Δυστυχώς, η τελευταία συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών για τη διαπλοκή και τη διαφθορά και η κατάθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρα στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τις δανειοδοτήσεις κομμάτων και ΜΜΕ δείχνουν άλλη μία φορά ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο. Ή τουλάχιστον δεν έχει βρει ακόμη τον δρόμο για την ανάκαμψή της. Οχι μόνο την οικονομική, αλλά και σε όλα εκείνα που συνθέτουν την κατάσταση βαθιάς παρακμής στην οποία βρίσκεται
Δυστυχώς, η τελευταία συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών για τη διαπλοκή και τη διαφθορά και η κατάθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρα στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τις δανειοδοτήσεις κομμάτων και ΜΜΕ δείχνουν άλλη μία φορά ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο. Ή τουλάχιστον δεν έχει βρει ακόμη τον δρόμο για την ανάκαμψή της. Οχι μόνο την οικονομική, αλλά και σε όλα εκείνα που συνθέτουν την κατάσταση βαθιάς παρακμής στην οποία βρίσκεται. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από όσα γίνονται το τελευταίο διάστημα στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία, στις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας στο εσωτερικό και στις διαβουλεύσεις και αποφάσεις των δανειστών της χώρας στο εξωτερικό.

Αναμφισβήτητα, την ευθύνη τη φέρει σχεδόν εξ ολοκλήρου η κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός έδωσε τον τόνο στη Βουλή ανασκαλεύοντας το παρελθόν με την έννοια της υπενθύμισης του προηγούμενου «σάπιου καθεστώτος», για να αποπροσανατολίσει προφανώς αντιπολίτευση και κοινή γνώμη από τις κραυγαλέες και ζημιογόνες αστοχίες της δικής του θητείας· και από κοντά ο «συγκυβερνήτης» υπουργός Αμυνας με την προσφιλή του τακτική να καταγγέλλει περιστατικά, ονόματα, ημερομηνίες χωρίς ειρμό και ατάκτως ερριμμένα με στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων και πάντως «κάτι να μένει». Ταυτόχρονα, ήταν φανερό ότι η προσπάθεια του Αλ. Τσίπρα ήταν να πείσει ότι διαθέτει το «πάνω χέρι» ενόψει του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, αν και όλες οι ενδείξεις «λένε» ότι ήδη το ελέγχει.

Αν η εικόνα της Ολομέλειας της Βουλής την περασμένη Δευτέρα δεν επιτρέπει αισιόδοξες σκέψεις, τα πράγματα ήταν χειρότερα στην εξεταστική επιτροπή κατά την κατάθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. Οπου το βασικό μέλημα των βουλευτών της συμπολίτευσης ήταν να επιρρίψουν ευθύνες στον Γ. Στουρνάρα για τις συνέπειες της ολοκληρωτικής «αυταπάτης» που χαρακτήριζε την πορεία της πρώτης κυβέρνησης Συρανέλ και πιο καλυμμένα στη συνέχεια. Γεγονός που σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν καταλάβει τίποτα, ότι εξακολουθούν να διακατέχονται από ιδεοληπτικές θεωρήσεις, άρα παραμένουν «αλλού γι’ αλλού» και είναι έτοιμοι να πουν ό,τι να ’ναι όταν αποφασίζουν να ανοίξουν το στόμα τους. Με λίγα λόγια, δεν αντιλαμβάνονται γεγονότα, αριθμούς, διαδικασίες. Η επιμονή της κυβέρνησης, με μπροστάρη τον υπουργό Παιδείας, στην ισοπέδωση προς τα κάτω στην εκπαίδευση είναι αυταπόδεικτη. Δεν απαιτούνται επιχειρήματα και ερμηνείες αφού υπάρχουν οι αποφάσεις και οι νομοθετικές ρυθμίσεις και κυρίως η απέχθεια της αξιολόγησης ως διαδικασίας για την επιλογή διδασκόντων και διδασκομένων σε σχολεία και πανεπιστήμια. Παράλληλα η συνεχιζόμενη αναταραχή στα ανώτερα κλιμάκια της Δικαιοσύνης με κυβερνητική υπόθαλψη είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς αποτελεί βασικό πυλώνα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και τέλος, είναι σαφές ότι οι άστοχοι χειρισμοί της κυβέρνησης έχουν καταστήσει ακόμη δυσκολότερο τον ξεκάθαρο καθορισμό αρμοδιοτήτων και σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.

Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της κυβέρνησης να πείσει περί του αντιθέτου, είναι φανερό ότι τα πράγματα είναι πολύ θολά στις σχέσεις της με τους δανειστές. Απόδειξη η τελευταία απόφαση του Eurogroup, προϊόν όχι μόνο της διαφοράς απόψεων ΔΝΤ και Ευρωπαίων (ειδικά της Γερμανίας) για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, εσωτερικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν κυβερνήσεις των εταίρων, αλλά και της διάχυτης έλλειψης εμπιστοσύνης προς την Αθήνα και τους χειρισμούς της. Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα στο διάστημα της θητείας της να ενισχύσει την αξιοπιστία της και τίποτα στη συμπεριφορά της δεν δείχνει βούληση προς αυτή την κατεύθυνση.

Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι η κυβέρνηση δεν μαθαίνει από τα λάθη της και βρίσκει συνεχώς μπροστά της τις συνέπειές τους. Θα μπορούσε, μάλιστα, ο αντικειμενικός παρατηρητής να υποστηρίξει ότι συχνά λειτουργεί υπό καθεστώς πανικού. Και, δυστυχώς, δεν επιτρέπει αισιόδοξες σκέψεις.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 13/10/2016)