Οι δύο Υπερδυνάμεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ την εποχή τού Ψυχρού Πολέμου 1947-1991 σε έναν τομέα ήταν απόλυτα ισότιμες, στην Άμυνα, και κυρίως στα πυρηνικά οπλοστάσια. Σήμερα η μετακομμουνιστική Ρωσία του Πούτιν αξιοποιεί την πυρηνική ισοτιμία Ουάσιγκτον-Μόσχας ως πεδίο που μπορεί να κλιμακώσει την ένταση ή για, σύμφωνα με την πρόσληψη των εξελίξεων από το Κρεμλίνο, να απαντήσει στην κλιμάκωση της έντασης που πυροδότησαν ΗΠΑ και ΝΑΤΟ

Οι δύο Υπερδυνάμεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ την εποχή τού Ψυχρού Πολέμου 1947-1991 σε έναν τομέα ήταν απόλυτα ισότιμες, στην Άμυνα, και κυρίως στα πυρηνικά οπλοστάσια. Σήμερα η μετακομμουνιστική Ρωσία του Πούτιν αξιοποιεί την πυρηνική ισοτιμία Ουάσιγκτον-Μόσχας ως πεδίο που μπορεί να κλιμακώσει την ένταση ή για, σύμφωνα με την πρόσληψη των εξελίξεων από το Κρεμλίνο, να απαντήσει στην κλιμάκωση της έντασης που πυροδότησαν ΗΠΑ και ΝΑΤΟ.

Την Δευτέρα, 3 Οκτωβρίου, ο Πούτιν ανακοίνωσε το «πάγωμα» της συμφωνίας ΗΠΑ-Ρωσίας για το πλουτώνιο, μια συμφωνία που υπεγράφη το 2010 και προέβλεπε ανακύκλωση της γόμωσης πλουτωνίου των πυρηνικών κεφαλών σε καύσιμα για πυρηνικούς αντιδραστήρες.

Το πάγωμα της Συμφωνίας βραχυκυκλώνει κάθε περαιτέρω βήμα προόδου ως προς τον περιορισμό και τη μείωση των Πυρηνικών Οπλοστασίων, καθώς προφανώς η δυνατότητα για πολλαπλασιασμό των πυρηνικών κεφαλών είναι πλέον θέμα πολιτικής απόφασης και όχι τεχνικών προϋποθέσεων.

Υπήρξε όμως και δεύτερο βήμα η υλοποίηση της απόφασης για εγκατάσταση πυραύλων τύπου Ισκαντερ στον ρωσικό θύλακα του Καλίνιγκραντ στη Βαλτική, απόφαση που είχε ληφθεί ως απάντηση της Μόσχας στην ενεργοποίηση εγκαταστάσεων της Αντιπυραυλικής Ασπίδας των ΗΠΑ, ένα βήμα που η Ρωσία θεωρεί ότι καταστρέφει την ισορροπία του Τρόμου, την Αμοιβαία Δυνατότητα Εξασφαλισμένης Καταστροφής.

Αν συνεχισθεί η παραπάνω επικίνδυνη κλιμάκωση, τότε η επόμενη συμφωνία που θα καταρρεύσει θα είναι η Συνθήκη για την κατάργηση των Πυραύλων Μεσαίου Βεληνεκούς (SS 20 και Πέρσιγκ - Κρουζ) που υπέγραψαν το 1987 οι Σουλτς και Σεβαρντνάτζε, υπουργοί Εξωτερικών τότε των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, τερματίζοντας μια δεκαετία έντονης αντιπαράθεσης.

Πώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η δυναμική μιας ταχύτατης παλινδρόμησης στην χειρότερη ψυχροπολεμική καχυποψία;

Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί και πέραν της Συρίας σε απολύτως αποκλίνουσες στρατηγικές προσεγγίσεις:

Για τη Μόσχα η πρώην ΕΣΣΔ πλην των Βαλτικών Χωρών είναι το Πρόσω Εξωτερικό όπου δεν μπορούν να δρομολογούνται εξελίξεις, όπως ένταξη στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ που να απομονώνουν πολιτικά ή και να απειλούν την ασφάλεια της Ρωσίας. Μια πρόσληψη που για τις ΗΠΑ και τη Δύση παραπέμπει στο δόγμα Περιορισμένης Κυριαρχίας των Χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που είχε εξαγγείλει ο Μπρέζνιεφ την επαύριον της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968.

Για τις ΗΠΑ, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στην Ουάσιγκτον την άνοιξη του 1992, λίγους μήνες δηλαδή μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, καθόρισε ως εθνική στρατηγική προτεραιότητα την αποτροπή επιβολής ρωσικής επικυριαρχίας στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες.

Είναι φανερό πως οι αποκλίνουσες αυτές προσεγγίσεις παράγουν ένταση και καχυποψία και διαμορφώνουν ένα τοπίο ναρκοθετημένο σε απόλυτη αντίστιξη με τη σαφή διανομή ζωνών επιρροής στη Γιάλτα τον Φεβρουάριο του 1945, διανομή την οποία σεβάσθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια οι δύο πλευρές σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Στην περίοδο 1947 - 1991 η Μόσχα προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την επιρροή και τον έλεγχό της σε μια περιοχή που είχε αναγνωρισθεί ως δική της ζώνη. Σήμερα η Ρωσία προσπαθεί να ανασυστήσει, να κερδίσει μια Ζώνη Επιρροής, για την οποία όχι μόνον δεν έχει την αναγνώριση της άλλης πλευράς, αλλά αντίθετα τη σκληρή εναντίωσή της.

Με άλλα λόγια και οι δύο πλευρές έχουν πολλά επιχειρήματα για να καταγγείλουν η μία την άλλη για επιθετική συμπεριφορά και να αναδείξουν τη δική τους στάση ως αυτονόητη αμυντική κίνηση.

Στις αρχές Δεκεμβρίου θα κλείσει ένα τέταρτο αιώνα -είκοσι πέντε χρόνια- από τότε που η Ομάδα Γέλτσιν εκβιάζοντας τους Προέδρους της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας διέλυσε την ΕΣΣΔ, με κύριο στόχο την έξωση του Γκορμπατσόφ από το Κρεμλίνο. Μια πρωτοβουλία που δημιούργησε ρήγμα στη διεθνή σταθερότητα που δίνει ακόμη τεκτονικούς σεισμούς.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 13/10/2016)