσε χαρακτηριστικά.

Το αποτέλεσμα πάντως ήταν να αυξηθεί το αμερικανικό ΑΕΠ κατά 5,3% το 1972 και ο Richard Nixon να κερδίσει σαρωτικά (και όχι οριακά, όπως το 1968) τις προεδρικές εκλογές εκείνης της χρονιάς. Κατά τα λοιπά, ο σύγχρονος κόσμος και δη η Wall Street ακόμη κινείται στο πλαίσιο που διαμόρφωσε εκείνη η απόφαση-έκπληξη του 1971.

Δεν ήταν η τελευταία της προεδρίας Nixon. Η επίσκεψη του τότε προέδρου των ΗΠΑ στην κομμουνιστική Κίνα του Mao τον Φεβρουάριο 1972, μετά από διακοπή των διμερών σχέσεων για ένα τέταρτο του αιώνα, έχει καταστεί εμβληματική των αιφνιδιαστικών, αλλά μεγάλου στρατηγικού βάρους πρωτοβουλιών στην πολιτική. Πρόκειται για ένα "άνοιγμα” το οποίο διευκόλυνε την έξοδο των ΗΠΑ από τον Πόλεμο του Βιετνάμ αλλά και καθόρισε την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου, εντείνοντας την πίεση προς την Σοβιετική Ένωση.

(Ο Henry Kissinger που με τις μυστικές του αποστολές στο Πεκίνο είχε προετοιμάσει την ιστορική εκείνη επίσκεψη, φέρεται σήμερα, στα 93 του χρόνια, να συμβουλεύει τον Trump για θέματα εξωτερικής πολιτικής και να έχει ρόλο κομιστή μηνυμάτων προς τη Μόσχα, όπου είναι ιδιαίτερα σεβαστός και πρόσφατα εξελέγη μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Προφανώς έχει κατά νού μιαν επανάληψη του προηγουμένου του 1972 από την ανάποδη: με προσεταιρισμό της Ρωσίας και "περικύκλωση" της Κίνας).

Τις επιλογές αυτές, οι οποίες απέκλιναν από την δικομματική ορθοδοξία του καιρού του, ο Nixon ενίοτε τις συνόδευε στην διπλωματία με την "πολιτική του τρελού σκυλιού", δη με την καλλιέργεια της εικόνας ότι οι ΗΠΑ είναι "ικανές για όλα" - π.χ. όταν έθεσαν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους στο ανώτατο επίπεδο ετοιμότητας σε καιρό ειρήνης προκειμένου να αποτρέψουν το 1973 τυχόν στρατιωτική εμπλοκή των Σοβιετικών στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ που εξαπέλυσαν Αίγυπτος και Συρία εναντίον του Ισραήλ.

Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος του disrupter, ήτοι αυτού που διαταράσσει την παγιωμένη ως τότε διεθνή ισορροπία, έχει παιχτεί από άλλους Αμερικανούς προέδρους στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία, σε ό,τι αφορά τα αμερικανικά συμφέροντα. Το ερώτημα, σημειώνουν ολι Mark P. Lagon και Ross Harrison στο Foreign Policy είναι αν ο Trump και το επιτελείο του είναι σε θέση να ασκήσουν αυτό τον ρόλο με επιδεξιότητα για την επίτευξη δημιουργικών στρατηγικών στόχων, σε ένα διεθνές περιβάλλον ολότελα διαφορετικό.

(από www.capital.gr, 24/01/2017)